Μαριάνθη Μπέλλα
Το πέρασμα από το χθες στο σήμερα
Στις αρχές του 20ού αιώνα η περιοχή της Αγίας
Ζώνης ήταν ήσυχη, απόμερη και αραιοκατοικημένη. Τα λιγοστά σπίτια της, που το
1914 δεν ξεπερνούσαν τα 120, ήταν μονοκατοικίες ή διπλοκατοικίες με κήπους. Μερικά
από αυτά διέθεταν πηγάδια. Την έκταση μεταξύ των σπιτιών κάλυπταν ελεύθερες
εκτάσεις με πεύκα, ελαιόδεντρα, πλατάνια και περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα και
λουλούδια. Οι δρόμοι δεν είχαν επίστρωση, ήταν χωματόδρομοι ιδιαίτερα δύσβατοι,
τον μεν χειμώνα λόγω της λάσπης, το δε καλοκαίρι λόγω της σκόνης. Τα Πατήσια
γνώριζαν κίνηση μόνο μια φορά τον χρόνο, την παραμονή της Πρωτομαγιάς, όταν οι
Αθηναίοι έσπευδαν αρχικά στην πλατεία Ανθεστηρίων (σημερινή Αμερικής) και
αργότερα στην Αλυσίδα (τέρμα Πατησίων) για να «πιάσουν το Μάη» και να
διασκεδάσουν στα εξοχικά κέντρα και τα ζυθοπωλεία.
Κοντά στην περιοχή έρρεε το ρέμα Λεβίδη
(σημερινή Φωκίωνος Νέγρη), που ξεκινούσε από τα Τουρκοβούνια, γινόταν υπόγειο
στην Πατησίων και συνέχιζε οφιοειδώς και πάλι ακάλυπτο κατά μήκος της σημερινής
στοάς Μπροντγουαίη για να καταλήξει στον Κηφισό. Υπήρχε επίσης μια πηγή, η πηγή
του Πλάτανου, στη σημερινή συμβολή των οδών Αγίας Ζώνης και Καλλιφρονά, με
άφθονο νερό που κατέβαινε από το Γαλάτσι. Αυτή ήταν η σημαντικότερη πηγή ύδρευσης της συνοικίας,
γύρω από την οποία μαζεύονταν πολλές γυναίκες, νοικοκυρές αλλά και υπηρέτριες, για
να γεμίσουν τα κανάτια τους με πόσιμο νερό. Μεταπολεμικά η πηγή εγκιβωτίστηκε και το νερό της παροχετεύτηκε στον υπόνομο της οδού
Καλλιφρονά. Στον Πλάτανο έκαναν πιάτσα οι αμαξάδες, τα ταξί της εποχής, και
πολύ κοντά, στη σημερινή γωνία Πατησίων και Καλομοίρη, υπήρχε αποθήκη που
πουλούσε σανό για τα άλογα. Ο Πλάτανος ήταν χώρος ψυχαγωγίας για τους κατοίκους
της περιοχής, καθώς εκεί στηνόταν περιστασιακά πρόχειρο θέατρο και θέατρο Σκιών[1].
Στη συμβολή της Πατησίων με τη Λέσβου υπήρχε τεράστια στέρνα που ανήκε στο κτήμα Σκέντερ, ένα μεγάλο κτήμα γεμάτο πλατάνια, ελαιόδεντρα και οπωροφόρα δέντρα, το οποίο καταλάμβανε ολόκληρο το τετράγωνο μεταξύ των οδών Δροσοπούλου, Λέσβου, Πατησίων και Καλλιφρονά. Στα νότια βρισκόταν ένα άλλο κτήμα, στο κέντρο του οποίου υψωνόταν η τριώροφη έπαυλη της οικογένειας Καλλιφρονά. Στην περιοχή υπήρχαν επίσης οι επαύλεις του Πολυζώη (σημερινό πάρκο Πατησίων και Κύπρου) και του Καλλιγά (σημερινή πλατεία Καλλιγά), των οποίων οι κήποι κάλυπταν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα[2].
Κατά
τον Μεσοπόλεμο η περιοχή ακολούθησε την εξέλιξη της Αθήνας με την αύξηση του
πληθυσμού και τη σταδιακή διόγκωση του φαινομένου της αστικοποίησης. Όταν με
τον Ν. 3741/1929 εισήχθη η έννοια της οριζόντιας ή κατ’ ορόφους ιδιοκτησίας, επετράπη η συνύπαρξη στο
ίδιο οικόπεδο διαφορετικών κατοικιών, στο ίδιο κτίριο, με μια κοινόχρηστη
είσοδο. Η οριζόντια ιδιοκτησία επέτρεψε την ανάπτυξη της διαδικασίας της
αντιπαροχής, η οποία άνθισε κατά τη δεκαετία του 1950 και εντάθηκε από το 1960
και μετά. Η μαζική αύξηση του πληθυσμού μετά το 1950, που οφειλόταν στη
δημογραφική έκρηξη και την εσωτερική μετανάστευση, άλλαξε ριζικά την εικόνα της
περιοχής. Μεγάλος αριθμός προπολεμικών σπιτιών κατεδαφίστηκε και στη θέση τους
υψώθηκαν πολυώροφες πολυκατοικίες. Τα διαμερίσματά τους ήταν μεγάλα, ψηλοτάβανα
και διέθεταν όλες τις ανέσεις ενώ τα ισόγεια χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για
εμπορικές χρήσεις. Οι πολυκατοικίες αρχικά κατοικήθηκαν από μεσοαστικά στρώματα
και από τη δεκαετία του 1970 και μετά και από λαϊκά στρώματα[3].
Από
τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και ενώ η περιοχή ασφυκτιούσε από την πυκνή
δόμηση, την έλλειψη ελεύθερων χώρων, την ατμοσφαιρική ρύπανση και την
υποβάθμιση, τα μεσοαστικά στρώματα, που είχαν εκμεταλλευτεί τις περιουσίες τους
για να πλουτίσουν, άρχισαν να δυσανασχετούν και να μετακομίζουν σε προάστια με
λιγότερα προβλήματα. Τα διαμερίσματα που άφησαν πίσω τους νοικιάστηκαν σε
φτωχότερους κατοίκους ή ξένους μετανάστες μετά το 1990. Με την οικονομική κρίση
των τελευταίων ετών, η φτώχεια και τα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα συνέβαλαν
στην περαιτέρω ποιοτική υποβάθμιση της ζωής των κατοίκων. Ωστόσο, παρατηρήθηκε
και μια νέα τάση μετακίνησης από τα προάστια προς τις κεντρικές συνοικίες της
πόλης, τα Πατήσια και την Κυψέλη.
Η
περιοχή της Αγίας Ζώνης σήμερα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα όπως η έλλειψη
χώρων πράσινου και στάθμευσης, η πλημμελής φροντίδα καθαριότητας των δημόσιων
χώρων, η συσσώρευση οχλουσών χρήσεων αναψυχής, η συνεχιζόμενη υποβάθμιση. Παρ’ όλα
αυτά, σε αρκετά σημεία της έχουν διατηρηθεί προπολεμικά κτίρια διάφορων
αρχιτεκτονικών ρυθμών, που αξίζει να αναπαλαιωθούν και να αξιοποιηθούν
στεγάζοντας χώρους πολιτισμού. Ο πεζόδρομος της Αγίας Ζώνης, που κατασκευάστηκε
το 1989, διατηρεί αρετές παλιάς αθηναϊκής γειτονιάς με τα καταπράσινα παρτέρια,
τα ψηλά πλατάνια, τα καφενεία και τα μικροκαταστήματα του (παντοπωλεία,
φούρνοι, ψιλικατζίδικα, βιβλιοπωλεία), τα οποία όμως, λόγω της οικονομικής κρίσης
φθίνουν όλο και περισσότερο. Όταν ο καιρός είναι καλός, τα απογεύματα ο
πεζόδρομος γεμίζει με παιδιά που παίζουν και ενήλικες που ξεκουράζονται στα παγκάκια, συζητώντας ή
προσέχοντας τα παιδιά τους. Είναι σημαντικό οι
προαναφερθείσες αρετές της περιοχής να προστατευθούν και να διασωθούν στο
μέλλον.
Ιστορικά σημεία και μνημεία
Η Στέρνα
Γάσπαρη
Βρισκόταν στην περιοχή γύρω από τις σημερινές
οδούς Καλλιφρονά και Αγίας Ζώνης. Στο σημείο αυτό τον 19ο αιώνα υπήρχε στέρνα
για τη συγκέντρωση του νερού της πηγής που βρισκόταν εκεί. Με το νερό αυτό ποτιζόταν
το περιβόλι του Αθηναίου γιατρού και προξένου της Γαλλίας Δημητρίου Γάσπαρη,
κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Η οικογένεια Γάσπαρη είχε καταγωγή από την
Κορσική και θεωρούνταν μια από τις σημαντικότερες της Αθήνας. Το σπίτι του
Γάσπαρη στην Αθήνα βρισκόταν στην οδό Αδριανού, ενώ το εξοχικό του ήταν στα
Πατήσια, κοντά στην έπαυλη Μάλκολμ, που σήμερα στεγάζει το Άσυλο Ανιάτων. Ο
Δημήτριος Γάσπαρης, τον οποίο οι
Αθηναίοι ονόμαζαν Κόνσολα Φραντσέζο, είχε παραχωρήσει, κατά την περίοδο της
σιτοδείας και της πανώλης του 1789 την εξοχική του έπαυλη για την περίθαλψη των
ασθενών, στους οποίους προσέφερε και ο ίδιος ιατρική βοήθεια.
Η ονομασία «Στέρνα Γάσπαρη» οφείλεται σε
τρεις στέρνες, που βρίσκονταν έξω από το κτήμα Γάσπαρη και από αυτές οι
κάτοικοι των Πατησίων προμηθεύονταν πόσιμο νερό. Μέσα στο κτήμα υπήρχε άλλη μια
μεγάλη στέρνα, της οποίας το νερό χρησιμοποιούνταν για πότισμα. Στην περιοχή αυτή είχε κατασκηνώσει ο
Κιουταχής κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης (1826-1827)[4].
Λέγεται μάλιστα ότι είχε εγκατασταθεί την οικία Γάσπαρη, όπου είχε κτίσει έναν
ψηλό πύργο ως πολεμικό παρατηρητήριο. Μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, όπως
αναφέρει ο Δ. Σουρμελής, οι κάτοικοι της Αθήνας επέστρεψαν στα σπίτια τους και
βρήκαν την πόλη ερειπωμένη και «τα λαμπρά Πατήσια και Σωπόλια κατεστραμμένα,
άμορφα, γυμνά και εις θέαν αξιολύπητον». Ο Γάσπαρης μόλις επέστρεψε στην
κατοικία του, γκρέμισε τον τούρκικο πύργο. Αργότερα, όταν ο Καποδίστριας ήρθε
στην Αθήνα (1832) επισκέφτηκε την Ακρόπολη και στη συνέχεια αναπαύτηκε στην
έπαυλη του Γάσπαρη.
Το κτήμα του Γάσπαρη έμεινε στην ιστορία και
για έναν άλλο λόγο: εκεί καλλιεργήθηκαν για πρώτη φορά το 1818 οι σχεδόν
άγνωστες στην Αθήνα ντομάτες. Κατά μια άλλη εκδοχή, το 1825 φυτεύτηκαν και οι πρώτες
πατάτες, με σπόρους που έδωσαν στον Γάσπαρη οι Καπουκίνοι του Μνημείου του
Λυσικράτους[5].
Η
έπαυλη του ναυάρχου Μάλκολμ
Η έπαυλη κτίστηκε το 1831 από τον Βρετανό
ναύαρχο Πότνεϋ Μάλκολμ, αντικαταστάτη του Κοδριγκτώνος στη διοίκηση της αγγλικής
ναυτικής μοίρας της Μεσογείου. Τα σχέδιά της εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες
Σταμάτιος Κλεάνθης και Έντουαρντ Σάουμπερτ.
Στον Μάλκολμ άρεσε το κλίμα και τα τοπία της
Αθήνας. Γι'αυτό αγόρασε μεγάλο κτήμα δέκα στρεμμάτων από Τούρκους γαιοκτήμονες
κοντά στο «χωριό Πατήσια, μισή ώρα μακριά από την πόλη». Στην έκταση αυτή αποφάσισε
να κτίσει την έπαυλή του, πάνω σε ύψωμα για να μπορεί να επιβλέπει άνετα τον αγγλικό
στόλο, που ήταν αραγμένος στο Φάληρο. Η περιοχή
ήταν τότε ερημική και η ανασφάλεια μεγάλη. Έτσι, οι εργάτες που δούλευαν για την
κατασκευή της έπαυλης και οι αρχιτέκτονες που επέβλεπαν τις οικοδομικές
εργασίες πήγαιναν οπλισμένοι λόγω του φόβου των ληστών. Τα οικοδομικά υλικά μεταφέρονταν
με δύο δίτροχα κάρα, πρωτοφανή μεταφορικά μέσα για την εποχή εκείνη, τα οποία ο
Μάλκολμ είχε φέρει από την Μάλτα. Για το κτίσιμο της έπαυλης ξόδεψε ένα
τεράστιο για την εποχή ποσό (3.000 λίρες), θέλοντας με την ενέργεια αυτή να
εκφράσει τα φιλελληνικά του αισθήματα, αλλά και την αισιοδοξία του για το
μέλλον της Ελλάδας.
Ο Μάλκολμ έμεινε στην
έπαυλη μέχρι το 1842. Στη συνέχεια αυτή κατοικήθηκε από επιφανείς ενοίκους, όπως από τον
Ρώσο πρέσβη στην Αθήνα Αλέξανδρο Οζερώφ, τον Γάλλο πρέσβη Τεομπάλντ Πισκατορύ, τη
Δούκισσα της Πλακεντίας Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρέν και τον πολιτικό και ιστορικό της Επανάστασης
Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ο γιός του τελευταίου, ο πολιτικός και πρωθυπουργός Χαρίλαος
Τρικούπης, την πούλησε στον Συριανό λογοτέχνη και φιλότεχνο Δημήτριο
Ροδοκανάκη.
Το 1902 η έπαυλη νοικιάστηκε
και στέγασε το Άσυλο Ανιάτων, το οποίο είχε δημιουργηθεί από τον Σύλλογο Κυριών
"Η Καλή προαίρεσις" και μέχρι τότε στεγαζόταν σε ανεπαρκές κτίριο. Το
καταστατικό και ο εσωτερικός κανονισμός του Ασύλου επικυρώθηκαν τον Ιούνιο του
1893 με βασιλικό διάταγμα και όριζαν ότι στο Άσυλο θα γινόταν δεκτός «πας
ασθενής πάσχων εξ ανιάτου νόσου, εντελώς άπορος και πάσης εθνικότητος πλην των
φρενοβλαβών, των πασχόντων εκ μεταδοτικών νοσημάτων, των φυματιόντων και των
νηπίων». Στο διοικητικό συμβούλιο συμμετείχαν πολλές Αθηναίες γνωστές για τη
φιλανθρωπική τους δράση. Πρόεδρος ήταν η Ναταλία Σούτσου, ταμίας η Ζωή
Βαλτινού, γραμματέας η Μπέση Μάσσωνος και σύμβουλοι η Καλλιρρόη Παρρέν,
αρχισυντάκτρια της «Εφημερίδος των Κυριών», η Μαρία Α. Πάλλη, η Ελένη Μητσάκη,
η Ερμιόνη Ιορδανοπούλου και πολλές άλλες[6].
Το 1905 η έπαυλη αγοράστηκε
με χρήματα φιλάνθρωπων και έγινε ιδιοκτησία του Ασύλου. Με την πάροδο του
χρόνου, το κτίριο υπέστη προσθήκες και αλλοιώσεις και σήμερα στεγάζει τις
διοικητικές υπηρεσίες του Ασύλου. Καθώς οι αιτήσεις των ασθενών αυξάνονταν, ανοικοδομήθηκαν
στο βάθος του κήπου δύο μεγάλες πτέρυγες που σταδιακά επεκτάθηκαν και έτσι
δόθηκε η δυνατότητα για περισσότερα κρεβάτια. Σήμερα το Άσυλο Ανιάτων είναι
φιλανθρωπικό σωματείο ιδιωτικού δικαίου, διοικείται από 15μελές συμβούλιο και
οι πόροι του προέρχονται από μισθώματα και πωλήσεις ακινήτων, δωρεές και
κληρονομιές φιλάνθρωπων. Στο Άσυλο απασχολούνται 110 εργαζόμενοι και
φιλοξενούνται περίπου 180 ασθενείς. Διανύει τον
δεύτερο αιώνα της κοινωνικής προσφοράς του στους χρονίως πάσχοντες, για την
οποία άλλωστε έχει βραβευτεί πολλές φορές από τον πολιτεία[7].
Στα δυτικά της
έπαυλης Μάλκολμ (σημερινή συμβολή της Νάξου με την Καλλιφρονά) προπολεμικά
υπήρχε βουστάσιο, οι ιδιοκτήτες του οποίου μοίραζαν γάλα στα σπίτια της
περιοχής. Σήμερα, στο ίδιο σημείο αναπτύσσεται ο κήπος του Ασύλου με συντριβάνι
και πανύψηλα Τζακαράντα, που με τα μωβ φίνα άνθη τους σηματοδοτούν κάθε χρόνο
τον ερχομό της άνοιξης.
Το παρεκκλήσι του
Αγίου Νικολάου της οδού Νάξου
Κτίστηκε το 1868 από τον Άγγελο Παναγιωταρά
και λέγεται ότι σε αυτό κατέφευγαν τα κλεμμένα ζευγάρια της εποχής για να
παντρευτούν. Μέχρι πρότινος ανήκε στο Άσυλο Ανιάτων.
Το
παρεκκλήσι της Αγίας Ζώνης
Ο πρεσβευτής της Ρωσίας στην Αθήνα Αλέξανδρος
Οζερώφ κατοικούσε στην έπαυλη Μαλκολμ, που βρισκόταν σε μια βουνοπλαγιά γεμάτη
πεύκα, θυμάρι, μυρτιές και σχοίνα. Ένα πρωινό που ο πρέσβης βγήκε για ιππασία
με τη σύζυγό του Όλγα, λίγα μέτρα μετά την έπαυλη, το άλογό του σκόνταψε σε κάτι
βράχια. Τότε ο πρέσβης κατέβηκε από το άλογο για να δει τι συμβαίνει και βρήκε
έναν «τοίχο-βράχο», πάνω στον οποίο ήταν ζωγραφισμένη η εικόνα της
βρεφοκρατούσας Παναγίας, που έφερε ζώνη με δύο Αγγέλους.
Στο σημείο αυτό, το ζεύγος Οζερώφ έκτισε το 1843 ένα μικρό ναό, στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο, την Αγία Ζώνη. Η τοιχογραφία, πιθανώς του 17ου αιώνα, τοποθετήθηκε στη νότια πλευρά του μικρού ναού. Τρία χρόνια αργότερα, το 1846, το ζευγάρι ανακαίνισε το ναό και έφερε από τη Ρωσία όλο τον εξοπλισμό του. Ο ναός λειτούργησε για πρώτη φορά το 1877, όταν η περιοχή ήταν ακόμα αραιοκατοικημένη και αριθμούσε περίπου σαράντα σπίτια. Με την πάροδο του χρόνου, η περιοχή χτιζόταν όλο και περισσότερο και ο αριθμός των ενοριτών αυξανόταν διαρκώς. Τότε, με δαπάνες των κατοίκων, ο μικρός ναός επεκτάθηκε με την προσθήκη μιας μικρής ξύλινης κατασκευής. Αργότερα ανακατασκευάστηκε σε βυζαντινό ύφος και εντάχτηκε στο προαύλιο του μεγάλου ναού της Αγίας Ζώνης. Στα 1979 ολόκληρος ο ναός ιστορήθηκε από τον Διονύσιο Ανδραβιδιώτη σε βυζαντινότροπο ύφος.
Στο σημείο αυτό, το ζεύγος Οζερώφ έκτισε το 1843 ένα μικρό ναό, στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο, την Αγία Ζώνη. Η τοιχογραφία, πιθανώς του 17ου αιώνα, τοποθετήθηκε στη νότια πλευρά του μικρού ναού. Τρία χρόνια αργότερα, το 1846, το ζευγάρι ανακαίνισε το ναό και έφερε από τη Ρωσία όλο τον εξοπλισμό του. Ο ναός λειτούργησε για πρώτη φορά το 1877, όταν η περιοχή ήταν ακόμα αραιοκατοικημένη και αριθμούσε περίπου σαράντα σπίτια. Με την πάροδο του χρόνου, η περιοχή χτιζόταν όλο και περισσότερο και ο αριθμός των ενοριτών αυξανόταν διαρκώς. Τότε, με δαπάνες των κατοίκων, ο μικρός ναός επεκτάθηκε με την προσθήκη μιας μικρής ξύλινης κατασκευής. Αργότερα ανακατασκευάστηκε σε βυζαντινό ύφος και εντάχτηκε στο προαύλιο του μεγάλου ναού της Αγίας Ζώνης. Στα 1979 ολόκληρος ο ναός ιστορήθηκε από τον Διονύσιο Ανδραβιδιώτη σε βυζαντινότροπο ύφος.
Ο
Ιερός Ναός Αγίας Ζώνης
Στο μεγάλο οικόπεδο που αναπτύσσεται
δυτικά του μικρού ναού, θεμελιώθηκε το 1921, χάρη στις προσπάθειες του ιερέα του
Χαράλαμπου Γιαβή και των κατοίκων της περιοχής, ο μεγάλος ναός της Αγίας Ζώνης.
Η θεμελίωσή του έγινε παρουσία του διαδόχου του ελληνικού θρόνου και μετέπειτα
βασιλιά Γεωργίου Β΄, ο οποίος τοποθέτησε μια χρυσή λίρα στην θεμέλιο πλάκα[8].
Ο ναός ολοκληρώθηκε το 1927, αλλά αργότερα προστέθηκε σε αυτόν εξωνάρθηκας από
τον αρχιτέκτονα Γ. Νομικό. Ο ρυθμός του είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος με
τρούλο και ο εσωτερικός διάκοσμός του οφείλεται στον διακεκριμένο αγιογράφο
Στέφανο Ασμάνη, ο οποίος ξεκίνησε το έργο το 1938 και το τελείωσε το 1950. Ο
ναός διαθέτει ένα από τα ωραιότερα τέμπλα, σκαλισμένο σε λευκό και πράσινο
μάρμαρο από τους Τηνιακούς καλλιτέχνες αδελφούς Λυρίτη. Με τον άνετο εσωτερικό
και εξωτερικό του χώρο και τον πλούσιο διάκοσμό του αποτελεί ένα χαρακτηριστικό
δείγμα αθηναϊκού ναού του 20ού αιώνα.
Στον περίβολο του ναού συναντάμε το μνημείο των αγωνιστών της Επανάστασης του
1821. Πρόκειται για τον τάφο των Ελλήνων που πολέμησαν εναντίον των Τούρκων στην
περιοχή Γαλατσίου. Τα οστά τους περισυνέλεξε ο φιλέλληνας πρέσβης της Ρωσίας
Οζερώφ και ενταφίασε σχεδόν δίπλα στον
μικρό ναό της Αγίας Ζώνης, που όπως αναφέραμε έκτισε το 1843. Πάνω στην μαρμάρινη
πλάκα του τάφου έχει χαραχτεί η επιγραφή: «Ἀλέξανδρος Ὀζερώφ, πρέσβης Ρωσίας
1843, συλλέξας ἀπέθετο ὀστᾶ Ἑλλήνων ἡρώων μαχητῶν 1821-1829 πεσόντων εἰς μάχας ἐν Γαλατσίῳ Ἀττικῆς ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος».
Η οδός
Ι. Δροσοπούλου
Στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ένας
στενός χωματόδρομος, πλάτους τριών μέτρων, που άρχιζε από την οδό Μαυρομματαίων,
διακοπτόταν στο ρέμα της Φωκίωνος Νέγρη και κατόπιν συνεχιζόταν μέχρι την
Πάρνηθα, γι’ αυτό ονομαζόταν οδός Πάρνηθος[9].
Πήρε το όνομά της από τον Ιωάννη Δροσόπουλο, διαπρεπή οικονομολόγο, οικονομικό
σύμβουλο του Ελευθερίου Βενιζέλου και διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος.
Στη συμβολή των οδών Δροσοπούλου και
Λέλας Καραγιάννη 37 (πρώην Λήμνου) υψώνεται
διατηρητέο μεσοπολεμικό κτίριο που κατασκευάστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα
Μιχάλη Λυκούδη και κατοικήθηκε μέχρι
το 1960 από την Κεφαλλονίτισσα Μαρία
Μεταξάτου. Η ιδιοκτήτρια το κληροδότησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών, για να χρησιμοποιηθεί
για τη στέγαση άπορων φοιτητών από τα νησιά του Ιονίου, κυρίως από την Κεφαλονιά,
με τον όρο να μείνει αναπαλλοτρίωτο. Το αρχικό σχέδιο ήταν το κτίριο να γίνει
φοιτητική εστία. Ωστόσο, από το 1968 και μετά, ουδείς προχώρησε στην υλοποίηση
του. Το κτίριο παρέμεινε εγκαταλελειμμένο
μέχρι το 1988, που μια ομάδα φοιτητών αποφάσισε να το καταλάβει και να
το κατοικήσει. Η κατάληψη αυτή θεωρείται η μακροβιότερη κατάληψη κτιρίου στην
Αθήνα.
Στο πολεοδομικό μέτωπο της Δροσοπούλου, από την Κύπρου μέχρι την Λέσβου, συναντάμε αντιπροσωπευτικά δείγματα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου, τα περισσότερα από τα οποία κατοικούνται και διατηρούνται σε αρκετά καλή κατάσταση. Σε ένα από αυτά έζησε ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός Τάσος Αθανασιάδης, τα μυθιστορήματα του οποίου δίνουν μια συνθετική εικόνα της ελληνικής αστικής κοινωνίας στα τρία τέταρτα περίπου του 20ού αιώνα. Λίγο παρακάτω βρισκόταν η κοσμική ταβέρνα «Ψάθα», στην οποία σύχναζαν γνωστοί κοσμικοί και πολιτικοί. Η αίθουσά της έχει απαθανατιστεί σε πολλές ελληνικές ταινίες, κυρίως της δεκαετίας του 1950[10]. Σήμερα έχει κατεδαφιστεί και στους χώρους της έχει κατασκευαστεί πολυώροφη πολυκατοικία και υπαίθριος χώρος στάθμευσης.
Λίγο παρακάτω στη συμβολή των οδών
Δροσοπούλου και Καλλιφρονά (τότε λεγόταν Καρπάθου) οικοδομήθηκε το 1924 το
μέγαρο Δρακούλη, το οποίο αργότερα, πέρασε στην ιδιοκτησία των οικογενειών
Παϊτατζή-Ανδρίτσου και Καραμιτζάνη. Σε αυτό έζησε η ηθοποιός Άννα Παϊτατζή, η
πρώτη τηλεοπτική «Μαντάμ Σουσού», που έγινε ευρύτερα γνωστή με τη συμμετοχή της
στην τηλεοπτική σειρά «Λούνα Παρκ», τη δεκαετία του 1970. «Έφυγε» από κοντά μας
το 2009 σε ηλικία 87 ετών.
Η
οδός Πόρου
Πρόκειται για ένα στενό και ήσυχο
δρόμο ανάμεσα στην Δροσοπούλου και τη Νάξου, που δίνει την αίσθηση της παλιάς
γειτονιάς. Πάνω στο δρόμο έχουν διασωθεί αρκετά μονώροφα και διώροφα σπίτια με
επίπεδη στέγη και απλοποιημένη αρχιτεκτονική της περιόδου 1930-1955. Είναι όλα
κτισμένα σε μικρά οικόπεδα και διαθέτουν αυλή ή κήπο με δέντρα και λουλούδια. Στη
γωνία με την οδό Λέσβου συναντάμε ένα ερειπωμένο σπίτι, που έχει σχεδόν καταρρεύσει.
Οικοδομήθηκε το 1912 από τον εργολάβο Π. Κωνσταντίνου, με όλα τα στοιχεία ενός
ώριμου και όψιμου νεοκλασικισμού στην κλίμακα της αθηναϊκής συνοικίας. Στο
σπίτι αυτό κατοικούσε για πολλά χρόνια η οικογένεια Μοσχωνά. Αν και
χαρακτηρίστηκε διατηρητέο εγκαταλείφτηκε από τους ιδιοκτήτες του και τώρα
ρημάζει μισογκρεμισμένο και ζωσμένο με συρματόπλεγμα που υπενθυμίζει την
επικινδυνότητα του.
Διαφορετική εικόνα συναντάμε στην
απέναντι γωνία της Πόρου με τη Λέσβου, όπου λειτουργεί από το 2011 ο πολυχώρος
πολιτισμού «Διέλευσις», που οργανώνει διαλέξεις, παρουσιάσεις βιβλίων,
θεατρικές παραστάσεις και εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας.
Η
πλατεία του Πλάτανου
Βρίσκεται στη συμβολή των οδών Καλλιφρονά και
Αγίας Ζώνης, στα βόρεια του Ασύλου Ανιάτων. Πήρε το όνομά της από τον πανύψηλο
πλάτανο ηλικίας 250 ετών, που βρίσκεται στη μία άκρη της, περιτειχισμένος στη βάση του. Ο πλάτανος αυτός θεωρείται
προστατευόμενο είδος και ανήκει στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου. Παλιά στη
θέση της πλατείας βρισκόταν ένα κτήμα που έφερε την ονομασία «Πλάτανος» από τον
ίδιο αιωνόβιο πλάτανο, στις ρίζες του οποίου υπήρχε η πηγή που προαναφέραμε.
Στην πλατεία βρίσκεται ένα παλιό καφενείο του
1938 (σήμερα λειτουργεί ως εστιατόριο), στο οποίο γυρίστηκε μια σκηνή από την
ταινία «Η θεία από το Σικάγο» (1957), με τον Ορέστη Μακρή να συζητά με τους
φίλους του πώς θα καταφέρει να παντρέψει τις τέσσερις κόρες του. Πάνω στην
πλατεία λειτουργούσε επίσης για πολλά χρόνια η ταβέρνα του Σβίγκου, που λέγεται
ότι πήρε το όνομά της από τους σβίγκους, τα παραδοσιακά γλυκίσματα
που μοιάζουν με λουκουμάδες, τα οποία πρόσφερε
το κατάστημα.
Η πλατεία αποτελεί μια όαση πράσινου με τις
μουριές που δίνουν πλούσια σκιά, τα καφενεία και τα εστιατόρια, στα οποία
συχνάζουν πολλοί Κυψελιώτες. Όμως, παρά την ιστορία της και τη μοναδικότητά της
παραμένει αναξιοποίητη.
Η πλατεία ΠΕΑΝ
Βρίσκεται στη συμβολή των οδών Κελαινούς και
Θάσου και είναι αφιερωμένη στη μνήμη των μελών της αντιστασιακής οργάνωσης «Πανελλήνιος
Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων» (ΠΕΑΝ) που έδρασε κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Η ΠΕΑΝ ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1941 από τον
απόστρατο αξιωματικό της αεροπορίας Κώστα Περρίκο, είχε κεντρώο πολιτικό προσανατολισμό και τα μέλη της προέρχονταν
από το «Εθνικό Ενωτικό Κόμμα» του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Όργανό της οργάνωσης ήταν η εφημερίδα Δόξα, μέσα από τις στήλες της οποίας η οργάνωση προέτρεπε τους Έλληνες
να αντισταθούν στους κατακτητές με κάθε μέσο και καλούσε σε ενότητα όλες τις
αντιστασιακές οργανώσεις.
Μία από τις κορυφαίες
αντιστασιακές ενέργειες της οργάνωσης ήταν η ανατίναξη των γραφείων της
ναζιστικής «Εθνικής Σοσιαλιστικής Πατριωτικής Οργάνωσης» (ΕΣΠΟ) που βρίσκονταν
στη γωνία των οδών Πατησίων 8 και Γλάδστωνος. Κύριο έργο της ΕΣΠΟ ήταν η
στρατολόγηση Ελλήνων για να συγκροτήσουν την «Ελληνική Λεγεώνα» που θα
πολεμούσε με τη Βέρμαχτ στο ανατολικό μέτωπο, καθώς και η διοργάνωση αποστολών Ελλήνων εργατών σε εργοστάσια της Γερμανίας. Ο
Περρίκος ήθελε να σταματήσει τη δράση της ΕΣΠΟ και γι’αυτό σχεδίασε την
ανατίναξη των γραφείων της. Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στις 20
Σεπτεμβρίου 1942. Από την έκρηξη που συγκλόνισε το
κέντρο της Αθήνας, σκοτώθηκε ο αρχηγός της ΕΣΠΟ Σπύρος Στεροδήμος και πολλοί
Γερμανοί στρατιώτες. Λίγο αργότερα η ΕΣΠΟ διαλύθηκε και έτσι η Ελλάδα ήταν η
μοναδική ευρωπαϊκή κατεχόμενη χώρα, η οποία δεν συμμετείχε στις επιχειρήσεις
της Βέρμαχτ. Η προδοσία ενός μέλους μιας άλλης αντιστασιακής οργάνωσης οδήγησε
στη σύλληψη της ηγετικής ομάδας της ΠΕΑΝ, τα περισσότερα μέλη της οποίας
εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς.
Στο κέντρο της πλατείας ΠΕΑΝ είχε στηθεί η ορειχάλκινη προτομή του Αθανάσιου Σκούρα, στελέχους της οργάνωσης που κατοικούσε στην περιοχή και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στις 7 Ιανουαρίου 1943. Δυστυχώς το 2012 η προτομή εκλάπη από αγνώστους.
Γύρω από την πλατεία ΠΕΑΝ έχουν διασωθεί εξαιρετικά κτίρια, που
αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου. Στη
συμβολή των οδών Κελαινούς και Θάσου οικοδομήθηκε το 1930 η διώροφη κατοικία με
το ατελιέ του ζωγράφου Επαμεινώνδα Θωμόπουλου (1878-1976), που διετέλεσε
καθηγητής και διευθυντής της ΑΣΚΤ και ακαδημαϊκός.
Βιβλιογραφία
Αδάμ, Μ., Ιστορίες
από τη γειτονιά μου και … λίγο παραπέρα. Κυψέλη 1919-1959, Ζαχαράκης 2012.
Βασενχόβεν Μ., «Η γενεαλογία της Κυψέλης»,
ένθετο περιοδικό Επτά Ημέρες, Η Καθημερινή,
23/2/2003, σσ. 4-7.
Βενιέρης, Ν., «Η έπαυλη του ναυάχου Μάλκολμ»,
ένθετο περιοδικό Επτά Ημέρες, Η Καθημερινή,
23/2/2003, σσ. 14-15.
Βουγιούκα Μ. και Μεγαρίδης Β., Οδωνυμικά, Η σημασία των ονομάτων των οδών
της Αθήνας, τόμ. Α΄, Δήμος Αθηναίων, Πολιτιστικός Οργανισμός 1997.
Γιοχάλας Θ., και Καφετζάκη Τ., Αθήνα, Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία, Εστία
20144.
Καιροφύλας, Γ., Η Αθήνα και οι Αθηναίες, Φιλιππότης 1982.
Καιροφύλλας, Κ. Γ., Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των
περιχώρων, Φιλιππότης 1995.
Μακρυγιάννης, Ι., Απομνημονεύματα, Αθήνα 1964.
Σαμαρά-Γκαίτλιχ, Ν., Ιχνογραφία Πατησίων (Τα Πατήσια κάποτε…), Αθήνα
1993.
Σουρμελής, Δ., Ιστορία των Αθηνών, Αθήναι 1853.
Δικτυογραφία
http://www.kathimerini.gr/821141/article/epikairothta/perivallon/mia-koyneloxwra-3efytrwse-sthn-kardia-ths-a8hnas. Τελευταία πρόσβαση 19/05/2016.
http://www.kathimerini.gr/847434/article/politismos/polh/kykloi-zwhs-kai-8anatoy-sthn-odo-poroy.
Τελευταία πρόσβαση 20/05/2016.
http://www.lifo.gr/articles/greece_articles/83726.
Τελευταία πρόσβαση 22/05/2016.
[2] Ό.π.,
[3] Βασενχόβεν Μ., «Η γενεαλογία της
Κυψέλης», ένθετο περιοδικό Επτά Ημέρες, Η
Καθημερινή, 23/2/2016, σ. 7.
[4] «Ο Κιτάγιας ήρθε με μεγάλη δύναμη
ανθρώπων με καβαλαρία, με κανόνια μ’όλα τ’αναγκαία. Έπιασε τα Πατήσια».
Μακρυγιάννη, Ι., Απομνημονεύματα, Αθήνα
1964.
[5] Σαμαρά-Γκαίτλιχ, Ν., Ιχνογραφία Πατησίων (Τα Πατήσια κάποτε…), Αθήνα
1993, σ. 44.
[6] Καιροφύλας, Γ., Η Αθήνα και οι Αθηναίες, Φιλιππότης 1982, σσ. 139-140.
[7] Βενιέρης, Ν., «Η
έπαυλη του ναυάχου Μάλκολμ», ένθετο περιοδικό Επτά Ημέρες, Η Καθημερινή, 23/2/2003, σ. 15.
[9] Το όνομα αυτό φέρει σήμερα μια οδός
στη Νέα Κυψέλη, που συνεχίζεται και στο Γαλάτσι. Βουγιούκα Μ. και Μεγαρίδης Β., Οδωνυμικά, Η σημασία των ονομάτων των οδών
της Αθήνας, τόμ. Α΄, Δήμος Αθηναίων, Πολιτιστικός Οργανισμός 1997, σ. 346.
[10] Αδάμ, Μ., Ιστορίες από τη γειτονιά μου και … λίγο παραπέρα. Κυψέλη
1919-1959, Ζαχαράκης 2012, σ. 104.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου