Μαριάνθη Μπέλλα
Το πολιτικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο
Η ανακήρυξη της Δημοκρατίας με το δημοψήφισμα του 1924 εξέφρασε την
απαίτηση του ελληνικού λαού για ριζικές αλλαγές. Ωστόσο, το νέο πολίτευμα ήταν
ευάλωτο και για μεγάλο διάστημα επικράτησε κυβερνητική αστάθεια. Μια σειρά
κινημάτων, που τα υποκινούσαν φιλόδοξοι στρατιωτικοί, ανέκοψαν την ανανεωτική
προσπάθεια του 1924, μέχρι την ψήφιση συντάγματος το 1927. Στις εκλογές του
1928 νίκησε το κόμμα των Φιλελευθέρων, με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο,
εξασφαλίζοντας σταθερή διακυβέρνηση μέχρι το 1932. Κύριοι άξονες του προγράμματος
της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων ήταν η οικονομική ανάπτυξη και η εδραίωση της
δημοκρατίας.
Καθώς η Ελλάδα ενσωματωνόταν στη διεθνή αγορά και δεχόταν την εισαγωγή
ξένων κεφαλαίων, το εκπαιδευτικό σύστημα έπρεπε να μεταρρυθμιστεί ώστε να
υπηρετήσει τις νέες οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες[1]. Την εποχή αυτή οι σημαντικότερες αδυναμίες
του εκπαιδευτικού συστήματος ήταν: Ο μονοδιάστατος χαρακτήρας του, ο θεωρητικός
κλασικιστικός προσανατολισμός του, η αδυναμία του να υπηρετήσει τις νέες
κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνονταν και η προετοιμασία των μαθητών για τη
μετάβασή τους από μια κατώτερη βαθμίδα της εκπαίδευσης σε μια ανώτερη.
Παράλληλα, ο αναλφαβητισμός βρισκόταν σε υψηλά επίπεδα. Κατά την απογραφή του
1928, ο μέσος όρος αναλφάβητων από 8 ετών και πάνω ήταν 40,72% του πληθυσμού,
23,47 για τους άνδρες και 57,97 για τις γυναίκες[2]. Για την αντιμετώπιση αυτών των αδυναμιών η
κυβέρνηση των Φιλελευθέρων σχεδίασε και εφάρμοσε μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
που έμεινε στην ιστορία για πολλούς λόγους:
- Ήταν η πρώτη από τις αλλεπάλληλες μεταρρυθμιστικές προτάσεις η οποία κυρώθηκε από τη Βουλή και έγινε νόμος του κράτους.
- Αναπτύχτηκε σε αλλεπάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις επί μια τριετία και υποστηρίχτηκε από δύο διαδοχικούς υπουργούς Παιδείας (Κ. Γόντικα και Γ. Παπανδρέου) χωρίς να αλλάξει ο προσανατολισμός της.
- Προχώρησε σε νέα διάρθρωση των σχολικών βαθμίδων και σε επαναπροσανατολισμό των στόχων του σχολείου.
- Περιέλαβε καινοτόμες ρυθμίσεις για το πρόγραμμα της μέσης εκπαίδευσης και τα σχολικά βιβλία[3].
Η μεταρρύθμιση αυτή αποτελούσε καθαρή έκφραση των αρχών του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού
αν και δεν στηρίχτηκε σε εισηγήσεις των παραδοσιακών ηγετών του (Γληνού,
Δελμούζου, Τριανταφυλλίδη), οι οποίοι είχαν ακολουθήσει δικούς τους, ατομικούς
δρόμους. Οι στόχοι της μεταρρύθμισης ήταν τρεις: η εκπαίδευση «των μεγάλων
λαϊκών μαζών», η ανατίμηση της «πρακτικής μορφώσεως» και η «επίγνωσις
των στοιχείων του νεοελληνικού πολιτισμού»[4].
Παρουσίαση της μεταρρύθμισης του 1929-1932
Στις 2 Απριλίου 1929 ο υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης των Φιλελεύθερων Κ.
Γόντικας κατέθεσε στη Βουλή 14 νομοσχέδια, με τα οποία η εκπαίδευση ομογενοποιήθηκε
σε όλη την επικράτεια. Στην εισηγητική έκθεση των νομοσχεδίων επισημαίνονταν οι
ελλείψεις και οι αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος, όπως ο ολιγαρχικός
χαρακτήρας του με την παραμέληση της εκπαίδευσης «των μεγάλων λαϊκών μαζών»,
η αδυναμία του να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας, ο μονοδιάστατος και
καθαρά θεωρητικός χαρακτήρας του, η παραμέληση της τεχνικής-επαγγελματικής
εκπαίδευσης «προς βλάβην των πλουτοπαραγωγικών κλάδων», η υποβαθμισμένη
κατάρτιση του διδακτικού προσωπικού και η ακαταλληλότητα των κρατικών
διδακτηρίων[5].
Η στοιχειώδης εκπαίδευση περιλάμβανε σχολεία γενικής μόρφωσης και
σχολεία επαγγελματικής μόρφωσης. Σύμφωνα με το Ν. 4397 της 16ης Αυγούστου 1929 «περί
στοιχειώδους εκπαιδεύσεως» (υπουργός Παιδείας Κ. Γόντικας) προβλέπονταν:
- η σύσταση νηπιαγωγείων διετούς φοίτησης με σκοπό την σωματική και πνευματική ανάπτυξη των νηπίων και την προετοιμασία τους για τη φοίτηση στο δημοτικό σχολείο.
- η δημιουργία δημοτικού σχολείου εξάχρονου, ενιαίου και υποχρεωτικού για όλα τα παιδιά, με σκοπό την «στοιχειώδη προπαρασκευή των μαθητών διά την ζωήν και την παροχή εις αυτούς των απαραιτήτων προς μόρφωσιν χρηστού πολίτου στοιχείων». Στα σχολεία αυτά θα φοιτούσαν αγόρια και κορίτσια που είχαν συμπληρώσει το έκτο έτος της ηλικίας τους.
- η λειτουργία νυκτερινών σχολείων με σκοπό την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού όσων είχαν υπερβεί την προβλεπόμενη ηλικία φοίτησης στο δημοτικό, την «υποβοήθησιν της γλωσσικής αναπτύξεως των ξενοφώνων και την παροχή εις τούτους στοιχείων μορφώσεως εκ της συγχρόνου ζωής του Έθνους». Σε αυτά θα διδάσκονταν ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, ιστορία, γεωγραφία, ερμηνεία των Ευαγγελίων και θα παρέχονταν στοιχειώδεις επαγγελματικές γνώσεις, ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες.
- η ίδρυση τάξεων ή και ειδικού δημοτικού σχολείου για παιδιά με ειδικές ανάγκες.
- η ίδρυση κατώτερων επαγγελματικών σχολείων τεσσάρων κατηγοριών: γεωργικών, εμπορικών, βιοτεχνικών και οικοκυρικών διετούς ή τριετούς φοίτησης. Σκοπός τους ήταν η επαγγελματική προετοιμασία των αποφοίτων του δημοτικού σχολείου, που δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης, «προς άσκησιν γεωργικού, εμπορικού, βιοτεχνικού ή οικονομικού επαγγέλματος». Οι μαθητές θα γράφονταν στα κατώτερα επαγγελματικά σχολεία με το απολυτήριο του δημοτικού χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις[6].
Παρατηρούμε ότι για πρώτη φορά στους σκοπούς του δημοτικού σχολείου δεν περιλαμβανόταν η εθνική και θρησκευτική διαπαιδαγώγηση των μαθητών, αλλά η προετοιμασία τους για τη ζωή και η παροχή λειτουργικών γνώσεων ώστε να ενταχτούν στην κοινωνία και να γίνουν «χρηστοί πολίτες». Θετική εξέλιξη αποτελεί η καθιέρωση της συνεκπαίδευσης αγοριών και κοριτσιών στο δημοτικό και τα κατώτερα επαγγελματικά σχολεία (εκτός των οικοκυρικών στα οποία φοιτούσαν μόνο κορίτσια). Πρόκειται για την ικανοποίηση ενός αιτήματος που εκκρεμούσε επί πολλές δεκαετίες και σχετιζόταν με την αντιμετώπιση του υψηλού ποσοστού αναλφαβητισμού των γυναικών.
Τα μαθήματα του δημοτικού σχολείου παρέμειναν ίδια και για το ζήτημα της
γλώσσας διατηρήθηκε ο νόμος 3438 του 1927, που ήταν αντίστοιχος με το νόμο του
1917, και όριζε τη διδασκαλία της δημοτικής στις τέσσερις πρώτες τάξεις του
δημοτικού και τη διδασκαλία δημοτικής και καθαρεύουσας στις δύο τελευταίες
τάξεις. Το 1930 το ζήτημα της γλώσσας ρυθμίστηκε με το Ν. 5045 «Περί
σχολικών βιβλίων» (υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου), που όριζε υποχρεωτική
διδασκαλία της δημοτικής σε όλες τις τάξεις του δημοτικού, με παράλληλη
διδασκαλία της καθαρεύουσας στις δύο τελευταίες τάξεις.
Το πρόβλημα του εκπαιδευτικού προσωπικού των δημοτικών σχολείων η
μεταρρύθμιση του 1929-32 το αντιμετώπισε με το Ν. 4368 που καταργούσε τα
μονοτάξια διδασκαλεία και προέβλεπε την ίδρυση πεντατάξιων, στα οποία γίνονταν
δεκτοί οι κάτοχοι ενδεικτικού της δευτέρας τάξης του εξατάξιου γυμνασίου.
Τα νομοσχέδια του 1929 έδιναν ιδιαίτερο βάρος στην τεχνική επαγγελματική
εκπαίδευση, αφού προέβλεπαν την ίδρυση πλήθους κατώτερων επαγγελματικών
σχολείων. Όμως στην πραγματικότητα τα σχολεία αυτά υπήρχαν μόνο στα χαρτιά,
αφού το κράτος παρείχε ελάχιστες πιστώσεις για τη λειτουργία τους και τα είχε
αφήσει στη φροντίδα των κοινοτήτων και των επιχειρήσεων[7]. Σύμφωνα με τον Ευάγγελο Κακούρο, ο οποίος
κατείχε ανώτατη διοικητική θέση στο υπουργείο Παιδείας, το 1932 υπήρχαν 38 «δημόσιες
και αναγνωρισμένες εμπορικές σχολές», δύο «μέσες γεωργικές σχολές»
στη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη, μία «βιοτεχνική σχολή» (η Σιβιτανίδειος)
και 20 «κατώτερα γεωργικά σχολεία»[8].
Η μέση εκπαίδευση είχε κύριο σκοπό την
επιστημονική προετοιμασία όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν ανώτερες σπουδές, παρείχε
γενική μόρφωση και επιδίωκε τη διάπλαση χρηστών πολιτών. Σύμφωνα με το Ν. 4373
της 13ης Αυγούστου 1929 «περί διαρρυθμίσεως των σχολείων της Μέσης
Εκπαιδεύσεως» (υπουργός Παιδείας Κ. Γόντικας) προβλεπόταν:
- η κατάργηση του ελληνικού σχολείου από το σχολικό έτος 1929-30.
- η δημιουργία δύο ειδών σχολείων μέσης εκπαίδευσης: του γυμνάσιου και του πρακτικού λυκείου. Στα εξατάξια γυμνάσια και πρακτικά λύκεια θα εγγράφονταν οι απόφοιτοι του δημοτικού σχολείου μετά από επιτυχείς εισιτήριες εξετάσεις. Το αναλυτικό πρόγραμμα για τις δύο πρώτες τάξεις του γυμνασίου και του πρακτικού λυκείου ήταν κοινό. Τα παραπάνω γυμνάσια και πρακτικά λύκεια μπορούσαν, αν λειτουργούσαν στην ίδια πόλη, να συγχωνευτούν σε εξατάξιες «σχολές μέσης εκπαιδεύσεως», οι οποίες στις τρεις τελευταίες τάξεις θα διαιρούνταν σε δύο τμήματα, κλασικό και πρακτικό. Οι απόφοιτοι του γυμνάσιου και του πρακτικού λυκείου μπορούσαν να εισαχθούν σε πανεπιστημιακές ή ανώτερες σχολές μετά από επιτυχείς εξετάσεις.
- η μετατροπή των τριτάξιων αστικών σχολείων θηλέων σε τετρατάξια ανώτερα παρθεναγωγεία. Σκοπός τους ήταν η παροχή μόρφωσης ανώτερης και σύμφωνης προς την γυναικεία φύση και τον προορισμό της Ελληνίδας. Οι απόφοιτες έπαιρναν δίπλωμα ισοδύναμο με αυτό του γυμνασίου, μόνο που δεν μπορούσαν να φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο[9].
Θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι καταργήθηκε η παλιά διάρθρωση των
σχολικών βαθμίδων (δημοτικό-ελληνικό-γυμνάσιο, 4+3+ 4) και αντικαταστάθηκε από
νέα (δημοτικό-γυμνάσιο, 6+6 χρόνια), η οποία καταργούσε το ελληνικό σχολείο,
επιμήκυνε τη φοίτηση στο δημοτικό από τέσσερις σε έξι τάξεις και τη φοίτηση στο
γυμνάσιο κατά δύο χρόνια. Αυτά τα δύο μέτρα είχαν προταθεί από τον προηγούμενο
αιώνα και είχαν επικρατήσεις στις Νέες Χώρες και σε πολλά κέντρα του έξω
ελληνισμού. Με την εφαρμογή τους η εκπαίδευση ομογενοποιήθηκε σε όλη την
επικράτεια.
Παρατηρείται ότι ενώ η συνεκπαίδευση των δύο φύλων καθιερώθηκε στη
στοιχειώδη εκπαίδευση, στη μέση εκπαίδευση ήταν αδιανόητη για την εποχή και
επιτρεπόταν μόνο εκεί που ήταν αδύνατη η λειτουργία γυμνασίου θηλέων.
Με το διάταγμα της 18ης Νοεμβρίου 1931 και υπουργό Παιδείας τον Γ.
Παπανδρέου καθορίστηκε το ωρολόγιο πρόγραμμα του εξατάξιου γυμνασίου, στο οποίο
προβλέπονταν εκτός από τα υποχρεωτικά και προαιρετικά μαθήματα (λατινικά,
οικοκυρικά, υγιεινή, ωδική, μαθήματα ειδικής επιδόσεως). Το μεγαλύτερο μέρος
των ωρών διδασκαλίας κάλυπταν τα αρχαία ελληνικά (34,4%) και ακολουθούσαν τα
νέα ελληνικά (11,6%) και τα μαθηματικά (10%). Παρά την κυριαρχία των αρχαίων
ελληνικών, στο πρόγραμμα επικράτησε ανανεωτικό πνεύμα, καθώς τα λατινικά έγιναν
προαιρετικό μάθημα, οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς διδάσκονταν από μεταφράσεις
και θεσπίστηκαν μαθήματα ειδικής επιδόσεως στις ελεύθερες απογευματινές ώρες
για τους μαθητές που είχαν ιδιαίτερη κλίση και αξιόλογη επίδοση σε κάποιο
μάθημα. Ο σύλλογος των διδασκόντων μπορούσε να παίρνει καίριες αποφάσεις για
την αυξομείωση των διδακτικών ωρών των μαθημάτων και τα απογεύματα ελεύθερης
εργασίας. Για τα σχολικά βιβλία προβλεπόταν ότι από το υπουργείο θα εγκρίνονταν
περισσότερα βιβλία για κάθε μάθημα και οι σύλλογοι διδασκόντων θα επέλεγαν ένα
από αυτά, μετά από αιτιολογημένη πρόταση των διδασκόντων. Μαζί με τα καθαρά
διδακτικά βιβλία θεσμοθετήθηκε και η χρήση βοηθητικών βιβλίων και ελεύθερων
αναγνωσμάτων[10].
Σε ό,τι αφορά τα σχολικά κτήρια, το ελληνικό δημόσιο υπέγραψε το 1930
σύμβαση με την σουηδική εταιρία Aktiebolager Kreuger & Toll, για την
χορήγηση δανείου με σκοπό την ανέγερση κρατικών σχολικών κτηρίων (Ν. 4799/1930,
υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου). Από το 1930 μέχρι το 1932 ανεγέρθηκαν 145
σχολικά κτήρια, ενώ άλλα 1200 έμειναν ημιτελή[11].
Σημειώνεται ότι επί υπουργίας Γ. Παπανδρέου έγιναν ακόμα μερικές σημαντικές
παρεμβάσεις όπως η συγκέντρωση όλης της διοίκησης της εκπαίδευσης στο υπουργείο
Παιδείας και η ίδρυση Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου (Ν. 4653 του 1930). Τα
πορίσματα των εργασιών του πρόσφεραν μια λεπτομερή μελέτη των εκπαιδευτικών
πραγμάτων, αλλά δεν εφαρμόστηκαν ποτέ.
Μπορούμε να πούμε ότι η δομή και τα χαρακτηριστικά της μεταρρύθμισης του
1929-32 ήταν λιγότερο δημοκρατικά από την προηγούμενη μεταρρύθμιση του 1913,
γιατί καθιέρωσαν εισιτήριες εξετάσεις από βαθμίδα σε βαθμίδα
(δημοτικό-γυμνάσιο-πανεπιστήμιο). Έτσι άρχισε να εμφανίζεται το φαινόμενο κατά
το οποίο οι απαιτήσεις της επόμενης βαθμίδας επηρέαζαν το έργο των προηγούμενων
βαθμίδων. Στο θέμα της γλώσσας, δεδομένου ότι οι μαθητές εξετάζονταν στην
καθαρεύουσα για να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο, η διδασκαλία της στο γυμνάσιο
και στις δύο τελευταίες τάξεις του δημοτικού θεωρούνταν απαραίτητη.
Σε ό,τι αφορά την ανώτατη εκπαίδευση, την εποχή αυτή υπήρχαν δύο
πανεπιστήμια, των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα λειτουργούσαν και
πολλές ανώτερες σχολές: από το 1920 η Ανωτέρα Σχολή Οικονομικών Σπουδών
(σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο) και η Ανωτέρα Γεωπονική Σχολή (σημερινό
Γεωργικό Πανεπιστήμιο), η Πάντειος Σχολή από το 1930, η Ελευθέρα Σχολή
Βιομηχανικών Σπουδών από το 1938 (σημερινό Πανεπιστήμιο Πειραιά). Το ΕΜΠ
αναγνωρίστηκε το 1914 ως ισότιμο με το Πανεπιστήμιο και από το 1917 προστέθηκαν
τρία νέα τμήματα: Αρχιτεκτόνων, Αγρονόμων Τοπογράφων και Χημικών Μηχανικών. Την
ίδια χρονιά αυτονομήθηκε και η Σχολή Καλών Τεχνών, η οποία αναγνωρίστηκε ως
ανώτατη το 1930. Στο ίδιο πνεύμα και μετά από πολλές διεκδικήσεις της
Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος τα διδασκαλεία μετεξελίχθηκαν σε ανώτερες
σχολές διετούς φοίτησης και ονομάστηκαν Παιδαγωγικές Ακαδημίες (Ν. 286/1933). Η
εγγραφή σε αυτές γινόταν μετά από επιτυχείς εξετάσεις. Η ρύθμιση αυτή
χαιρετίστηκε από τους δασκάλους ως σημαντική αναβάθμιση του κλάδου τους. Οι
Φιλελεύθεροι επιχείρησαν να κρατήσουν τον αριθμό των φοιτητών σε χαμηλά επίπεδα
με τη θέσπιση, το 1930, κλειστού αριθμού εισακτέων και την αύξηση των
διδάκτρων. Ο αριθμός των φοιτητών το 1930 ανερχόταν στους 8.466 και το 1938
στους 8.301[12].
Όμως, η βαθειά οικονομική και κοινωνική κρίση της περιόδου αυτής
συμπαρέσυρε μαζί με την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων και την εκπαιδευτική
μεταρρύθμιση. Με την άνοδο στην εξουσία του λαϊκού κόμματος (1933) άρχισε η
αποδόμηση της μεταρρύθμισης με την κατάργηση του Εκπαιδευτικού Γνωμοδοτικού
Συμβουλίου (Ιανουάριος 1933), τον περιορισμό της διδασκαλίας της δημοτικής στις
τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού (Ν. 5911 του 1933, υπουργός Παιδείας Θ.
Τουρκοβασίλης) και την αλλαγή της νομοθεσίας για τα σχολικά βιβλία. Δύο χρόνια
αργότερα, το 1935, η διδασκαλία της δημοτικής περιορίστηκε στις τρεις πρώτες
τάξεις του δημοτικού (νομοθετικό διάταγμα 2 Νοεμβρίου 1935) και τροποποιήθηκε
το πρόγραμμα του γυμνασίου ως προς τα καινοτόμα στοιχεία του. Η οριστική
ανατροπή της μεταρρύθμισης του 1929-32 θα γινόταν από την δικτατορία της 4ης
Αυγούστου.
Κριτικές και αντιδράσεις
Η μεταρρύθμιση του 1929 προκάλεσε και αρκετές αντιδράσεις. Ο Δημήτρης Γληνός, πρωταγωνιστής των
εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων του 1913 και 1917, σε δεκατρία άρθρα του στην
εφημερίδα Ακρόπολις του Βλ. Γαβριηλίδη έκανε οξεία κριτική στη μεταρρύθμιση[13]. Επισήμανε ότι «ό,τι περιέχει καλό δεν
είναι νέο και ό,τι περιέχει νέο δεν είναι καλό». Θεωρούσε τη μεταρρύθμιση «πολύ
ατελέστερη» από εκείνη του 1913 και χαρακτήριζε την εισηγητική έκθεση των
νομοσχεδίων «επιπόλαια δημοσιογραφική περιγραφή». Θεωρούσε ότι η
κυβέρνηση δεν έπαιρνε τα κατάλληλα μέτρα για την υλοποίηση των νομοσχεδίων, με
αποτέλεσμα η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που εκκρεμούσε από τις παραμονές του
αιώνα, να μην μπορεί ούτε αυτή τη φορά να ολοκληρωθεί. Υποστήριζε την ανάγκη να
γενικευθεί το δημοτικό σχολείο και να στελεχωθεί με διδακτικό προσωπικό (η
αναλογία δασκάλου-μαθητών ήταν, σύμφωνα με τον Γληνό, 1:50), δηλαδή να
δημιουργηθεί το «λαϊκό σχολείο», αλλά θεωρούσε ότι η κυβέρνηση δεν
φρόντιζε να βρει τρόπους για την πραγματοποίησή του. Στη συνέχεια η κριτική του
στρεφόταν κατά του κλασικισμού του γυμνασίου που κατασκεύαζε «θεσιθήρες και
πνευματικούς προλετάριους», της έλλειψης πρακτικών λυκείων και της αύξησης
των ημιγυμνασίων. «Είχαν αναγγείλει πως θα δώσουνε πραχτικό χαρακτήρα στη
μέση εκπαίδευση και απεναντίας δυνάμωσαν τον κλασικισμό. Τα άχρηστα και βλαβερά
“ελληνικά σχολεία” τα μετατρέψανε στα πιο άχρηστα και πιο βλαβερά ημιγυμνάσια.
Πραχτικά σχολεία δεν ιδρύσανε εχτός από λίγα γεωργικά, που οι ίδιοι ομολογούνε
πως δεν κάνουνε τίποτε»[14]. Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση των γυναικών
κατέκρινε τη δημιουργία ανώτερων παρθεναγωγείων και τη έλλειψη μέτρων για τη
λύση του σοβαρού προβλήματος του αναλφαβητισμού των γυναικών. Ακολούθως
θεωρούσε τη μόρφωση των δασκάλων ελλιπέστατη και επισήμανε την έλλειψη
μετεκπαίδευσής τους. Τέλος, θεωρούσε τα μέτρα κατά του αναλφαβητισμού ανεπαρκή,
καθώς με αυτά θα χρειάζονταν διακόσια χρόνια για να εκλείψει ο αναλφαβητισμός
από τη χώρα.
Ακρόπολις, 11/6/1929 |
Την ίδια περίοδο, η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στο υπόμνημά
της «Περί των εκπαιδευτικών Νομοσχεδίων» αναγνώρισε ότι αυτά έχουν σκοπό
την «ριζικήν ρύθμισιν των εκπαιδευτικών ημών πραγμάτων διότι εισάγουσι νέον
τρόπον οργανώσεως της εκπαιδεύσεως». Οπότε δεν πρέπει να είναι «πορίσματα
βεβιασμένης εργασίας ή προϊόντα μελέτης ολίγων ατόμων […] αλλά απόρροια
συστηματικού πειραματισμού, μακράς εργασίας, ενδελεχούς μελέτης και
πεφωτισμένης συζητήσεως παρά πάντων των δυνάμεων να έχωσι γνώμιν». Και
μεταξύ αυτών η Φιλοσοφική Σχολή διότι «εν αυτή θεραπεύεται η Παιδαγωγική και
αι συγγενείς προς αυτήν επιστήμαι», οπότε δικαιούται να έχει «έγκυρον
γνώμην περί των εκπαιδευτικών ημών πραγμάτων». Παρόλα αυτά δεν προσκλήθηκε
να εκφράσει τη γνώμη για τα νομοσχέδια. Στη συνέχεια πρότεινε στην κυβέρνηση να
μην βιαστεί να ψηφίσει και εφαρμόσει άμεσα τα εκπαιδευτικά μέτρα, αλλά να δώσει
χρόνο για την ευρεία συζήτησή τους. Και αυτό γιατί κατά τη συζήτηση η οποία
έγινε στη Σχολή εκφράστηκαν απόψεις ότι «πολλά των προτεινομένων μέτρων, δεν
θα συντελέσωσι εις την ποθητήν βελτίωσιν του εκπαιδευτικού ημών οργανισμού»[15]. Διαπιστώνουμε ότι η Φιλοσοφική Σχολή για
μια ακόμα φορά αντιδρούσε στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και θεωρούσε ότι σε
κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια έπρεπε καλείται να καταθέσει τη γνώμη της.
Παράλληλα, πολλά σωματεία (σύλλογοι γονέων, φοιτητών, εμπόρων,
δημοσιογράφων κ.λπ.) ζήτησαν με υπόμνημά τους ανάκληση των πιο σημαντικών
μεταρρυθμιστικών μέτρων θεωρώντας την μεταρρυθμιστική προσπάθεια «προσπάθεια
υπό κομμουνιζόντων […] όπως υπονομευθώσι τα θεμέλια του αστικού κρατους»[16].
Συμπέρασμα
Συμπερασματικά, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929-32 αποτελούσε, στα
βασικά της σημεία της, μια συνέχεια και συμπλήρωση της μεταρρυθμιστικής
προσπάθειας του 1913. Η σημασία της είναι μεγάλη καθώς ερχόταν να δώσει λύσεις
σε βασικά προβλήματα της εκπαίδευσης που εκκρεμούσαν τα τελευταία 30 χρόνια. Οι
σημαντικότερες καινοτομίες της ήταν η δημιουργία δεύτερου σχολικού δικτύου
(κατώτερων επαγγελματικών σχολείων και πρακτικών λυκείων) και η στροφή της
εκπαίδευσης από τον κλασικισμό στην κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Ωστόσο,
οι καινοτομίες αυτές δεν ολοκληρώθηκαν ούτε κυριάρχησαν. Τέλος, ενώ φαινόταν
ότι το ζήτημα της γλώσσας είχε οριστικά λυθεί, μόλις άλλαξε η κυβέρνηση έγιναν
σημαντικά βήματα προς τα πίσω.
[1] Σ. Μπουζάκης, Νεοελληνική εκπαίδευση
(1821-1999), Gutenberg, Αθήνα 20034, σ. 100.
[2] Α. Φραγκουδάκη, Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
και φιλελεύθεροι διανοούμενοι. Άγονοι αγώνες και ιδεολογικά αδιέξοδα στο
μεσοπόλεμο, Κέδρος, Αθήνα 19864.
[3] Α. Δημαράς, «Εκπαίδευση 1922-1940. Οι
νέες βενιζελικές μεταρρυθμίσεις», στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία
του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 7ος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ.
207-208.
[4] Μ. Νούτσος, «Ο Δ. Γληνός και η εκπαιδευτική
μεταρρύθμιση του 1929», Η Αυγή, 13 Φεβρουαρίου 2004.
[5] Α. Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε
(Τεκμήρια ιστορίας), τόμ. Β΄, Εστία, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 20033,
σσ. 163-165.
[6] Ό.π., σσ. 171-173.
[7] Χ. Κάτσικας, & Κ. Θεριανός, Ιστορία
της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι το
2007, Σαββάλας, Αθήνα 2007, σ. 149.
[8] Ε. Κακούρος, «Η προοπτική του λαϊκού
σχολείου», στο Επετηρίς της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, εκδ. οίκος
Δημητράκου, 1932, σ. 9.
[9] Α. Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε,
ό.π., σσ. 169-171.
[10] Α. Δημαράς, «Εκπαίδευση 1922-1940», ό.π., σ.
208.
[11] Σύμφωνα με τον Λέφα «Το δάνειον εξαντληθέν,
αφήκε 145 διδακτήρια, τα οποία διά χρημάτων του είχον ανεγερθή, χρήζοντα
συμπληρώσεων, 1200 άλλα κτίρια ημιτελή και πλείστα σχολεία άνευ ιδίων
ικανοποιητικών διδακτηρίων. […] Αν εγένετο χρήσις τούτου πλέον αβίαστος και
συστηματική, αν δεν εδαπανώντο πολλά ποσά δια γενικά έξοδα, αν τα ανεγερθέντα
διδακτήρια, ιδίως εις τα πόλεις, ήσαν απλούστερα και δεν εθήρευον εντυπωσιακούς
θαυμασμούς, βεβαίως το δάνειον ηδύνατο να λύση κατά μέγα τουλάχιστον μέρος το
διδακτηριακόν πρόβλημα. Αλλά, δια τους αιωνίους πολιτικούς λόγους, το δάνειον
έπρεπε να χρησιμοποιηθή εντός ωρισμένου χρόνου διά ν’ανεγερθούν ταχέως
διδακτήρια και να καταπλήξουν» (Χρ. Λέφας, Ιστορία της εκπαιδεύσεως,
ΟΕΣΒ, Εν Αθήναις 1942).
[12] Π. Κυπριανός, Συγκριτική ιστορία της
ελληνικής εκπαίδευσης, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2004, σσ. 227-228, 231.
[13] Δ. Α. Γληνός, «Τα εκπαιδευτικά Νομοσχέδια
…», 13 άρθρα, Ακρόπολις, 9-21 Ιουνίου 1929.
[14] Δ. Γληνός, Εκλεκτές σελίδες, τόμ. Δ΄,
Αθήνα 19752, σσ. 62-63.
[15] Α. Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν
έγινε, ό.π., σσ. 166-168.
[16] Σ. Μπουζάκης, ό.π., σ. 103.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου