Μαριάνθη Μπέλλα
Πόσοι τον ξέρουν από τους πιο διαβασμένους και
πληροφορημένους σε ζητήματα νεοελληνικής λογοτεχνίας; Πόσοι από τους σημερινούς
ποιητές έχουν διαβάσει στίχους του; Για τους πολλούς είναι άγνωστος, ελάχιστοι είναι
αυτοί που τον ξέρουν από ένα ή δύο ποιήματά του, που έτυχε να διαβάσουν σε
ανθολογίες. Η ποίηση ήταν η κύρια ασχολία του, αλλά εργάστηκε σαν καθηγητής
γαλλικής σε σχολεία του Ναυπλίου και της Αθήνας και δημοσίευσε πολλές
μεταφράσεις έργων της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, καθώς και μελέτες πολιτικού και
ιστορικού περιεχομένου.
Γεννημένος στη Σμύρνη το 1824 εγκαταστάθηκε σε μικρή ηλικία
στη Σύρο. Φοίτησε στο γυμνάσιο της Ερμούπολης
όπου έμαθε ξένες γλώσσες, την γαλλική, την οποία αργότερα δίδαξε, και την
αγγλική. Στα γράμματα πρωτοπαρουσιάστηκε όταν ήταν ακόμα έφηβος με τη συλλογή Λύρα (1839), της οποίας τα ποιήματα, αν
και πρωτόλεια, μαρτυρούσαν μια κάποια τρυφερότητα
και ευαισθησία και προανήγγειλαν τον μελλοντικό ποιητή. Ένα χρόνο αργότερα στη
συλλογή Μούσα θηλάζουσα (1840) εμφανίστηκε
ένας ποιητής με έκδηλα τα χαρίσματα αλλά και τα μειονεκτήματα της εποχής του.
Μιας εποχής όπου μεσουρανούσε η ρομαντική Αθηναϊκή Σχολή (1830-1880) με βασικά
χαρακτηριστικά τη νοσταλγία για τα περασμένα, τη μελαγχολική διάθεση, το
πατριωτικό αίσθημα και την καθαρεύουσα γλώσσα. Η λογοτεχνία του νεοσύστατου
ελληνικού κράτους έπρεπε να προσεγγίσει το αρχαιοελληνικό γλωσσικό μεγαλείο. Ωστόσο,
η καθαρεύουσα υποχρέωνε τους ποιητές να χρησιμοποιούν αντιποιητικές λέξεις και
εκφράσεις και εξεζητημένες ομοιοκαταληξίες. Η γενιά του ελληνικού ρομαντισμού
ήταν μια γενιά δοκιμασμένη από την ιστορία, πικραμένη από τις αποτυχίες που
ακολούθησαν τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, απογοητευμένη από την διάψευση ελπίδων
και προσδοκιών. Οι ποιητές ζούσαν σε μια κοινωνία που όλο και λιγότερο τους
είχε ανάγκη, πάλευαν, κατατρίβονταν, δοκίμαζαν πικρίες και απογοητεύσεις. Η
πένθιμη στάση που χαρακτήριζε τον ρομαντισμό είχε ανταπόκριση στη ζωή των
περισσότερων εκπροσώπων του, καθώς άλλοι αυτοκτονούσαν και άλλοι μαράζωναν από θλίψη
και πέθαιναν νέοι. Σε όσους επιζούσαν, πολύ συχνά φτώχαινε και σταδιακά χανόταν
η ποιητική έμπνευση, που ήταν ρομαντικά δεμένη με τα νιάτα τους. Το ρομαντικό
κίνημα ήρθε από την Ευρώπη και επικράτησε στην Ελλάδα για μισό περίπου αιώνα
γιατί βρήκε ανταπόκριση σε βασικές πλευρές του ελληνικού χαρακτήρα: τα έντονα
αισθήματα, την απαισιόδοξη διάθεση, την ερωτική μελαγχολία, την αγάπη για την
πατρίδα και τη θρησκευτική πίστη. Στις δύο πρώτες του συλλογές ο Καρασούτσας
χωρίς να πρωτοτυπεί απηχούσε
τους σύγχρονους ρομαντικούς ποιητές (Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή και Αλέξανδρο και
Παναγιώτη Σούτσο), διέθετε όμως και διακριτές ελπιδοφόρες ποιητικές αρετές,
όπως η στρωτή και αρμονική γλώσσα, τα καθαρά νοήματα, οι τρυφεροί
και λιτοί τόνοι, οι όχι πολύ εξεζητημένες ομοιοκαταληξίες (Δημαράς, 20009:
389-390, 393-394. Παράσχος, 1931: 1242-1243).
Η ποιητική ιδιοσυγκρασία του εκδηλώθηκε περισσότερο στη
συλλογή Εωθιναί μελωδίαι (1846), στην
οποία περιλαμβάνονται μερικά από τα καλύτερα ποιήματα του, όπως η Νοσταλγία. Στο ποίημα αυτό εμφανίζονταν
τα βασικά γνωρίσματα της ποίησης της εικοσαετίας 1850-1870 (περίοδος ακμής της ρομαντικής
Αθηναϊκής Σχολής): η αρχαιολατρία, η πατριδολατρία και ο ρητορισμός. Συγκεκριμένα,
η επίσημη αρχαϊστική καθαρεύουσα, οι αρχαιογνωστικές αναφορές και το περίτεχνο
στροφικό σχήμα του ποιήματος συνδυάζονται με την πικρή νοσταλγία του ποιητή για
τη σκλαβωμένη πατρίδα του, την Ιωνία. Τόσο η γλώσσα όσο και οι διπλοί πεντασύλλαβοι
θυμίζουν την ποίηση του Ανδρέα Κάλβου (Βαρελάς και Γαραντούδης, 2008: 134-135,
147-148. Γιαλουράκης, χ.χ.: 269-270).
Τις
την ψυχήν μου θα ημερώση;
Τις
εις τον πόθον μου θέλει δώσει
πτερά Ζεφύρου;
Τις
εις τους τόπους θε να με φέρη
όπου ο
Μέλης στιλπνός μαρμαίρει
ως πλαξ αργύρου;
Εκεί γλυκείαι
πνέουσιν αύραι,
Και
εις το κύμα δονούνται μαύραι
σκιαί πλατάνων·
εκεί
ευώδης θάλλει μυρσίνη,
Και
είναι όλα τέρψις, γαλήνη,
πλην των τυράννων.
Ούτοι
την φρίκην παντού ενσπείρουν
και
τας ωραίας φύσεως φθείρουν
την αρμονίαν·
ούτοι
μαραίνουν τα κάλλιστ’ άνθη,
και η
πνοή των κατελυμάνθη
την Ιωνίαν.
Στη συνέχεια δημοσίευσε και άλλες ποιητικές συλλογές που τον
έκαναν γνωστό σε στενό κύκλο λογίων. Έλαβε μέρος τρεις φορές σε ποιητικούς
διαγωνισμούς (1855, 1859, 1867), αλλά δεν βραβεύτηκε ποτέ[2]. Στον πρώτο διαγωνισμό μάλιστα
(Ράλλειος ποιητικός διαγωνισμός του 1855) αν και η κριτική επιτροπή αποφάνθηκε
ότι «πανταχού είναι εύγλωττος, πολλαχού παθητικός και πολλαχού υψηλός» δεν τον
βράβευσε (Moullas, 1989: 229-230, 233-237, 331-333).
Στις ποιητικές απογοητεύσεις του Καρασούτσα προστέθηκαν και οι
οικονομικές δυσκολίες. Το 1850 διορίστηκε καθηγητής γαλλικής στο Ναύπλιο και
δύο χρόνια αργότερα μετατέθηκε στην Αθήνα. Στην προσπάθειά του να βελτιώσει τα
οικονομικά του έγραψε σχολικά εγχειρίδια «εις χρήσιν των γυμνασίων και σχολείων
της Ελλάδος», όπως την Γραμματική της
γαλλικής γλώσσης (1852), την Χρηστομάθεια
γαλλική (1855), η οποία περιείχε συλλογή λογοτεχνικών έργων Γάλλων
συγγραφέων με επεξηγηματικές σημειώσεις, καθώς και το Λεξικόν των συνωνύμων της Γαλλικής Γλώσσης (1865). Η άριστη γνώση
της γαλλικής του επέτρεψε να γράψει στίχους στη γαλλική γλώσσα, μεταξύ των
οποίων την Απόκρισιν προς τον ποιητήν
Λαμαρτίνον με αφορμή την Ιστορία της
Τουρκίας, στην οποία ο Λαμαρτίνος εκδήλωνε απροκάλυπτα τα φιλοτουρκικά του
αισθήματα. Επίσης, έκανε μεταφράσεις διαφόρων έργων, όπως της Παναγίας των Παρισίων του Βίκτορος Ουγκώ
(1867), της Λίμνης του Λαμαρτίνου και ενός αποσπάσματος από την τραγωδία Εσθήρ του Ρακίνα, την οποία απέδωσε με
θαυμαστό τρόπο. Γνώριζε όμως άριστα και την αγγλική γλώσσα, από την οποία
μετάφρασε το δίτομο μυθιστόρημα της Αμερικανίδας Χάριετ Μπίτσερ Στόου Η καλύβη του Θωμά ή ο βίος των Μαύρων εν
Αμερική, για το οποίο έγραφε, στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης (1860) ότι «είν’
εξ’ εκείνων άτινα γεννώνται κατά την πάλην και έξαψιν των μεγάλων κοινωνικών
παθών και συμφερόντων». Ο Καρασούτσας διέθετε όλες τις αρετές του πνευματικού
ανθρώπου: παιδεία, διανοητική ανησυχία, εκφραστική άνεση, πηγαία ευαισθησία, ειλικρίνεια
και συνείδηση ευθύνης. Ήταν φιλελεύθερο πνεύμα, εχθρός των τυράννων και πολέμιος
της κοινωνικής αδικίας και στα γραπτά του είναι έντονη η προσπάθεια υποστήριξης
και διάδοσης των δημοκρατικών και ανθρωπιστικών ιδεωδών που κυριαρχούσαν την
εποχή εκείνη στην Ευρώπη. Μια ενδιαφέρουσα πλευρά των ποιημάτων του είναι ο
τρόπος με τον οποίο χαιρετίζει τα επαναστατικά γεγονότα της Ευρώπης και ιδιαίτερα
τις επαναστάσεις του 1848 (Παναγιωτόπουλος, 1973: 184-189. Σολομωνίδης, 1954:
363-404).
Το ποιητικό του έργο ολοκληρώθηκε με τις συλλογές Ποιητικόν απάνθισμα (1849), Η
Βάρβιτος (1860), που αποτελεί το ωριμότερο
και πληρέστερο έργο του, και Κλεονίκη και
έτερα ποιήματα (1868), με πρόλογο εμπνευσμένο από την κρητική επανάσταση. Το
καινούργιο που έφερε στην ποίηση ο Καρασούτσας είναι μια γνήσια λυρική διάθεση,
που όμοιά της συναντάμε σε λίγα ποιήματα της καθαρεύουσας, καθώς και μια πραγματική ευαισθησία μπροστά
στον φυσικό κόσμο, ευαισθησία ειδυλλιακή, όχι ρομαντική. Δεν προβάλει
καταστάσεις ατομικές, αλλά θέλγεται από τα χρώματα, το φως, τις μυρωδιές, την
ομορφιά των τοπίων. Πρώτη φορά ως τότε, έβγαιναν από καθαρευουσιάνο ποιητή τόσο
θερμοί και τρυφεροί τόνοι, τόσο φυσικά και αβίαστα με μια μορφή συγκρατημένη
και απέριττη (Δημαράς, 20009: 394, Παράσχος, 1931: 1246).
Ήλθες
Μάρτιε, ήλθες λοιπόν
κ’ επρασίνισαν
πάλιν οι κάμποι,
και το
βλέμμα του Έαρος λάμπει,
λάμπ’ εις
όλην την γην χαρωπόν.
Ήλθες,
Μάρτιε, κ’ ήλθαν μαζί
αύραι,
ρόδα, φωναί αηδόνος,
κ’η
ταφείσα εις πλάκα χιόνος
φύσις
θάλλει εκ νέου και ζη.
Της
Ελλάδος γλυκέ ουρανέ,
ποταμοί
και βουνά και κοιλάδες,
λίμναι
λείαι, τερπναί πρασινάδες,
και
Ζεφύρων πνοαί σιγαναί[3].
Την προσφορά του συμπληρώνουν διάφορες μελέτες πολιτικού και
ιστορικού περιεχομένου, καθώς και το ανέκδοτο πρωτότυπο σύγγραμμα Σύστημα ετυμολογικόν ή περί φύσεως ονομάτων. Τόσο στο
ποιητικό του έργο όσο και στις μεταφράσεις και τις μελέτες του ο Καρασούτσας
χρησιμοποίησε γλώσσα αρχαΐζουσα, η οποία όμως δεν είναι απωθητική στον
αναγνώστη, αντίθετα γίνεται
γοητευτική με το γοργό ρυθμό και τη πλαστικότητά της, ενώ οι στίχοι
και οι έντεχνες στροφές του δημιουργούν μια συνθετότερη αρμονία. Μοναδική
εξαίρεση, σε ό,τι αφορά την γλώσσα, αποτελεί το «ποίημα εις γλώσσαν δημώδη» Φθινόπωρον από τη συλλογή H Bάρβιτος (1860). Οι δύο στροφές, η πρώτη και η τρίτη,
έχουν μια υποβλητικότητα στη λιτότητά τους που κάνει εντύπωση για την εποχή που
γράφτηκαν (Πολίτης, 19895: 176-177. Παράσχος, 1931:
1245).
Το
βουρκωμένο σύννεφο
τον
ουρανό μαυρίζει.
Ψιλή
ψιλή αρχίνησε
βροχή
να ψιχαλίζη·
είναι
η φύσις που θρηνεί.
Τα
δάκρυά της είν’αυτά
όπου
πυκνοσταλάζουν,
τα
σύννεφα οπού βογγούν
και
βαρειαναστενάζουν
είν’η
θλιμμένη της φωνή.
…………………………
Να!
Βράχηκε και το ξερό
της
ερημιάς ποτάμι.
Ακούς
τι κρότο το νερό
μες
στα χαλίκια κάμει;
Βλέπεις
τον άσπρο τον αφρό;
Σταις
λυγαριαίς ανάμεσα
ήταν
πουλιά κρυμμένα·
τον
κρότο καθώς άκουσαν
εφύγαν
τρομαγμένα
μ’ένα
τους πέταγμα αλαφρό…
Ο Καρασούτσας απολύθηκε από τη θέση του καθηγητή της γαλλικής,
άγνωστο πότε και για ποιο λόγο. Ωστόσο, ο ίδιος, στην Ωδή εις την δεκάτη Οκτωβρίου 1862, καταφερόταν κατά της κυβέρνησης
του βασιλιά Όθωνα γιατί τον είχε παύσει από τη δημόσια υπηρεσία (Παράσχος,
1931: 1240). Μη έχοντας άλλους πόρους ούτε περιουσία βρέθηκε σε μεγάλη ένδεια. Από
το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των πολιτικών συντάξεων του είχε αναγνωριστεί μηνιαία
σύνταξη 65 δραχμών, η οποία αναλογούσε στο ¼ των αποδοχών που λάμβανε ως
ενεργός υπάλληλος και ήταν ανεπαρκέστατη να τον συντηρήσει. Τότε, έκανε νέα
αίτηση στο Ελεγκτικό Συνέδριο, στην οποία επισύναψε βεβαιώσεις γιατρών που
πιστοποιούσαν ότι έπασχε από χρόνια ημικρανία με αϋπνίες λόγω της απασχόλησης
στην υπηρεσία. Η αίτηση απορρίφθηκε γιατί «εστερείτο της προσηκούσης
αποδεικτικής ισχύος». Οι πολλαπλές στερήσεις, η συνείδηση της αποτυχίας, η
μοναξιά και η θλίψη δεν άργησαν να τον οδηγήσουν στην τραγική απόφαση. Στις 20
Μαρτίου 1873, «σε μια στιγμή τραγικής αλλοφροσύνης», ο Καρασούτσας αυτοκτόνησε.
Η αυτοκτονία του δεν είχε ομοιότητα με την μεταγενέστερη του ποιητή Καρυωτάκη
και πέρασε σχεδόν απαρατήρητη στο κοινό, καθώς ο Καρασούτσας ήταν ποιητής προσωπικός
και κάπως απομονωμένος. Την επομένη της κηδείας του, μια αθηναϊκή εφημερίδα ανήγγειλε
τον θάνατό του με την έκφραση: «Απεβίωσε και Καρασούτσας τις». Ωστόσο,
δεκατρείς μήνες μετά τον θάνατό του, ο Άγγελος Βλάχος ανέβηκε στο επίσημο βήμα
του Παρνασσού και μίλησε για τη ζωή και το έργο του με αληθινό θαυμασμό και
βαθιά συμπόνια επισημαίνοντας ότι: «Είχεν αληθές το αίσθημα και την φράσιν
εγκρατή, είχε το νόημα διαυγές και την μορφήν αρχαιοπρεπή και γνησίως ελληνικήν
[…] Ουδέποτε ετοιχοκόλλησεν εν πηχυαίοις γράμμασι τα αληθή άλγη και τας βαρείας
οδύνας της καρδίας αυτού, ούτε προσεπάθησε να αργυροποιήση την δυστυχίαν του…»
(Πετρόχειλος, 1959: 5. Παράσχος, 1931: 1238-1239).
Η ποίηση του κινδύνευε να λησμονηθεί όταν την ανέσυραν από
την αφάνεια οι γνωστοί μελετητές Μιχαήλ Αργυρόπουλος, Νικόλαος Βέης και Κλέων
Παράσχος. Ο σύγχρονος μελετητής θα ανακαλύψει σε αυτή ένα θερμό λυρικό τόνο,
μια λεπτή αισθαντικότητα, μια εγκράτεια στη μορφή, χαρακτηριστικά που κάνουν τον
Καρασούτσα να ξεχωρίζει από τους άλλους καθαρολόγους ποιητές της γενιάς του και
να διατηρεί ακόμα και σήμερα μια κάποια γοητεία. Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη «Ο
Καρασούτσας ίσως είναι η πιο συμπαθητική φωνή της ποίησης στην καθαρεύουσα».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΑΡΕΛΑΣ,
Λ. και ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ, Ε. (2008), «Η πρώτη Αθηναϊκή Σχολή. Ρομαντική ποίηση και
πεζογραφία (1830-1880)», στο Λ. Βαρελάς κ.ά., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος-20ός αιώνας), Πάτρα, ΕΑΠ, σ.
127-156.
ΓΙΑΛΟΥΡΑΚΗΣ,
Μ. (χ.χ.), «Καρασούτσας Ιωάννης», Μεγάλη
Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τόμ. 8ος, Αθήνα, Χάρη Πάτση, σ.
269-271.
ΔΗΜΑΡΑΣ,
Κ.Θ. (20009), Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Αθήνα, Γνώση.
ΚΑΡΑΣΟΥΤΣΑΣ,
Ι. (1846), Εωθηναί μελωδίαι, Αθήναι.
ΚΑΡΑΣΟΥΤΣΑΣ,
Ι. (1860), Η Βάρβιτος ήτοι Συλλογή των λυρικών αυτού ποιημάτων,
Αθήναι, τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά.
ΜOULLAS, P. (1989), Les concours poétiques de l’Université d’Athènes 1851-1877, Athènes,
Archives historiques de la jeunesse grecque, Secrétariat général à la jeunesse.
ΝΕΑ ΔΟΜΗ (χ.χ.), λ. «Ιωάννης
Καρασούτσας», τόμ. 13ος, Αθήνα, σ. 80-81.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ,
Ι.Μ. (1973), «Καρασούτσας τις», Νέα Εστία,
αρ. 1115 (Χριστούγεννα 1973), Αθήναι, σ. 184-189.
ΠΑΡΑΣΧΟΣ,
ΚΛ. (1931), «Ένας παραγνωρισμένος ποιητής: Ιωάννης Καρασούτσας (1824-1873)», Νέα Εστία, αρ. 119-120, (1η-15
Δεκεμβρίου), Αθήναι, σ. 1238-1248.
ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΣ,
Μ.Κ. (1959), «Ιω. Καρασούτσας», Η Βραδυνή
(1η Ιουλίου), σ. 5.
ΠΟΛΙΤΗΣ,
Λ. (19895), Ιστορία της
νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
ΣΟΛΩΜΟΝΙΔΗΣ,
Χ. (1954), Το θέατρο της Σμύρνης, Αθήνα.
[1] Νέα Δομή (χ.χ.), λ. «Ιωάννης
Καρασούτσας», τόμ. 13ος, Αθήνα, σ. 80.
[2] Την περίοδο ακμής της ρομαντικής
Αθηναϊκής Σχολής σηματοδοτούν οι δύο κύριοι ποιητικοί διαγωνισμοί, ο Ράλλειος
(1851-1860) και ο Βουτσιναίος (1862-1877), τα ονόματα των οποίων οφείλονται σε
δύο πλούσιους έμπορους που ανέλαβαν τον ρόλο του αγωνοθέτη, τον Αμβρόσιο Σ.
Ράλλη και τον Ιωάννη Βουτσινά. Οι διαγωνισμοί αποσκοπούσαν στην καλλιέργεια της ποίησης και της ελληνικής
γλώσσας, συγκεκριμένα της αρχαΐζουσας. Αποτέλεσαν σημαντικούς θεσμούς της
ελληνικής πνευματικής ζωής και επηρέασαν τη διαμόρφωση όχι μόνο της ποίησης αλλά
και της κριτικής (Βαρελάς και Γαργαντούδης, 2008: 133-135).
[3] Απόσπασμα από το ποίημα Γέρων αοιδός ψάλλων το έαρ από την
συλλογή Εωθηναί Μελωδίαι (1846).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου