Μαριάνθη Μπέλλα
Εκπαιδευτικός Δ.Ε.
Το καλοκαίρι του 1913
η οικογένεια του Δημήτρη Γληνού παραθέρισε στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας κοντά στην
οικογένεια του Αλέξανδρου Δελμούζου. Οι δύο άνδρες ήταν δυναμικά μέλη του
Εκπαιδευτικού Ομίλου, του σωματείου που ιδρύθηκε το 1910 με σκοπό την ίδρυση
πρότυπου δημοτικού σχολείου στην Αθήνα, στο οποίο θα εφαρμόζονταν νέες
διδακτικές μέθοδοι και θα διδασκόταν η δημοτική γλώσσα. Απώτερη βλέψη ήταν η
σταδιακή αναμόρφωση της ελληνικής εκπαίδευσης.
Οι δημοτικιστές
διανοούμενοι ασκούσαν έντονη κριτική στον ανεδαφικό κλασικισμό και την άγονη
μίμηση των αρχαίων προτύπων που επικρατούσε σε όλες τις βαθμίδες της
εκπαίδευσης. Με τη δράση τους προσπαθούσαν να κινητοποιήσουν τον πνευματικό και
εκπαιδευτικό κόσμο και να πείσουν τους κυβερνώντες για την ανάγκη να γίνουν
ριζικές αλλαγές στην εκπαίδευση, από τις οποίες εξαρτιόταν η πρόοδος του
έθνους. Πρόβαλαν το αίτημα η παιδεία να θεμελιωθεί πάνω «στο γνήσιο νεοελληνικό κόσμο, δηλαδή στη ζωντανή γλώσσα, λαϊκή
παράδοση (δημοτικά τραγούδια, παραμύθια, θρύλοι, παροιμίες, νεοελληνικά ήθη και
έθιμα, ποικίλοι τρόποι ζωής, φανερώματα τέχνης) και τη δημιουργική λογοτεχνία»
και να εμπλουτιστεί με «κάθε πραγματική,
ηθική και πνευματική κατάχτηση του σημερινού πολιτισμού»[1].
Υιοθετούσαν τις παιδαγωγικές αρχές της Νέας Αγωγής και του Σχολείου Εργασίας
που στηρίζονταν στο σεβασμό της προσωπικότητας και της ατομικότητας του μαθητή,
την ανάπτυξη της αυτενέργειας και της πρωτοβουλίας του και τη βιωματική μάθηση.
Θεωρούσαν ότι το σχολείο έπρεπε να έχει ένα διπλό στόχο: την καλλιέργεια
κοινωνικών αρετών για τη δημιουργία ενεργών και χρήσιμων πολιτών και την
προετοιμασία των μαθητών για την ένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία με την
παροχή χρήσιμων για τη ζωή γνώσεων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1910 οι
συνθήκες έδειχναν ευοίωνες και οι δημοτικιστές προσδοκούσαν από την κυβέρνηση
Βενιζέλου να ενσωματώσει στα εκσυγχρονιστικά της σχέδια και τη
γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση που οραματίζονταν.
Το 1911 ο Δημήτρης Γληνός
επέστρεψε από τη Γερμανία, όπου έκανε μεταπτυχιακές σπουδές (στην Ιένα και τη
Λειψία), και εργαζόταν στο Αρσάκειο ως καθηγητής παιδαγωγικών και στο 6ο
δημόσιο σχολείο της Πλάκας ως ελληνοδιδάσκαλος. Παράλληλα, είχε
δραστηριοποιηθεί στον Εκπαιδευτικό Όμιλο και ιδιαίτερα στην έκδοση του Δελτίου του Εκπαιδευτικού Ομίλου[2]
γράφοντας μελέτες για εκπαιδευτικά
και κοινωνικά θέματα. Μετά την επικράτηση του βενιζελισμού, θεωρούσε πως μπορούσε
να παρέμβει «από τα μέσα» για την πραγματοποίηση της εκπαιδευτικής
μεταρρύθμισης, την οποία έβλεπε πάντα σε συνάρτηση με την αναμόρφωση της
ελληνικής κοινωνίας. Συνεργαζόταν στενά με τον γλωσσολόγο Μανόλη Τριανταφυλλίδη
και τον παιδαγωγό Αλέξανδρο Δελμούζο, με τους οποίους θα δρούσε στο μέλλον από
διοικητικές θέσεις για την επίλυση του γλωσσικού ζητήματος και την αναμόρφωση
της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες.
Ο Αλέξανδρος
Δελμούζος, μετά τις μεταπτυχιακές του σπουδές τη Γερμανία, έγινε το 1908 διευθυντής
στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Βόλου, όπου εγκαινίασε μια νέα παιδαγωγική άμεσα δεμένη
με τις αρχές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Το Παρθεναγωγείο είχε όργανο
διδασκαλίας τη δημοτική γλώσσα και αντικείμενο τον νεοελληνικό πολιτισμό. Οι
καινοτομίες που εισήγαγε ο Δελμούζος και η παρέκκλισή του από τα καθιερωμένα
προκάλεσαν μια σειρά διαμαρτυριών και αντιδράσεων στην κοινωνία του Βόλου που
οδήγησαν στην απότομη διακοπή της λειτουργίας του σχολείου τον Μάρτιο του 1911.
Ο Δελμούζος μαζί με καθηγητές του σχολείου και μέλη του Εργατικού κέντρου του Βόλου
(η σύνδεση Παρθεναγωγείου και Εργατικού Κέντρου ήταν αναγνωρισμένη) δικάστηκε
για παραβάσεις κατά της επίσημης θρησκείας, της γλώσσας και της δημόσιας τάξης
και αθωώθηκε από το Εφετείο του Ναυπλίου το 1914. Μετά το κλείσιμο του σχολείου
το 1911, ο Δελμούζος αφιερώθηκε στην πραγματοποίηση των σκοπών του
Εκπαιδευτικού Ομίλου και άρχισε να δημοσιεύει στο Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου άρθρα σχετικά με την παιδαγωγική
που εφάρμοσε στο Παρθεναγωγείο του Βόλου.
Ο Γληνός και ο
Δελμούζος, παρά την απογοήτευσή τους από το κλείσιμο του σχολείου του Βόλου και
την ψήφιση του άρθρου 107 για την καθιέρωση της καθαρεύουσας ως επίσημης
γλώσσας του κράτους, απάντησαν στην πρόσκληση του υπουργείου Παιδείας να εκθέσουν
τις απόψεις τους για το εκπαιδευτικό σύστημα και να υποβάλλουν προτάσεις για
τον εκσυγχρονισμό του. Ο Γληνός το καλοκαίρι του 1912 έγραψε στο Κόρθι της
Άνδρου, όπου παραθέριζε με την οικογένειά του, ένα αναλυτικό υπόμνημα με τις
τεκμηριωμένες θέσεις του Εκπαιδευτικού Ομίλου για την μεταρρύθμιση των
προγραμμάτων των Δημοτικών σχολείων, των Ανώτερων Παρθεναγωγείων και των Διδασκαλείων
θηλέων. Το υπόμνημα ήταν προϊόν συλλογικής εργασίας, καθώς ο Γληνός επεξεργάστηκε
το σκέλος για τα Δημοτικά σχολεία και τα Διδασκαλεία θηλέων και ο Δελμούζος
αυτό για τα Παρθεναγωγεία, μετά από την πολύτιμη εμπειρία του στο σχολείο του
Βόλου.
Ο υπουργός παιδείας Ιωάννης
Τσιριμώκος συνεργάστηκε στενά με τον Δημήτρη Γληνό και τον Σεπτέμβριο του 1912
τον διόρισε διευθυντή του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαιδεύσεως[3],
στο οποίο μετεκπαιδεύονταν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές στα νέα παιδαγωγικά
συστήματα. Τον επόμενο χρόνο, το 1913, ο Τσιριμώκος του ανάθεσε τη σύνταξη της εισηγητικής
έκθεσης και του κειμένου των νομοσχεδίων για την πρώτη εκπαιδευτική
μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Βενιζέλου.
Ο Γληνός ήταν
παντρεμένος από το 1908 με την Άννα Χρόνη, κόρη του γιατρού Δημήτριου Χρόνη από
τη Σμύρνη, που τον είχε βοηθήσει οικονομικά στις σπουδές του. Τον Αύγουστο του
1909 αναχώρησε με τη σύζυγο του για την Iένα της Γερμανίας, όπου έμεινε μέχρι
το 1911. Με την Άννα απέκτησε τρία παιδιά τη Λιλή, τη Νίνα και τον Ανδρέα που
γεννήθηκε το 1918. Η Νίνα γεννήθηκε στις αρχές του 1913 και δεν έζησε πολύ.
Λίγο μετά τη γέννησή της ο Γληνός, με την ιδιότητα του καθηγητή παιδαγωγικών
στο Αρσάκειο Διδασκαλείο, επισκέφτηκε τα παραρτήματά του στην Πάτρα και την
Κέρκυρα για τις εξετάσεις του τέλους του διδακτικού έτους. Στη διάρκεια της
απουσίας του από την Αθήνα, η μικρή Νίνα αρρώστησε από γαστρεντερίτιδα και μέσα
σε έξι μέρες έσβησε. Ο Γληνός δεν την πρόλαβε ζωντανή. Επέστρεψε στο σπίτι του λίγο
μετά την ταφή της. Η γυναίκα του Άννα αντιμετώπισε μόνη της το μαρτύριο της αρρώστιας
και του θανάτου της μικρής της κόρης και ήταν σοκαρισμένη και εξουθενωμένη.
Ζήτησε από τον άντρα της να φύγουν το καλοκαίρι από την Αθήνα για να ηρεμήσουν
και να ξεκουραστούν. Ενώ κάθε χρόνο παραθέριζαν στον τόπο καταγωγής του Γληνού,
τον Γιαλό του Κορθιού Άνδρου, αυτή τη φορά αποφάσισαν να αλλάξουν τόπο διακοπών.
Ο Γληνός απευθύνθηκε στον φίλο και συνεργάτη του Αλέξανδρο Δελμούζο, ο οποίος
παραθέριζε στο Ξυλόκαστρο με την οικογένειά του, τη γυναίκα του Φροσύνη
Μαλικοπούλου και τους δύο γιούς του Παναγή και Άλκη (το 1922 απέκτησαν και
τρίτο παιδί, τη Μαρία Ελένη) και του ζήτησε να ψάξει να του βρει ένα μικρό
σπίτι για δύο μήνες. Πηγαίνοντας για την Πάτρα είχε περάσει από το Ξυλόκαστρο
και του άρεσε πολύ. Είναι φανερή η ανάγκη του Γληνού και της γυναίκας του να παραθερίσουν
κοντά σε καλούς φίλους, που θα τους συντρόφευαν, θα τους παρηγορούσαν και θα
απάλυναν τον πόνο τους για τον χαμό της κόρης τους. Έτσι, εκείνο το καλοκαίρι
οι οικογένειες των δύο αγωνιστών της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης πέρασαν μαζί
τις διακοπές τους στο Ξυλόκαστρο, όπου ο Γληνός έγραψε την εισηγητική έκθεση
και τα νομοσχέδια, που έμειναν στην Ιστορία της Εκπαίδευσης ως «Νομοσχέδια του
1913».
Τα νομοσχέδια αυτά, που υποβλήθηκαν στη Βουλή από τον υπουργό παιδείας Τσιριμώκο το 1913, έθεσαν τις βάσεις της αστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και προώθησαν την καθαρά αστική αντίληψη της προσαρμογής του σχολείου στις ανάγκες της οικονομικής ανάπτυξης. Το πιο νέο και σημαντικό στοιχείο που εισήγαγαν ήταν η δημιουργία δεύτερου σχολικού δικτύου, δηλαδή της τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης. Με τη νέα σχολική δομή που πρότειναν οι κατώτερες βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος δεν θα υπηρετούσαν αποκλειστικά τις ανώτερες, αλλά θα προετοίμαζαν τους μαθητές για την ένταξή τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου. Συγκεκριμένα, μετά από το εξαετές ενιαίο, ομοιόμορφο και κοινό για όλους δημοτικό σχολείο, προέβλεπαν τριετές «Αστικόν σχολείον», ένα είδος τεχνικού σχολείου που θα απευθυνόταν στη μεσαία τάξη και θα έδινε μεγαλύτερη έμφαση στα «πραγματικά» (πρακτικά-τεχνικά) και τα φυσιογνωστικά μαθήματα, ενώ η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών θα γινόταν από μεταφράσεις. Το εξαετές γυμνάσιο θα απευθυνόταν στην ανώτερη τάξη και θα προετοίμαζε για πανεπιστημιακές σπουδές. Σε ό,τι αφορά τη γλώσσα διδασκαλίας, δεν προτάθηκε η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στο δημοτικό σχολείο.
Τα νομοσχέδια αυτά, που υποβλήθηκαν στη Βουλή από τον υπουργό παιδείας Τσιριμώκο το 1913, έθεσαν τις βάσεις της αστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και προώθησαν την καθαρά αστική αντίληψη της προσαρμογής του σχολείου στις ανάγκες της οικονομικής ανάπτυξης. Το πιο νέο και σημαντικό στοιχείο που εισήγαγαν ήταν η δημιουργία δεύτερου σχολικού δικτύου, δηλαδή της τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης. Με τη νέα σχολική δομή που πρότειναν οι κατώτερες βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος δεν θα υπηρετούσαν αποκλειστικά τις ανώτερες, αλλά θα προετοίμαζαν τους μαθητές για την ένταξή τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου. Συγκεκριμένα, μετά από το εξαετές ενιαίο, ομοιόμορφο και κοινό για όλους δημοτικό σχολείο, προέβλεπαν τριετές «Αστικόν σχολείον», ένα είδος τεχνικού σχολείου που θα απευθυνόταν στη μεσαία τάξη και θα έδινε μεγαλύτερη έμφαση στα «πραγματικά» (πρακτικά-τεχνικά) και τα φυσιογνωστικά μαθήματα, ενώ η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών θα γινόταν από μεταφράσεις. Το εξαετές γυμνάσιο θα απευθυνόταν στην ανώτερη τάξη και θα προετοίμαζε για πανεπιστημιακές σπουδές. Σε ό,τι αφορά τη γλώσσα διδασκαλίας, δεν προτάθηκε η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στο δημοτικό σχολείο.
Οι αντιδράσεις των
συντηρητικών κύκλων αλλά και η μη σθεναρή υποστήριξη των νομοσχεδίων από τη
μεριά της κυβέρνησης Βενιζέλου οδήγησαν στην καταψήφιση των νομοσχεδίων. Οι αντιδράσεις
προέρχονταν κυρίως από δύο πόλους: από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών και από τον Ελληνικό Διδασκαλικό Σύλλογο. Η Φιλοσοφική σχολή
αντιτασσόταν στη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από μεταφράσεις και σε
υπόμνημά της τόνιζε: «Δια των νομοσχεδίων
καταφέρεται πλήγμα δεινόν κατά της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
και της ανθρωπιστικής καθόλου εκπαιδεύσεως […] τα αρχαία ελληνικά δεν έχουσιν
αξίαν μόνον ένεκα της ανθρωπιστικής μορφώσεως ήν παρέχουσιν, αλλά και διότι
αποτελούσι ζων στοιχείον του παρόντος ημών βίου και πολιτισμού […] άνευ διδασκαλίας
των αρχαίων ελληνικών κινδυνεύει να υποσκαφή αυτή η κρηπίς της εθνικής και
θρησκευτικής του ελληνικού λαού διαπαιδαγωγήσεως»[4].
Πολύ αργότερα, ο
Γληνός στο βιβλίο του Ένας άταφος νεκρός
(1925) θα κάνει τον οδυνηρό απολογισμό αυτής της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας,
επισημαίνοντας: «Το εκπαιδευτικό μας
σύστημα, ο νεκρός αυτός που την αγιάτρευτη και θανατηφόρα αρρώστια του πολλοί
διαγνώσανε από το 1880, έμεινε και πάλι άταφος. Κι όμως οι Έλληνες στα 1909
είχαν αποφασίσει και ορκιστεί να θάψουν όλους τους νεκρούς τους».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γάτος,
Γ., Το μέγα πάθος του εκπαιδευτικού
δημοτικισμού. 41 γράμματα του Γληνού στο Δελμούζο, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
2003.
Γληνός,
Δ., Εκλεκτές σελίδες, τόμ. Α΄- Β΄-
Γ΄, Στοχαστής, Αθήνα 19712.
Δημαράς,
Α., Εκπαιδευτικός Όμιλος. Κατάλογος μελών
1910-1927. Σύνθεση-Περιγραφή-Εκτιμήσεις, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού
Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1994.
Δημαράς,
Α., Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε
(Τεκμήρια ιστορίας), τόμ. Α΄ - Β΄, Εστία, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
19992.
Δημαράς,
Α., «Η εκπαίδευση 1909-1922. Μεγάλα εκσυγχρονιστικά σχέδια και αντιδράσεις»,
στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού
1770-2000, τόμ. 6ος, Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 163-178.
Ζούζουλα, Ε., & Θεριανός Κ.,
«Δημήτρης Γληνός. Ο αγωνιστής δάσκαλος, ο ριζοσπάστης παιδαγωγός», Aντιτετράδια της Εκπαίδευσης, Αφιέρωμα στον Δημήτρη Γληνό, τχ. 60-61.
Κάτσικας,
Χ., & Θεριανός, Κ., Ιστορία της
Νεοελληνικής Εκπαίδευσης. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι το 2007,
Σαββάλας, Αθήνα 20072.
Μπουζάκης,
Σ., Νεοελληνική Εκπαίδευση (1821-1999),
Gutenberg, Αθήνα 20034.
ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ
[1] Α. Δημαράς, Εκπαιδευτικός Όμιλος. Κατάλογος μελών 1910-1927.
Σύνθεση-Περιγραφή-Εκτιμήσεις, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και
Γενικής Παιδείας, Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1994, σ. 16.
[2] Κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1910
και ήταν το επίσημο όργανο του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Προωθούσε τις αρχές του
εκπαιδευτικού δημοτικισμού και δημοσίευε μελέτες και άρθρα πάνω σε
εκπαιδευτικά, γλωσσικά και παιδαγωγικά θέματα, με τη γλωσσική εποπτεία του
Μανόλη Τριανταφυλλίδη.
[3] Μετά την αποχώρηση του ως τότε
διευθυντή Ν. Εξαρχόπουλου και τον διορισμό του στη Φιλοσοφική Σχολή.
[4] Α. Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε (Τεκμήρια
ιστορίας), Εστία, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 19992, σ.
99.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου