Σελίδες

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Λιλίκα Νάκου: Η γαλλοτραφής "κυρία Ντορεμί"


Μαριάνθη Μπέλλα
Εκπαιδευτικός Δ.Ε.


Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 1903. Πατέρας της ήταν ο διαπρεπής δικηγόρος Λουκάς Νάκος, ο οποίος καταγόταν από παλιά οικογένεια της Λιβαδειάς. Ήταν σοσιαλιστής, συνεργάτης του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και στενός φίλος του Γάλλου συγγραφέα Ανρί Μαρμπύς. Διετέλεσε βουλευτής Αττικοβοιωτίας του κόμματος των Φιλελευθέρων και για ένα διάστημα υπουργός Γεωργίας του Βενιζέλου. Στη δίκη των Αθεϊκών του Ναυπλίου ήταν ο κυριότερος συνήγορος υπεράσπισης των Δελμούζου, Σαράτση και Ζάχου. Η μητέρα της, Ελένη Παπαδοπούλου, καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, ο πατέρας της ήταν καθηγητής Ιστορίας στη Δρέσδη και η αδελφή της, Αρσινόη Παπαδοπούλου, μια από τις πρώτες γυναίκες συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας. Μέχρι τα έξι της χρόνια η Λιλίκα Νάκου ταξίδευε πολύ και μάλιστα διέμεινε για κάποιο διάστημα στη Μασσαλία και τη Γένοβα[1].
Μεγάλωσε στην Πλάκα (Κυδαθηναίων και Αγ. Σωτήρας) και φοίτησε στο ιδιωτικό δημοτικό σχολείο Χιλλ. Καθώς ζούσε σε ένα σπίτι με πλούσιες βιβλιοθήκες και είχε γονείς και συγγενείς με πνευματικά ενδιαφέροντα, σύντομα ανέπτυξε πάθος για το διάβασμα ακόμα και βιβλίων που ήταν ακατάλληλα για παιδιά[2]. Όταν το 1911 οι γονείς της χώρισαν, ακολούθησε τη μητέρα της στη Γενεύη, όπου τον πρώτο καιρό αντιμετώπισε δυσκολίες προσαρμογής. Το 1912 γράφτηκε στο γυμνάσιο και παράλληλα φοιτούσε στο ωδείο, από όπου πήρε δίπλωμα καθηγήτριας της μουσικής. Στο σπίτι έπαιρνε ιδιαίτερα μαθήματα ελληνικών για να μην ξεχάσει τη μητρική της γλώσσα. Σε ηλικία 16 ετών γνωρίστηκε με τον δημοσιογράφο και ιστορικό Γιώργο Βεντήρη, φίλο του πατέρα της, τον οποίο ερωτεύτηκε. Ο Βεντήρης επηρέασε τη μετέπειτα πορεία της και καθοδήγησε τα πρώτα της βήματα στη δημοσιογραφία. Το 1917 ξεκίνησε τις σπουδές της στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γενεύης. Λόγω ρήξης των σχέσεων με τον πατέρα της, η ίδια και η μητέρα της αντιμετώπισαν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Τότε άρχισε να εργάζεται ως πιανίστρια και σερβιτόρα για λόγους βιοπορισμού. Την ίδια εποχή, στην πανσιόν που έμενε στη Γενεύη, γνώρισε τον Γάλλο συγγραφέα Ρομαίν Ρολάν, οποίος έγινε φίλος και δάσκαλός της.   
Το 1923 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της στο Παρίσι όπου διέμενε ο πατέρας της. Από το 1924 ως το 1928, προφασιζόμενη ασθένεια, έζησε στο Νταβός της Ελβετίας με τον Γιώργο Βεντήρη, ο οποίος έπασχε από φυματίωση και νοσηλευόταν σε σανατόριο. Το ζευγάρι δεχόταν τακτικά επισκέψεις από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Επιστρέφοντας στο Παρίσι σπούδασε γαλλική λογοτεχνία στη Σορβόννη και εργάστηκε ως αναγνώστρια (lectrice) σε μεγάλους γαλλικούς εκδοτικούς οίκους. Την ίδια εποχή γνωρίστηκε και συναναστράφηκε με εξέχουσες προσωπικότητες της γαλλικής διανόησης και της πολιτικής όπως ο Ανρί Μπαμπύς, ο Αντρέ Ζιντ, ο Μιγκέλ Ουναμούνο που την επηρέασαν βαθιά. Παράλληλα, μετά από προτροπή του Βεντήρη, έγραψε τα πρώτα της διηγήματα, τα οποία δημοσιεύτηκαν σε διάφορα γαλλικά περιοδικά (Monde, Clarté, Europe) και στην εφημερίδα Les Nouvelles Littéraires. Ένα από τα διηγήματα αυτής της περιόδου, η Φωτεινή μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Γαλάτεια Καζαντζάκη και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Πρωία[3].
 Το 1930 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Συναναστράφηκε με την ομάδα λογοτεχνών της Δεξαμενής, και ιδιαίτερα με τον Κώστα Βάρναλη, την Έλλη Αλεξίου, τη Σοφία Παπαδάκη, τη Γαλάτεια και το Νίκο Καζαντζάκη. Είχε πάρει ευρωπαϊκή παιδεία, είχε δεχτεί δυτικές επιδράσεις, ήταν εργαζόμενη και χειραφετημένη, οπότε επαναστατούσε ενάντια στην αστική καταπίεση, την κοινωνική αδικία, την ανελευθερία και την υποκρισία. Αμφισβητούσε την πατριαρχική δομή της ελληνικής κοινωνίας και δεν αποδεχόταν τη μειονεκτική θέση της Ελληνίδας που ήταν περιορισμένη στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού και δεν είχε δικαιώματα. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα ζητήματα της εκμετάλλευσης των γυναικών, των συζυγικών σχέσεων, της προίκας και της πορνείας. Το 1930 δημοσίευσε άρθρο στο περιοδικό Εργασία με θέμα: «Πώς βλέπω τις Ελληνίδες» όπου ασκούσε έντονη κριτική στον τρόπο ζωής των Ελληνίδων και εξέφραζε την ελπίδα ότι από την εργαζόμενη γυναίκα, που ήταν υγιές στοιχείο στην ελληνική κοινωνία, θα δημιουργούνταν μια νέα, καλύτερη γενιά γυναικών. «Την πονώ την αδελφή μου την Ελληνίδα για την φρικτή ανατροφή που της έδωσαν, που της στρέβλωσαν την ψυχή. Για την κούκλα που έφτιαξαν οι άνδρες, όμοια στο γούστο τους, για την κατάντια της, που πουλιέται για μια «αυτοκινητάδα» κ’ένα ζευγάρι κάλτσες μεταξωτές. Για την αγραμματοσύνη που την αφήνουν και τον καϋμό που της έβαλε η μάνα της πρώτη στο κεφάλι, να βρη τον «περίφημο γαμπρό». Για την αγωνία της ώσπου να τον βρη και τους εξευτελισμούς που περνά πριν και μετά τον γάμο. Κυττώ έξω τα κορίτσια και ψάχνω να βρω στα μάτια τους καλωσύνη και ανθρωπισμό. Μα στα περισσότερα βλέπω αναίδεια και ανοησία. […] Από την εργαζόμενη Ελληνίδα μπορεί να βγει μια άλλη γενεά γυναικών, περήφανη και δυνατή. Να το ελπίσωμε»[4].
Το 1932 εξέδωσε τη συλλογή πέντε αφηγημάτων Η ξεπάρθενη, πρώτα στα γαλλικά, που αποτελούσαν τη δεύτερη μητρική της γλώσσα, και μετά στα ελληνικά.  Το βιβλίο προλόγισε ο Γ. Βεντήρης, ο οποίος την προέτρεπε διαρκώς να γράφει. Η ηρωίδα του έργου, ανεξάρτητη οικονομικά μητέρα παιδιού που αποφάσισε να μεγαλώσει μόνη της, αισθανόταν περιφρόνηση για την μητέρα της, γυναίκα της παλιάς γενιάς που ζούσε συμβιβασμένη με έναν άνδρα που δεν την αγαπούσε ούτε τη σεβόταν. Ήταν υποταγμένη στην εξουσία του, δεν αντιδρούσε ούτε όταν δεχόταν προσβολές και έπαιζε το ρόλο της «καθώς πρέπει κυρίας». Πρόκειται για ένα έργο πρωτοποριακό για την εποχή του, καθώς αναφέρεται στη γυναικεία σεξουαλικότητα με όρους που παραδοσιακά χρησιμοποιούνταν για την ανδρική, προβάλλοντας τις γυναικείες ερωτικές επιθυμίες και τη λειτουργία του ασυνείδητου. Η Νάκου υιοθέτησε έναν πρώιμο φεμινιστικό λόγο συνδυασμένο με παραδοσιακά στοιχεία, αφού στο τέλος παραδεχόταν ότι «το κέντρο της ζωής μου, ο σκοπός της ύπαρξής μου είναι η αγάπη του παιδιού μου»[5].
Μετά τον θάνατο του πατέρα της το 1933, διορίστηκε δασκάλα μουσικής και γαλλικών στο Ρέθυμνο. Την περίοδο της παραμονής της στην Κρήτη περιγράφει στο βιβλίο της Η κυρία Ντορεμί. Σε αυτό σκιαγραφεί το περιβάλλον της ελληνικής επαρχίας, την ψυχοσύνθεση και τους χαρακτήρες των ανθρώπων με τις στενές αντιλήψεις, την αφόρητη πλήξη της καθημερινότητας, την έλλειψη ψυχαγωγίας και το κουτσομπολιό που μοιραία γίνεται σκοπός ζωής και καταφύγιο για ξέσπασμα απωθημένων. Παρουσιάζει, όμως, ταυτόχρονα και την ομορφιά του κρητικού τοπίου όπως και τη μεγαλοψυχία και γενναιότητα των Κρητικών. Η ηρωίδα της, Κατερίνα Μακρή, δασκάλα ωδικής και γαλλικών, σχολιάζεται από την κοινωνία του Ρεθύμνου για την εμφάνισή της, τη συμπεριφορά της, τον ανοιχτό χαρακτήρα της και την παιδαγωγική της, η οποία δεν γίνεται αποδεκτή και της δημιουργεί πολλά δυσάρεστα επεισόδια. Κατηγορείται ακόμα γιατί δεν πηγαίνει τις Κυριακές στην εκκλησία και ερωτεύεται ένα μαθητή της από τη μεγάλη τάξη. Ο κρυφός αρραβώνας της μαζί του θωρείται πρόκληση και απειλή για τα ήθη της πατριαρχικής Κρήτης. Η Κατερίνα δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο περιβάλλον αυτό και πέφτει από γκάφα σε γκάφα με αποτέλεσμα την αποπομπή της από τη θέση της δασκάλας και την αποχώρησή της από την Κρήτη. Ωστόσο, οι μικροί μαθητές της δίνοντας ένα τελευταίο δείγμα αναγνώρισης και αγάπης την ακολουθούν στο λιμάνι των Χανίων, όπου την αποχαιρετούν φωνάζοντας με ρυθμό σολφέζ «Κυρία Ντο-ρε-μι!»[6]. Στο βιβλίο αυτό θίγεται για πρώτη φορά το ζήτημα της ισότητας της εργαζόμενης γυναίκας με τους άνδρες συναδέλφους της. Σημείωσε μεγάλη επιτυχία όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Γαλλία, όπου πούλησε 20.000 αντίτυπα, αριθμός πρωτοφανής για ξένο βιβλίο στη γαλλική βιβλιαγορά[7].
 Με την επιστροφή της στην Αθήνα το 1934 διορίστηκε καθηγήτρια μουσικής στο 8ο Γυμνάσιο αρρένων Αθηνών, στα Πατήσια. Όπως ομολογούσε η ίδια «Αγαπούσα πολύ τα παιδιά, μα τα λυπόμουν να τα μαλώνουνε ή με τη βίτσα να τα χτυπάνε στα χέρια. Δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, αν και με βασάνιζαν οι μεγάλοι, οι μαντράχαλοι, με την καζούρα τους. Το μάθημα της θεωρητικής μουσικής στα σχολεία λες κι είναι φτιαγμένο για να βασανίζουν τα παιδιά τον δάσκαλο. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Έτσι έβρισκα πάντα τον μπελά μου με τους γυμνασιάρχες»[8]. Ωστόσο, η δημοσιογραφία ήταν πάντα το μεράκι της από τον καιρό που ζούσε στο εξωτερικό και εργαζόταν σε εκδοτικούς οίκους και εφημερίδες. Όταν, μετά την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά (1936), απολύθηκε από τη δημόσια εκπαίδευση λόγω της αντιφασιστικής ιδεολογίας της, έπιασε δουλειά στη λαϊκή εφημερίδα Προπύλαια, όπου όπως η ίδια έλεγε «ήταν πολύ διασκεδαστικά». Στα γραφεία της εφημερίδας αισθανόταν πιο ελεύθερη να εκφραστεί, να συμπεριφερθεί, να συζητήσει για τις ιδέες της, να ζήσει «σε μια ατμόσφαιρα που έπαλλε από τα γεγονότα όλου του κόσμου». Το περιβάλλον ήταν τελείως διαφορετικό από εκείνο των σχολείων και οι συνάδελφοί της είχαν πολλά κοινά με αυτήν: «Μποέμ οι περισσότεροι πότε είχαν λεφτά και πότε όχι. Όλοι με προκαταβολές ζούσαμε. Κι όλοι απλοχέρηδες […] κερνούσαν με κέφι και πειράζονταν αναμεταξύ τους. Α! δεν μοιάζανε καθόλου με τους κατσούφηδες καθηγητές του 8ου Γυμνασίου όπου εργαζόμουν πριν μπω στα Προπύλαια. Δεν μου θύμιζαν σε τίποτα τον γυμνασιάρχη που μ’είχε ψήσει με τη σχολαστικότητά του»[9].
Το 1935 εκδόθηκε το πρώτο αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα Παραστρατημένοι το οποίο οι κριτικοί υποδέχτηκαν με εγκωμιαστικά σχόλια, καθώς έθιγε πολλά από τα ζητήματα που απασχολούσαν την ελληνική κοινωνία του μεσοπολέμου. Το βιβλίο αναφέρεται στη διάπλαση, μαθητεία και αγωγή της ηρωίδας Αλεξάνδρας, η οποία αναζητά την ταυτότητά της μέσα από μια διαδικασία αυτοπροσδιορισμού και συνειδητοποίησης του φύλου της. Πρόκειται για αυτοβιογραφία, όπου αναπλάθονται λογοτεχνικά τα προσωπικά βιώματα, οι άμεσες εμπειρίες και τα συμβάντα των παιδικών και εφηβικών χρόνων της ηρωίδας, αρχικά στην Ελλάδα και κατόπιν στο εξωτερικό[10]. Με το έργο αυτό η Νάκου αναγνωρίστηκε όχι μόνο από το αναγνωστικό κοινό αλλά και από τους ομοτέχνους της. Το βιβλίο έκανε πολλές εκδόσεις στην Ελλάδα, μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στο εξωτερικό με τον τίτλο Αλεξάντρα.  
Από το 1935 καταπιάστηκε με τη μυθιστορηματική βιογραφία και δημοσίευσε στο περιοδικό Νέα Εστία τη βιογραφία του Έντγκαρ Άλαν Πόε (σε 12 συνεχή τεύχη, από 1/1/36 μέχρι 15/6/36). Το 1936 εργάστηκε στις εφημερίδες Ακρόπολη και Έθνος, όπου δημοσίευσε πολλές μυθιστορηματικές βιογραφίες ξένων πνευματικών δημιουργών (Μολιέρος, Ρουσσώ, Ντανούντσιο, Ντοστογιέφσκι κ.ά.) ή ηρωικών μορφών της ελληνικής ιστορίας (Μόσχω Τζαβέλλα κ.ά.), αλλά και ταξιδιωτικές εντυπώσεις και κοινωνικές έρευνες που είχαν μεγάλη απήχηση και με τις οποίες έγινε ευρέως γνωστή. Κατά την περίοδο αυτή, μη μπορώντας να αντέξει την έλλειψη ελευθερίας και τον πνευματικό σκοταδισμό της δικτατορίας Μεταξά, ταξίδευε συνέχεια στο εξωτερικό ως ανταποκρίτρια ελληνικών εφημερίδων και για ένα διάστημα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Η Νάκου ήταν πολιτικοποιημένη, έκρινε ευμενώς τις σοσιαλιστικές ιδέες και πολύ επιφυλακτικά τις κομμουνιστικές. Τάχτηκε στην υπηρεσία του ανθρώπου, αντιτάχτηκε στην πατριαρχική κοινωνία και την αστική καταπίεση, καταπολέμησε την αδικία και την εκμετάλλευση, αλλά ποτέ δεν στρατεύτηκε πολιτικά.  Στα έργα της ζητούμενο ήταν πάντα η δικαιοσύνη, η κοινωνική ειρήνη και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια[11].
Το 1937 παντρεύτηκε με τον γλύπτη Κωνσταντίνο Φώσκολο. Ο γάμος τους κράτησε περίπου δύο χρόνια. Την ίδια εποχή πρόσφερε την αγρέπαυλή της στην Εκάλη, η οποία τα προηγούμενα χρόνια είχε γίνει στέγη λογοτεχνών,  για να γίνει ο Βαλκανικό Κομμουνιστικό Συνέδριο. 
 Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940 επέστρεψε στην Ελλάδα και έζησε από κοντά τις νίκες του ελληνικού στρατού, τη συνθηκολόγηση και την δύσκολη περίοδο της Κατοχής. Έχασε τη δουλειά της και για να επιβιώσει ξεπούλησε τα έπιπλα του σπιτιού της και πούλαγε τσιγάρα στους δρόμους της Αθήνας. Ωστόσο, η πείνα την εξάντλησε μέχρι θανάτου και τελικά σώθηκε από τον Ερυθρό Σταυρό. Στη συνέχεια εργάστηκε ως εθελόντρια νοσοκόμος στη Ριζάρειο που είχε μετατραπεί από τον Ερυθρό Σταυρό σε πρόχειρο νοσοκομείο για την περίθαλψη των παιδιών. Μέσα από αυτή τη δραστηριότητα έζησε από κοντά και συγκινήθηκε από το δράμα των παιδιών που πέθαιναν στους δρόμους της Αθήνας από την πείνα και το κρύο. Καθώς τα γαλλικά ήταν η δεύτερη μητρική της γλώσσα, αποφάσισε να γράψει διηγήματα για τα παιδιά της Κατοχής, πολλά από τα οποία εστάλησαν κρυφά στην Ελβετία και δημοσιεύτηκαν ως κύρια άρθρα ή ανταποκρίσεις στις εφημερίδες, με αποτέλεσμα να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη και να αποσταλεί βοήθεια (τρόφιμα και κιβώτια με γάλα) για τα εξαθλιωμένα Ελληνόπουλα. Αργότερα, μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι, η Νάκου έφτασε στην Ελβετία όπου έκανε διαλέξεις για το ελληνικό πρόβλημα σε διάφορες πόλεις και κατάφερε για μια φορά ακόμα να κινητοποιήσει τους Ελβετούς που απέστειλαν επιπλέον βοήθεια σε τρόφιμα στην Ελλάδα. Το 1944 τα 17 διηγήματα που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής συγκεντρώθηκαν, εκδόθηκαν σε τόμο με τίτλο Η κόλαση των παιδιών και αφιερώθηκαν από την συγγραφέα «στη μνήμη των παιδιών που θέρισε η πείνα στην Ελλάδα τον χειμώνα του 1941-42». Αργότερα το βιβλίο μεταφράστηκε στα γαλλικά (L’enfer des gosses) και τα αγγλικά και στην Ελβετία εγκρίθηκε από το κράτος ως ελεύθερο ανάγνωσμα για τα παιδιά[12].
Μετά το ξέσπασμα του Εμφυλίου πολέμου εγκατέλειψε την Ελλάδα, το 1947. Έζησε για μια οκταετία στην Ελβετία όπου εργαζόταν ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά και ταξίδευε τακτικά στο Παρίσι. Το 1953 εξέδωσε το βιβλίο Ναυσικά. Το 1955 επέστρεψε στην Ελλάδα και αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. Εργάστηκε ως αρθρογράφος σε διάφορες εφημερίδες της πρωτεύουσας και τα καλοκαίρια πήγαινε για λουτρά στην Ικαρία γιατί έπασχε από ρευματισμούς. Το 1955 εκδόθηκαν τα μυθιστορήματά της Η κυρία Ντορεμί και Ανθρώπινα πεπρωμένα, το οποίο εντάσσεται στην πεζογραφική παράδοση της ηθογραφίας και παρουσιάζει την ελληνική επαρχία του 1915, όπου κυριαρχούν η φτώχεια, ο ανθρώπινος μόχθος, η αμάθεια, η διχόνοια και η έντονη πολιτική αντιπαράθεση. Το 1959 κυκλοφόρησε εκ νέου Η κόλαση των  παιδιών που θεωρήθηκε ένα από τα καλύτερα δείγματα στρατευμένης  λογοτεχνίας και το σημαντικότερο έργο της συγγραφέως λόγω του κοινωνικού οφέλους που απέφερε στη χώρα μας[13].
Το 1960 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της Για μια καινούργια ζωή, που ήταν συνέχεια του Ανθρώπινα πεπρωμένα και αντιστοιχούσε στα χρόνια της ωριμότητας, και το 1963 Οι οραματιστές της Ικαρίας όπου η συγγραφέας περιέγραψε με αγάπη την ήρεμη και γαλήνια ζωή που ζούσαν οι άνθρωποι του νησιού, τηρώντας τις παραδόσεις και περιφρονώντας το χρήμα και τον μηχανοποιημένο πολιτισμό. Το βιβλίο αυτό αποδεικνύει τους ισχυρούς δεσμούς που είχε αποκτήσει με το νησί, το οποίο επισκεπτόταν κάθε καλοκαίρι. Το 1965 εκδόθηκε η συλλογή μυθιστορηματικών βιογραφιών Προσωπικότητες που γνώρισα που περιέχει εντυπώσεις της από τη γνωριμία και συναναστροφή επιφανών Ευρωπαίων διανοουμένων όπως του Αϊνστάιν, της Κολέτ, του Ρολάν, του Ζιντ, του Ουναμούνο, του Άλντους Χάξλεϋ κ.ά.. Το 1967 ανατυπώθηκε το μυθιστόρημα Ανθρώπινα πεπρωμένα με τον τίτλο Γη της Βοιωτίας, που αποπνέει αγάπη για την πατρική γη και τα αγαπημένα πρόσωπα. Την δεκαετία του 1960 η Νάκου διαβάζεται μαζικά σε όλη την Ελλάδα και από μη συστηματικούς αναγνώστες λογοτεχνίας και η φήμη της έχει φτάσει στο απόγειό της[14]
Το 1978 κυκλοφόρησε το βιβλίο Οι παραγνωρισμένοι (Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας, Η ζωγράφος Ερασμία Μπερτσά, Η λαογράφος Ειρήνη Σπανδωνίδου. Η ζωή και το έργο τους. Προσωπικές αναμνήσεις), το οποίο εντάσσεται στο είδος της μυθιστορηματικής βιογραφίας. Την δεκαετία του 1980 εκδόθηκαν: Το χρονικό μιας δημοσιογράφου, τα διηγήματα Η ιστορία της παρθενίας της δεσποινίδας τάδε, και Η ζωή του Σεμελβάις (Η ιστορία ενός γιατρού), για το οποίο τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας (1983)[15]. Την ίδια περίοδο η τηλεοπτική μεταφορά τριών μυθιστορημάτων της ανατροφοδότησε μια μεγάλη συζήτηση για το έργο της. Ο Α. Ζήρας επισημαίνει ότι στα βιβλία της επικρατεί ρεαλιστική τεχνοτροπία και κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα. Η απόσταση από τα περιορισμένα όρια της ελληνικής πραγματικότητας και το δέσιμο της ζωής της με την πράξη της λογοτεχνικής δημιουργίας, της επιτρέπουν να περιγράφει με πειστικότητα ένα μεγάλο φάσμα ανθρώπινων χαρακτήρων και γεωγραφικών τόπων, όπως και ηθών, ιδεών, ιδεολογιών σε μια εποχή που ο κυρίαρχος τόνος στην ελληνική πεζογραφία δινόταν από την επαρχιακή ή αστική ηθογραφία. Στα έργα της παρουσιάζονται με ρηξικέλευθο τρόπο οι ερωτικές σχέσεις, η θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία και η καθυστέρηση της επαρχιακής Ελλάδας[16].
Έζησε τα τελευταία της χρόνια σε άσυλο υπερηλίκων και λίγο πριν πεθάνει έγραψε τη μυθιστορηματική βιογραφία Ζαν Ζωρές (Το χελιδόνι της ειρήνης). Πέθανε στην Αθήνα το 1989.
Η Λιλίκα Νάκου είναι μια σημαντική σύγχρονη συγγραφέας και εκπρόσωπος της γυναικείας λογοτεχνίας, η οποία έζησε τα προβλήματα της εποχής της και τα πρόβαλε μέσα από το έργο της με ρεαλισμό και ευαισθησία. 









[1] Ελένη Βησσαράκη, «Χρονολόγιο Λιλίκας Νάκου», στο Θεοδόσης Πυλαρινός (επιμ.), Λιλίκα Νάκου Μελετήματα, Βιβλιοθήκη Τράπεζας Αττικής, Αθήνα 2003, σ. 1, σσ. 1-5.
[2] Λιλίκα Νάκου, Το χρονικό μιας δημοσιογράφου, Δωρικός, Αθήνα 1981, σσ. 38-41.
[3] Ελένη Βησσαράκη, ό.π., σ. 2.
[4] Λιλίκα Νάκου, «Πώς βλέπω τις Ελληνίδες», Εργασία, έτος Α’, τχ. 5, Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 1930, σ. 23.
[5] Μαρία Νικολοπούλου, «Από τα σημαντικότερα έργα της λογοτεχνία μας: Η πρόσληψη της Νάκου στο Μεσοπόλεμο», στο  Θεοδόσης Πυλαρινός (επιμ.), ό.π., σ. 78, σσ. 75-95.
[6] Λούλα Ιερωνυμίδη, Λιλίκα Νάκου: Ανασκόπηση στο έργο της και πολλά κείμενα δικά της, εκδόσεις  των «Κριτικών Φύλλων», Αθήνα 1974, σσ. 15-21.
[7] Ανώνυμος, «Νάκου Λιλίκα», Νέος εικονογραφημένος οδηγός βιογραφιών νεοελλήνων και συγχρόνων λογοτεχνών, τόμ. 3ος, Δυρός, Αθήνα 1979, σ. 776, σσ. 775-776.
[8] Λιλίκα Νάκου, Το χρονικό μιας δημοσιογράφου, ό.π., σ. 14.
[9] Ό.π., σσ. 11,14-15, 70.
[10] Βάσω Οικονομοπούλου, «Δομές αυτοαναπαράστασης στο λογοτεχνικό έργο της Λιλίκας Νάκου», στο  Θεοδόσης Πυλαρινός (επιμ.), ό.π., σ. 65, σσ. 63-73.
[11] Θεοδόσης Πυλαρινός, «Οι άνδρες της Λιλίκας Νάκου», στο Θεοδόσης Πυλαρινός (επιμ.), ό.π., σσ. 24-26, σσ. 23-38.
[12] Θανάσης Νάκας, «Λιλίκα Νάκου: Μια νέα επίσκεψη στη ζωή και το έργο της», στο Θεοδόσης Πυλαρινός (επιμ), ό.π., σσ. 8-9, σσ. 7-22. Ελένη Βησσαράκη, ό.π., σ. 4.
[13] Βάσω Οικονομοπούλου, ό.π., σ. 66.
[14] Ανώνυμος, «Λιλίκα Νάκου», Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια Ελλήνων λογοτεχνών, τόμ. 3ος, εκδόσεις Παγουλάτου, χ.χ., σ.138, σσ. 135-138. Θανάσης Νάκας, ό.π., σ. 10.
[15] Ελένη Βησσαράκη, ό.π., σ. 4-5.
[16] Αλέξης Ζήρας, «Λιλίκα Νάκου», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. 7ος, σ. 156.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου