Μαριάνθη Μπέλλα
Η
Πλάκα είναι η πιο παλιά συνοικία της Αθήνας και εκτείνεται στους ΒΑ
πρόποδες της Ακρόπολης. Το τοπωνύμιο "Πλάκα" υπάρχει από τα τέλη του
16ου αιώνα, αλλά αφορούσε περιορισμένο τμήμα της σημερινής συνοικίας
(κυρίως γύρω από το Μνημείο του Λυσικράτους). Σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη το τοπωνύμιο προέρχεται
από την αρβανίτικη λέξη "πλάκ'" που σημαίνει παλαιός (παλαιά Αθήνα) και
συνδέεται με την κατοίκηση της περιοχής στα τέλη του 16ου αιώνα από
Αρβανίτες της Αργοναυπλίας που διώχτηκαν από τους Τούρκους.
Όταν
το 1834 η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους μεταφέρθηκε στην Αθήνα, η
Πλάκα έγινε ο πυρήνας της πόλης και συγκέντρωσε την ανώτερη τάξη, η
οποία την επέλεξε για να οικοδομήσει τα αρχοντικά της. Αργότερα μετακινήθηκε προς άλλες περιοχές της πόλης, όταν η Πλάκα ανακηρύχτηκε αρχαιολογική ζώνη.
Σήμερα υπάρχουν σε αυτή μνημεία, εκκλησίες και κτίρια από όλες τις περιόδους της ιστορίας (οθωμανικά, νεοκλασικά, μοντέρνα).
Η
Πλάκα αποτέλεσε το σκηνικό πολλών λογοτεχνικών έργων, μυθιστορημάτων
και διηγημάτων, καθώς προσέλκυσε το ενδιαφέρον των νεοελλήνων
λογοτεχνών. Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα.
«Η οδός Μνησικλέους, την οποίαν ευρίσκει κάνεις ως πάροδον της οδού Πανδρόσου, που ξεκινά από την πλατείαν της Μητροπόλεως, είναι πολυσύνθετος, αλλά και περιώνυμος, ως θα ίδωμεν.
Εις
την αρχήν είναι ένας ήσυχος -ήσυχος δρομάκος, με νοικοκυρόσπιτα, άνευ αξιώσεων.
Χωρίς δε να σε προειδοποιή με καμμίαν ανωμαλίαν, αρχίζει αγάλια-αγάλια να
ανηφορίζη
Ο
ανήφορος γινεται αισθητότερος, άμα κάμψης την οδόν Αδριανού και εξακολουθήσης
τον ανήφορον.
Άμα
φθάσης όμως εις την οδόν Λυσίου, τα πράγματα αλλάζουν αιφνιδίως και ριζικώς.
Από
εκεί δηλαδή, που αριστερά είναι το πατρικό σπίτι του Κωνσταντίνου Φρειδερίκου,
Αθηναίου εκ μητρός, και αριστερά το πανάρχαιον Πηγαδάκι της τζάτζα-Σύρμως, το
οποίον οι περίφημοι νεωτερισταί το εβούλωσαν χωρίς κανέναν λόγον. Σημειώσατε
ότι το νερό του ήταν τρεχούμενον, προερχόμενον από την πηγήν του βράχου της
Ακροπόλεως, αν μη από αυτήν την Κλεψύδραν. Από το σημείο λοιπόν αυτό αρχίζει η
οδός Μνησικλέους να πέρνη αποτόμως τον ανήφορον με ένα σωρό σκαλάκια, τα οποία,
με όλην την νεωτέραν συμπλήρωσιν και επισκευήν, κατ’ανάγκην έχουν την παλιάν
των διεύθυνσιν.
Είναι
το χαρακτηριστικώτερον σοκάκι του Ριζόκαστρου[1],
το οποίον έχει περισσότερα σκαλάκια και πέτρες, παρά χώμα».
Είπαμε,
ότι δεν ήτο μόνον πολυσύνθετος ο δρόμίκσος αυτός, αλλά και περιώνυμος. Ιδού δε
διατί:
Αυτός
μας οδηγεί εις την θέσιν που ήτον η εκκλησία του Βυζαντινού δρουγγαρίου Ιωάννου
του Μαγγούτη, της οποίας τα εγκαίνια έγειναν επισήμως, όπως απαθανατίζουν σωζόμεναι
επιγραφαί, την 4 Φεβρουαρίου του έτους 871. Αυτός μας οδηγεί εις το σημερινόν
Αγιοταφίτικον, την παλαιάν εκκλησίαν των Αγίων Αναργύρων του Κολοκύνθη, όπου
υπήρχον και οι τάφοι των Αθηναίων Παλαιολόγων. Αυτός δια μιας στενής παρόδου
του, της οδού Θρασυβούλου, μας φέρνει εις την περίφημη Χρυσοκαστριώτισσσα, της
οποίας η ιστορία συνδέεται με την Παναγίαν του Παρθενώνος και με το καντήλι
της. Αυτός δια της παραπάνω παρόδου του, της οδού Θόλου δηλαδή, μας ανεβάζει εις
το Παλαιόν Πανεπιστήμιον του Κλεάνθους, αυτός τέλος, όταν αναπνεύσωμεν εις τον
επανω ανοικτόν βορεινόν δρόμον της Ακροπόλεως, που λέγεται οδός Διογένους, θα
μας οδηγήση εις το περίκομψον, με όλα του τα μεταγενέστερα μπαλώματα, εκκλησίδιον
του Σωτήρος, εις το προαύλιον του οποίου έθαψαν κατ’ αρχάς το σώμα του
φονευθέντος εις τον Πύργο των Προπυλαίων, τον περιβόητον Γουλάν, Οδυσσέως
Ανδρίτσου».
(Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου, Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής 1852-1932,
Βιβλιοπωλείο Δ.Ν. Καραβία, Αθήνα MCMLXXXV, σ. 37-38)
«Το
τουρκικό χωρίο που ήταν άλλοτε συγκεντρωμένο γύρω από την Ακρόπολη δεν έχει
εξαφανιστεί. Σχηματίζει μια κανονική συνοικία της πόλης. Πρόκειται για στενά
δρομάκια, καλύβες που μετά βίας στέκεσαι όρθιος, αυλές όπου οι κότες, τα παιδιά
και τα γουρούνια πάνε κι έρχονται όλα μαζί ανάμεσα σε ένα σωρό κοπριά και έναν
σωρό δεμάτια. Την τεράστια πλειονότητα του πληθυσμού αυτής της συνοικίας την
αποτελούν Αλβανοί».
(Εντμόν
Αμπού, Η Ελλάδα του Όθωνα, μτφρ.
Αριστέα Κομνηνέλλη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2018, σ. 222).
«Το δε 1836 γράφει ο ναύαρχος Κόχραν: «Η οδός Αδριανού θεωρείται η Chausee d’ Antin των Αθηνών. Εκεί παροικούσιν ο Βρεττανός, ο Ρώσος, ο Τούρκος και ο Ισπανός πρέσβυς, ο Φίνλαϋ, ο Τζωρτζ, ο Bracebridge και ο King. Ωσαύτως εκεί ευρίσκεται το υπουργείον των Στρατιωτικών και των Ναυτικών. Το τμήμα δε τούτο της πόλεως είναι το κάλλιστον και υγιεινόν…»
(Λάμπρος
Γ. Κορομηλάς, Το Αθηναϊκό Κελάρυσμα, Ε.Ε.Υ., Αθήνα 1977, σ. 83)
«Η οδός Αδριανού, ένας άλλος κεντρικός δρόμος της Αθήνας, από τους πιο παλιούς και ιστορικούς, δεν δίνει καλύτερες εντυπώσεις. Εκεί μάλιστα υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία θεαμάτων. Ελληνικά και ρωμαϊκά ερείπια. Χάρβαλα της Τουρκοκρατίας, στρατώνες, τζαμιά, δεσμωτήρια, κρεοπωλεία, καταστήματα με μπαχαρικά, υπαίθρια τηγανιστήρια, αμαξοποιεία, αγγειοπλαστεία, κοτέτσια, λύκεια, παρθεναγωγεία, σταύλοι και σφαγεία, φαρμακεία και φερετροποιεία, γιατροί και ραφτάδες.
Υπάρχει
στην οδό Αδριανού και αρκετό πράσινο. Κυπαρίσσια, πλάτανοι και φοίνικες. Στις
αυλές επίσης αρκετά λουλούδια. Υπάρχουν κατακόκκινες ροδοδάφνες και μεγάλες
μουριές. Ακόμη οι κληματαριές είναι το καμάρι των κατοίκων της περιοχής. Κάθε
σπίτι με την αυλή του είναι κι ένα κομμάτι εξοχής. Μερικές οικογένειες έχουν
και το γαϊδαράκο τους, έχουν την κατσίκα τους και οπωσδήποτε πολλές κότες και
χήνες.
…Η
Πλακιώτισσα είναι εκείνα τα χρόνια το τελειότερο πρότυπο της Αθηναίας
νοικοκυράς. Αυτής που περιορίζει τα έξοδά της στα μισά και πλέον, όταν αυτά
ξεπερνούν τα αναγκαία για ένα λιτό και μετρημένο βίο. […] Οι γριές Πλακιώτισσες
κάθονται συνήθως μόνες και αναπνέουν τη νυκτερινή αύρα σε σιωπηλή μακαριότητα. Οι νεότερες αναπαύονται κουβεντιάζοντας και
λέγοντας αστεία, από τους κόπους της ημέρας, το μαγείρεμα, το ζύμωμα, το
ράψιμο, το πλύσιμο ή το σφουγγάρισμα, αφού υπάρχουν λίγες υπηρέτριες και οι
νοικοκυρές είναι υποχρεωμένες να κάνουν μόνες τις δουλειές τους».
(Γιάννης
Καιροφύλλας, Η Αθήνα της Μπελ Επόκ, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 2001, σσ. 38-39).
«…Το σπίτι μας το απέκτησα πριν περάσουν έξι μήνες που εγκατασταθήκαμε μόνιμα με τον γιο μου στην Ελλάδα, το είδες. Βρισκόταν στη λεωφόρο Αμαλίας και θα έπαιρνε αργότερα τον αριθμό 34. Τρία σπίτια το χώριζαν από εκείνο του ήδη φίλου μου Στέφανου Δραγούμη, που κατοικούσε στον αριθμό 26. Από τη μια πλευρά βρισκόμουνα κοντά στα ανάκτορα και το Ζάππειο· σχεδόν απέναντί μου ανάμεσά τους απλωνόταν ο Βασιλικός κήπος, ένας μεγάλος χώρος με πράσινο. Από την άλλη ήταν το άνοιγμα με τον ναό του Ολυμπιείου, η είσοδος στην πρωτεύουσα με την πύλη του Αδριανού και πίσω μου, πολύ κοντά, ήταν η Ακρόπολις των Αθηνών. Ονειρεμένο το σημείο, το ίδιο και το οίκημα. Ήταν κτισμένο σε οικόπεδο 872,60 τετραγωνικών πήχεων, με ανατολική πρόσοψη 18,60 μέτρα στη λεωφόρο. Διώροφη και νεοκλασική, η κατοικία μου είχε ανεγερθεί από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη της, τον Γεώργιο Λεβίδη. Μου κόστισε ακριβά, τριακόσιες χιλιάδες δραχμές, αλλά η κατασκευή της ήταν πολυτελής και το σημείο πραγματικά εξαιρετικό…»
«…Εκείνον
τον καιρό αναπτύχθηκε εξαιρετικά η έννοια του κατασκόπου. Η Ελλάδα ήταν ένας
χώρος πολύ κατάλληλος για τη δραστηριότητά τους. Όπως ψιθυριζόταν μάλιστα, ένας
πολύ γνωστός κατάσκοπος είχε δράσει στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας
αρκετά χρόνια ενωρίτερα. Ήταν ο μπαρμπα-Γιάννης ο κανατάς, ένας περιβόητος και
ιδιόρρυθμος άνθρωπος, ο οποίος έζησε στην Αθήνα την εικοσαετία 1860-1880. Ήταν
πλανόδιος πωλητής κανατιών και κατοικούσε σε ένα δωματιάκι στην Πλάκα, στη
συνοικία Σκαγιάννη, επί της οδού Υπερείδου. Στην αυλή του σπιτιού υπήρχε
στάβλος, όπου άφηνε τον γάιδαρό του. Εκεί τοποθετούσε επίσης, το ένα δίπλα στο
άλλο, τα αιγινίτικα κανάτια όπως και αλλά προϊόντα αγγειοπλαστικής. Κάθε πρωί ο
μπαρμπα-Γιάννης γύριζε στους αθηναϊκούς δρόμους και διαλαλούσε την πραμάτεια
του…»
(Μίτση
Πικραμένου, …πεθαίνουμε εκεί που
αγαπάμε!, Η βιογραφία της Λουϊζας Ριανκούρ (βασισμένη στο ερευνητικό έργο του
Νίκου Νικολαΐδη), εκδόσεις Πικραμένος, Αθήνα 2015, σ. 171)
Μπαίνοντας
από την πόρτα του δρόμου, βρισκόσουν σε μια αυλή με τριανταφυλλιούς τοίχους.
Δεξιά η ξύλινη σκάλα, υπαίθρια και πλαγιασμένη στη μάντρα, ανέβαζε στο χαγιάτι
που κάνει γωνιά αριστερά. Σ΄αυτό έβλεπαν αραδιασμένες οι κάμαρες. Η μάντρα, στο
πεζούλι της, είχε γλάστρες με πολυτρίχια. Η σκάλα, γαρουφαλλίες και πρασινάδες.
Κάτω στο ισόγειο, κάθονταν δυό οικογένειες, ένας εμπορομανάβης με την ερωμένη
του και κάποιος εργολάβος με τη γυναίκα του και τρία μωρά. […]
Τράβηξε
πέρα, παίρνοντας ένα δρομάκι ανηφορικό, παλιό του περίπατο από τον καιρό που, φοιτητής,
περιπλανιότανε τις όμορφες βραδιές με κάποιο φίλο. Ο δρόμος οδηγούσε ψηλά, στο πλευρό
της Ακρόπολης, τρυπώνοντας μες από δύστυχα σπιτάκια. Τα κοίταζε για πολλοστή
φορά, ζερβοδεξά του, να ισορροπούνε πάνω σε βόλους χώμα ετοιμόρροπους,
πολύπλοκα, πολύχρωμα, και να μορφάζουν τον ταπεινό μορφασμό της φτώχιας. […]
Από δω, το τέρμα, μπροστά στα σιδερένια κάγκελα που καθορίζουν τον «ιερό χώρο»,
στεκότανε και, πισωστρέφοντας, αγνάντευε την Αθήνα. Την κοίταζε απλωμένη
ανάερα, απέραντη κι άσπρη, μέσα σε χνώτο χρυσαφί, να τεντώνεται με χάρη
νωχελικής νεαρής εταίρας…»
«...Έξω
από την Αγία Αικατερίνη, στάθηκε μη ξέροντας πια πούθε να πάει. Η εκκλησία
είναι χωμένη ως ενάμιση μέτρο κάτω από την επιφάνεια της πλατείας. Τα παράθυρά
της λάμπανε από τα κεριά. Ο κόσμος, ξεχειλίζοντας στην πόρτα, περίμενε απ’ έξω,
στα πεζοδρόμια και στα σοκάκια. Στάθηκε κι αυτός και τέντωσε το αυτί του,
μηχανικά, ν’ ακούσει την ψαλμωδία».
(Άγγελος
Τερζάκης, Η μενεξεδένια πολιτεία,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1979, σσ. 22, 71, 75)
«Η Πλάκα με τα γραφικά σπιτάκια είναι χτισμένη στα πόδια της Ακρόπολης. Τα τελευταία στην κορυφή του ανήφορου χωρίζονται από τον Ιερό βράχο με ένα στενό χωματόδρομο.
Εκεί
στριφογύριζαν ο Μάνος, ο Τόλης, ο Θαλής κι ο Λευτέρης ένα απόγευμα κι
ερευνούσαν με τα μάτια τα πλευρά του λόφου σα να ζητούσαν να βρουν κάτι. Ο Μάνος άνοιξε πρώτος την κουβέντα:
- Από ‘δω μπορεί να σκαρφαλώσει κανείς και να
φτάσει στον Παρθενώνα.
- Μου φαίνεται δύσκολο, λέει ο Θαλής, εκτός αν είσαι ορειβάτης.
- Η
σημαία δε φαίνεται από ‘δω, παρατήρησε ο Τόλης.
- Είναι
αριστερότερα. Αν περπατήσουμε προς τα κει, μπορεί να τη δούμε. Αλλά σοβαρά το
λες ν’ ανεβείς από ‘δω; Και μάλιστα νύχτα; Θα γκρεμοτσακιστείς.
- Μα
δεν είπα κι εγώ πως θα πάμε περίπατο. Το βλέπω πως είναι δύσκολο.
- Δύσκολο
μoνάχα; Κι οι Γερμανοί; Δεν έχουν φρουρά στη σημαία;
- Δεν ξέρω…
Δε φαντάζομαι να στέκεται σκοπός κάτω από τη σημαία νυχτιάτικα.
- Μα
καλά, δεν την κατεβάζουν το βράδυ τη σημαία;
- Όχι.
- Και
πώς το ξέρεις;
- Την
είδαμε προχτές το σούρουπο με τον Μάνο στο Ζάππειο.
- Για το σκοπό πρέπει να σιγουρευτούμε, λέει ο
Μάνος… Η φρουρά είναι εγκαταστημένη στα Προπύλαια στην από κει πλευρά και πολύ
χαμηλά. Αποκλείεται να μας μυριστούν όταν φτάσουμε στη σημαία. Η απόσταση είναι
μεγάλη...»
(Νίκος
Μάργαρης, Δυο στάλες βροχή και το μεγάλο
ποτάμι, εκδόσεις Φαντασία, Αθήνα 2005, σσ. 29-30)
«Εδώ
στην Πλάκα βρισκόμαστε στην καρδιά της παλιάς Αθήνας. Στην Πλάκα πρωτόκαμαν
ταγκό σαν ήρθε και στην Ελλάδα η μόδα της χαβάγιας, στην Πλάκα έχουνε
στριμωχτεί όσοι θυμούνται αξέχαστα τ’ αμάξια του μακαρίτη του Όθωνα και τα
χαμένα του πλούτια. Εδώ είναι η καλή ρετσίνα, η γλάστρα, ο βασιλικός πού και
πού στα παράθυρα, τ’ανύπαντρα κορίτσια κι οι γάτες. Εδώ είναι που κάθονται
πρώην δικαστικοί, συνταξιούχοι, σχολάρχηδες, χήρες καθηγητών και ζωγράφοι. Εδώ
είναι παλιά εκκλησάκια που μνείσκαν αλειτούργητα επί Τουρκοκρατίας, εδώ είναι
πολλά σπίτια όπου στα ψηλά ράφια τους, καταμεσής στις σκόνες που δεν τις φτάνει
το χέρι σου, φυλάγεται με πείσμα ο δυόσμος, το φλισκούνι, το βότανο γι’
αρρώστια που ο καθείς είναι υποκείμενος, τ’ άνθια της λεμονιάς για την όψη,
έτσι που για το καθετί να μη βγεις να το γυρεύεις, να το ‘χεις πάντα μες στο
σπίτι σου. Μέσα σε τέτοια σπίτια φυλάνε κι οι απόστρατοι αξιωματικοί κάτι
χοντρά σιδερένια παράσημα πέντε διαδοχικών πολέμων».
(Μέλπω
Αξιώτη, «Γιός και πατέρας», Άπαντα,
τευχ. 5 (Σύντροφοι, καλημέρα! Και άλλα
διηγήματα), επιμ. Μάρω Δούκα και Βασίλης Λαμπρόπουλος, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1983,
σσ. 185-186)
«Ωραίες και γραφικές ταβέρνες είχε βέβαια και η Πλάκα. Πολλές απ’ αυτές ήταν
ονομαστές για το καλό τους κρασί. Ερχόταν με τα κάρρα κάθε Σεπτέμβρη ο μούστος
απ’ τα Μεσόγεια και γέμιζε τα βαρέλια, ώστε του Αγίου Δημητρίου, στο τέλος
δηλαδή του Οκτώβρη, η ρετσίνα ήταν έτοιμη».
(Γιάννη
Καιροφύλλα, Η Αθήνα και οι Αθηναίοι, τόμ. 1ος, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1978,
σ. 169)
«Η
ταβέρνα του Βλάχου, πάνω στ’ Αναφιώτικα της Πλάκας, υποδεχόταν τους πελάτες
κάθε βράδυ μια στολισμένη λατέρνα και ο ίδιος ο καταστηματάρχης. Εκεί είχε πάει
ένα βράδυ και η πονεμένη τέως αυτοκράτειρα της Περσίας, Σοράγια όταν έφτασε
στην Αθήνα την περίοδο που γύριζε όλη την υφήλιο για να ξεχάσει τα βάσανά της.
Στην Πλάκα επίσης, ένα παλιό σπίτι στην οδό Αφροδίτης, φιλοξενούσε το «Μαγεμένο
Καράβι», όπου δυο Ελληνορώσοι εκείνη την εποχή τραγουδούσαν κ΄έπαιζαν ακορντεόν
και μπαλαλάϊκα. Επίσης στην οδό Βύρωνος, στου Μακρυγιάννη, υπήρχε μια παλιά
μικρή ταβέρνα με τη γνήσια πλακιώτικη παράδοση. Ήταν η περίφημη «Μουριά» που ο μερακλής
καταστηματάρχης της δεν την είχε μετατρέψει σε «κοσμικό κέντρο, αλλά τη διατηρούσε
έτσι όπως ήταν από παλιά. Η αίθουσα ήταν μικρή χαμηλοτάβανη, με λίγα αλλά
μεγάλα τραπέζια, δίπλα στην κουζίνα έτσι ώστε ο πελάτης να βλέπει στο τηγάνι το
μεζέ του…»
(Γιάννης
Καιροφύλλας, Η Αθήνα στη δεκαετία του ’60, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1997, σ. 212.)
Φωτογραφίες: Αρχείο φωτογραφιών Μαριάνθης Μπέλλα
[1] Το μέρος της γειτονιάς των Αέρηδων
στο κάτω μέρος της βόρειας πλευράς της Ακρόπολης λεγόταν Ριζόκαστρο, ονομασία
που έλαβε επειδή βρίσκεται «στα ριζά του κάστρου» της Αθήνας. Η περιοχή όντως
είχε διαμορφωθεί οχυρωματικά σαν «κάστρο» κατά την βυζαντινή περίοδο. Πριν
πάρει αυτή την ονομασία, η ίδια περιοχή ονομαζόταν «Γερλάδα», γιατί κινούταν
περιμετρικά του βράχου σαν γιρλάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου