Μαριάνθη Μπέλλα
εκπαιδευτικός
Γεννήθηκε
το 1880 στην Αδριανούπολη όπου ο πατέρας της υπηρετούσε ως πρόξενος. Σπούδασε
θεωρία της μουσικής, πιάνο, ξένες γλώσσες και είχε μεγάλη εγκυκλοπαιδική
μόρφωση. Το 1900 εργάστηκε ως δασκάλα και καθηγήτρια πιάνου στο «Ωδείο Αθηνών».
Το 1919 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του «Ελληνικού Ωδείου», του οποίου διετέλεσε
έφορος για αρκετά χρόνια. Ήταν αδελφή της Θεώνης Δρακοπούλου, γνωστής ως
«Μυρτιώτισσας». Παντρεύτηκε τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο, δικηγόρο, λογοτέχνη, υπουργό
των πρώτων κυβερνήσεων του Βενιζέλου, ιδρυτή του Εργατικού Κέντρου Αθήνας και εισηγητή
της εργατικής νομοθεσίας.
Από νέα
προβληματιζόταν για τη υποδεέστερη θέση των γυναικών, την καταπίεσή τους και
τον αποκλεισμό τους από την κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου. Το ενδιαφέρον
της για τις συνθήκες ζωής των γυναικών αποτυπώθηκε σε τρία διηγήματα που
έγραψε, στα οποία οι γυναίκες βίωναν το αδιέξοδο και υποκύπτοντας στη μοίρα
τους οδηγούνταν στη φυγή, τον συμβιβασμό ή τον θάνατο[1].
Οι δράσεις που ανέπτυξε κατά το διάστημα 1910-1920 αποσκοπούσαν στην υπέρβαση
των κοινωνικών προκαταλήψεων και την ανατροπή των συμβάσεων. Κατά την περίοδο
αυτή ανέλαβε πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση συλλογικοτήτων και ασχολήθηκε με την εκπαίδευση των κοριτσιών της εργατικής
τάξης.
Πρωτοστάτησε
στην ίδρυση του «Κυριακού Σχολείου Εργατριών», το οποίο λειτούργησε από το 1911 μέχρι το 1922 με την υποστήριξη του Εργατικού Κέντρου Αθήνας. Το Σχολείο παρείχε στις εργάτριες δωρεάν στοιχειώδη
εκπαίδευση, επαγγελματική μόρφωση και γνώσεις απαραίτητες για την βελτίωση των
συνθηκών της ζωής τους, τόσο ως εργατριών όσο και ως μητέρων. Για τη λειτουργία
του συνεργάστηκαν με την Θεοδωροπούλου οι: Άννα Μελά, Βέρθα Λέκκα, Κατίνα
Μαρούλη και Ελένη Ρουσοπούλου. Τα μαθήματα δίδαξαν μεταξύ άλλων οι: Άννα
Κατσίγρα, Ειρήνη Πράτσικα, Ευτέρπη Τσιλιμίγκρα, Ρόζα Ιωάννου (Ιμβριώτη), ο
γνωστός γλύπτης Θ. Θωμόπουλος, ενώ για την οργάνωση του προγράμματος
συνεργάστηκε ο Δημήτρης Γληνός. Η λειτουργία του Σχολείου εντάσσεται στο κλίμα
των βενιζελικών μεταρρυθμίσεων, επηρεάζεται από τις σοσιαλιστικές ιδέες και
υπηρετεί την αντίληψη που θεωρεί την εκπαίδευση και την εργασία προϋποθέσεις
για τη χειραφέτηση των γυναικών[2].
Η
Θεοδωροπούλου ανέπτυξε σημαντική κοινωνική δράση και δραστηριοποιήθηκε στους πολέμους
του 1897 και του 1912-13, προσφέροντας τις υπηρεσίες της ως εθελόντρια νοσοκόμος.
Τιμήθηκε για την δράση της με τα μετάλλια του Ερυθρού Σταυρού, της Βασίλισσας
Όλγας, του Βαλκανικού Πολέμου και του Ελληνο-βουλγαρικού Πολέμου. Το 1918
ίδρυσε μαζί με άλλες γυναίκες (Νίνα Φωκά, Ελευθερία Π. Βουρλούμη, Ελένη
Βλαβιανού, Ελένη Μελά, Μαρία Κυριακίδου και Θάλεια Μπαχά), τον σύνδεσμο «Αδελφή του
Στρατιώτου», με σκοπό την ηθική και υλική υποστήριξη του Έλληνα στρατιώτη
και την αντιμετώπιση των προβλημάτων που είχαν δημιουργήσει οι συνεχείς πόλεμοι.
Παράλληλα, οι γυναίκες που συμμετείχαν στον σύνδεσμο επιδίωκαν να κινηθούν στον
δημόσιο χώρο, διεκδικώντας την αναγνώρισή τους ως δρώντων κοινωνικών
υποκειμένων. Όπως τόνιζε η Θεοδωροπούλου οι λόγοι για τους οποίους οι γυναίκες
συμμετείχαν στον εθνικό αγώνα ήταν η επιθυμία τους να αποδείξουν ότι «αν εκάναμε
το καθήκον μας στους πολέμους, ξέρουμε να το κάνουμε και στην ειρήνη και πως ο
προορισμός μας δεν είναι μονάχα να γιατρεύουμε πληγές, μα και να σταθούμε
περήφανες και ισότιμες πλάι στις γυναίκες του κόσμου όλου, που αγωνίζονται
ηρωικά για τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την ειρήνη». Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην
«ξαφνική, τεράστια πρόοδο στο γυναικείο ζήτημα» που κέρδισαν οι γυναίκες χωρών
οι οποίες δοκιμάστηκαν από εσωτερικές ταραχές και επαναστάσεις. Πολλές από
αυτές πήραν το δικαίωμα ψήφου «σαν ένα πράγμα φυσικό μαζί με την εθνική
ανεξαρτησία». Η Ελλάδα όμως δεν συγκαταλεγόταν σε αυτές, παρόλο που οι
Ελληνίδες συμμετείχαν ενεργά σε όλους τους εθνικούς αγώνες επιδεικνύοντας
ξεχωριστό πατριωτισμό και αυτοθυσία[3].
Ο σύνδεσμος «Αδελφή του Στρατιώτου» περιλάμβανε τα τμήματα: αλληλογραφίας μετώπου,
διεκπαιρεώσεως υποθέσεων στρατιωτών και των οικογενειών τους, βιβλιοθήκης του
μετώπου, επισκέψεως νοσοκομείων, κατασκευής και παροχής ιματισμού, ευρέσεως εργασίας
στις οικογένειες των στρατιωτών, εορτών και εράνων. Ακολούθησε η ίδρυση
περιφερειακών τμημάτων σε 12 πόλεις της Ελλάδας, και η ίδρυση του «Σπιτιού του
Στρατιώτη», στην Αθήνα και τον Πειραιά, για την προσφορά στέγης στους
αδειούχους στρατιώτες που δεν είχαν άλλο κατάλυμα. Ο σύνδεσμος λειτούργησε ως
τις αρχές του 1920 που συγχωνεύτηκε στο Πατριωτικό Ίδρυμα του Υπουργείου
Περιθάλψεως, ως αυτοτελές τμήμα του, και εξακολούθησε τη λειτουργία του ως τον
Μάρτιο του 1922[4].
Στη συνέχεια η Θεοδωροπούλου δραστηριοποιήθηκε στο δημοτικιστικό και στο φεμινιστικό κίνημα. Τον
Ιανουάριο του 1920, πρωτοστάτησε στην ίδρυση του φεμινιστικού σωματείου
«Σύνδεσμος Ελληνίδων για τα Δικαιώματα της Γυναίκας» που διεκδικούσε την άμεση
χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες, η οποία θα άνοιγε τον δρόμο για τη
χειραφέτησή τους σε όλους τους τομείς. Δεδομένου ότι βάση της φεμινιστικής διεκδίκησης ήταν η γυναικεία εργασία, ο
Σύνδεσμος ασχολήθηκε με τις διεκδικήσεις των γυναικών δημοσίων υπαλλήλων, καθώς
και με τις συνθήκες εργασίας των εργατριών.
Η
Θεοδωροπούλου ήταν αντιπρόεδρος του Συνδέσμου μαζί με την Ελένη Πολιτάκη, με
πρόεδρο τη Μαρία Νεγροπόντη, γραμματέα τη Μαρία Δεσύπρη (μετέπειτα Σβώλου) και
ταμία την Καλλιόπη Παπαγεωργίου. Το σωματείο ήταν μέλος της «Διεθνούς Ένωσης
για την Γυναικεία Ψήφο» (International Woman
Suffrage Alliance) η οποία αγωνιζόταν
για άμεση απονομή πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες όλου του κόσμου. Η
Θεοδωροπούλου θεωρούσε ότι «Σήμερα κανείς δεν μπορεί ν’ αγνοήση το γυναικείο
ζήτημα, οποιαδήποτε γνώμη κι’ αν έχη γι’αυτό. Η φωνή της γυναίκας, παράπονο,
θρήνος, διαμαρτυρία, γεμίζει την ατμόσφαιρα, κι’ ολοένα γίνεται πιο δυνατή και
πιο επίμονη. […] Καμμιά δύναμη δεν μπορεί πιά να επιβάλη σιγή στην επιτακτική
αυτή κραυγή. […] Είναι ένα κίνημα που από καιρό δυνάμωνε υποσυνείδητα. Όμοια με
ένα ποτάμι, που αθώρητα πληθαίνουν τα νερά του κάτω από τη γη, ξεχύθηκε τώρα κι
απλώθηκε στον κόσμο όλο»[5].
Ο Σύνδεσμος
ήταν μέλος του «Εθνικού Συμβουλίου των Ελληνίδων Γυναικών», που αποτελούσε την
ελληνική ομοσπονδία γυναικείων σωματείων, συνεργαζόταν με τα μέλη του και δημοσίευε
στον περιοδικό του Ελληνίς τις δραστηριότητές
του. Χρησιμοποιούσε, για την επίτευξη των στόχων του, ένα ευρύ φάσμα μορφών
αγώνα όπως: τη συγγραφή θεωρητικών κειμένων και εργασιών, τα οποία
δημοσιεύονταν στη σειρά «Φεμινιστική Βιβλιοθήκη», τη δημοσίευση άρθρων στον
ημερήσιο και περιοδικό τύπο, την οργάνωση διαλέξεων και ομιλιών, την ίδρυση
σχολών, την κατάθεση διαβημάτων, υπομνημάτων και νομοσχεδίων. Κατά τον πρώτο
χρόνο της δράσης του (1920), τα μέλη του επεξεργάστηκαν και κατέθεσαν ψήφισμα
υπέρ των δικαιωμάτων των Ελληνίδων, υπόμνημα περί σωματεμπορίας και υπόμνημα
για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Βενιζέλου. Αντλούσαν
την επιχειρηματολογία τους από τον κλασικό φιλελευθερισμό και
υιοθετούσαν τις αρχές τις ισότητας, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας
του ατόμου. Είχαν στενή σχέση με το κίνημα του εκπαιδευτικού
δημοτικισμού, συμμετείχαν στον Εκπαιδευτικό Όμιλο (σωματείο των δημοτικιστών) και χρησιμοποιούσαν τη
δημοτική γλώσσα για την διατύπωση των αιτημάτων τους. Στον τομέα της εκπαίδευσης διεκδικούσαν
ευρύτερη μόρφωση που ήταν απαραίτητο εφόδιο για την πνευματική και ηθική
ανύψωση των γυναικών και ένα σχολικό σύστημα που να αναγνωρίζει και να
κατοχυρώνει το δικαίωμά τους στην εργασία[6].
Στον
απολογισμό του 1920 η Θεοδωροπούλου ανέφερε ότι ο Σύνδεσμος θα επιδίωκε «την
καθιέρωση της ισότητας για τα δύο φύλα από πολιτική, αστική και κοινωνική άποψη» και θα έθετε «τις βάσεις
μιας ενιαίας γυναικείας πολιτικής, που την καθιέρωσή της θα επιδιώξει με όλα
του τα μέσα». Στο πλαίσιο των διαλέξεων
του Συνδέσμου έκανε, στις αρχές του 1921, μια διάλεξη στην αίθουσα του
«Ελληνικού Ωδείου» με θέμα «Οι ηρωίδες της Ιδέας», στην οποία ανέλυσε τη σκέψη
και τη δράση τριών σημαντικών γυναικών: της Υπατίας, της κας Ρολλάν και της
Ρόζας Λούξεμπουργκ. Θεωρούσε τις γυναίκες αυτές «οδηγούς εις τας μεγάλας ιδέας της εποχής των», καθώς η πρώτη
θυσιάστηκε για το ιδανικό της ελευθερίας της φιλοσοφικής σκέψης, η δεύτερη για
το ιδανικό της πολιτικής ελευθερίας και η τρίτη για το ιδανικό της κοινωνικής
επανάστασης[7].
Έγραψε επίσης πολλά θεωρητικά φεμινιστικά κείμενα και εργασίες μέσα από τα
οποία ζητούσε «μεταρρυθμίσεις που έχουν σκοπό να καλυτερέψουν τη θέση της
γυναίκας στην οικογένεια, στην κοινωνία, στην εργασία»[8].
Πρωτοστάτησε στην ίδρυση νέων σχολών για την βελτίωση και αναβάθμιση του μορφωτικού
επιπέδου των γυναικών. Οι γυναίκες έπρεπε να αποδείξουν ότι άξιζαν τα
δικαιώματα τα οποία διεκδικούσαν και την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Έπρεπε
λοιπόν να αποκτήσουν γνώσεις, δεξιότητες και διανοητικά εργαλεία για να μπορούν
να αναλύουν την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσαν. Τη
μορφωτική αυτή σκευή ήρθε να δώσει σε γυναίκες της αστικής τάξης η «Ανωτέρα
Γυναικεία Σχολή» (1921-23), στην εφορευτική επιτροπή της οποίας συμμετείχε η
Θεοδωροπούλου και άλλα δύο μέλη του Δ.Σ. του Συνδέσμου. Η Σχολή είχε σκοπό να
δώσει στις γυναίκες ανώτερη ιστορική, φιλοσοφική, κοινωνιολογική και
καλλιτεχνική μόρφωση ώστε να συνειδητοποιήσουν τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις
τους και να λάβουν μέρος στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου. Το πρόγραμμα
της Σχολής είχε ως άξονα το ιδανικό του «Γυναικείου Ανθρωπισμού», το οποίο
ανέπτυξε ο διευθυντής Δημήτρης Γληνός στο εναρκτήριο μάθημα, και περιλάμβανε
μαθήματα Φιλοσοφίας, Ψυχολογίας, Ιστορίας του Πολιτισμού, Τέχνης και Αισθητικής
και Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Το πρόγραμμα συμπληρωνόταν με τρεις σειρές
διαλέξεων (φυσιογνωστικής, πολιτικοοικονομικής και λογοτεχνικής) και
φροντιστήρια για την πρακτική άσκηση των φοιτητριών. Η Σχολή λειτούργησε με
επιτυχία επί δύο χρόνια (1921-23) προσελκύοντας μεγάλο αριθμό φοιτητριών, και
εξασφαλίζοντας τη συνεργασία διαπρεπών διανοουμένων και επιστημόνων[9].
Από το
1922 και μέχρι το 1958 η Θεοδωροπούλου ήταν πρόεδρος του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της
Γυναίκας και από το 1958 μέχρι το 1963 επίτιμη πρόεδρός του. Υιοθετούσε την
πολιτική των συνεργασιών με γυναίκες με τις οποίες ήταν πολλά χρόνια μαζί, όπως
η Ρόζα Ιωάννου (Ιμβριώτη), και με νέες όπως η Μαρία Δεσύπρη (Σβώλου), αλλά και με
άνδρες από τον χώρο της διανόησης και της πολιτικής, όπως ο Δημήτρης Γληνός, ο
Αλέξανδρος Σβώλος, ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος, κ.ά. Το 1923 κυκλοφόρησε
το πρώτο τεύχος του δελτίου του Συνδέσμου Ο
Αγώνας της Γυναίκας, του οποίου ήταν διευθύντρια. Το σύνθημα που προβαλλόταν
στην πρώτη σελίδα του ήταν: «Ζητούμε δικαιώματα πολιτικά, αστικά και οικονομικά
ίσα και όμοια για τη γυναίκα και τον άνδρα»[10].
Κυκλοφόρησε μέχρι το 1936, όταν η δικτατορία Μεταξά έκλεισε τον Σύνδεσμο και
κατάσχεσε το αρχείο του. Η δράση του Συνδέσμου και η κυκλοφορία του δελτίου του
συνεχίστηκε μετά την Απελευθέρωση, το 1945.
Μετά
την Μικρασιατική Καταστροφή, ο Σύνδεσμος ενεπλάκη στην προσπάθεια της
περίθαλψης των προσφύγων. Το 1922 ίδρυσε την «Επιτροπή Κοινωνικής
Πρόνοιας», που επόπτευε καταυλισμούς προσφύγων, το «Γραφείο πληροφοριών για πρόσφυγες» και το
ορφανοτροφείο «Εθνική Στέγη», που στεγαζόταν στο κτήριο του Χαροκόπειου, στην
Καλλιθέα. Σε αυτό συντηρούνταν 85 ορφανές προσφυγοπούλες από τη Μικρά Ασία, οι
οποίες εκπαιδεύονταν στην κατασκευή ψάθινων επίπλων και πλεκτών ειδών, τα οποία
πωλούνταν σε τιμές ασυναγώνιστες. Το ορφανοτροφείο συντηρούνταν από δωρεές εύπορων
φίλων του και από τις εισπράξεις της εργασίας των ορφανών[11].
Διευθύντριά του ήταν η Άννα Παπαδημητρίου, η οποία, μετά από μακρόχρονη συνεργασία στο διοικητικό
συμβούλιο του Συνδέσμου, αφοσιώθηκε ολόψυχα στο έργο της οργάνωσης και
λειτουργίας του.
Ενδιαφέρον έχει η αναφορά της Θεοδωροπούλου στο 9ο Συνέδριο της «Διεθνούς Ένωσης
για τη Γυναικεία Ψήφο» που έγινε στη Ρώμη το Μάιο του 1923, καθώς παρέχει πληροφορίες για την πορεία και τις κατακτήσεις του ελληνικού φεμινιστικού
κινήματος μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αναφέρει ότι η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν
δύσκολη λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πρόοδος,
όπως είχε ήδη γίνει σε άλλες χώρες, σε σημαντικά ζητήματα (π.χ. στο δικαίωμα
ψήφου των γυναικών). Ωστόσο, έγιναν δύο σημαντικά βήματα: Το πρώτο ήταν ο νόμος
για τα διαζύγια που ψηφίστηκε τον Ιούνιο 1920, με τον οποίο οι γυναίκες είχαν
δικαίωμα στο διαζύγιο, όπως και οι άντρες. Το δεύτερο ήταν ο νόμος του Αυγούστου
1922 που εξίσωσε τους μισθούς ανδρών και γυναικών δασκάλων των δημόσιων
σχολείων. Το ζήτημα της γυναικείας ψήφου ήταν αντικείμενο διεκδίκησης των
γυναικών και συζήτησης στην ελληνική κοινωνία. Το 1920, ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος
Βενιζέλος είχε δηλώσει οπαδός του αιτήματος της γυναικείας ψήφου και είχε υποστηρίξει
ότι αν η πλειοψηφία των γυναικών ζητούσε πολιτικά δικαιώματα, τότε αυτά έπρεπε
να δοθούν. Το θέμα ετέθη προς συζήτηση τον προηγούμενο χρόνο (1922), στο πλαίσιο
της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, όμως η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη γιατί η προσοχή όλων ήταν στραμμένη στα γεγονότα της Μικράς Ασίας. Το ζήτημα παρέμεινε
ανοικτό και ήταν δυνατόν, στην επόμενη συζήτηση για την αναθεώρηση, να τεθεί εκ
νέου, με καλές προοπτικές. Όμως, η επανάσταση που ξέσπασε μετά τη Μικρασιατική
Καταστροφή διέλυσε το Κοινοβούλιο και η αναθεώρηση του συντάγματος σταμάτησε.
Σε ειρηνικούς καιρούς θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να τεθεί πιο
αποτελεσματικά το ζήτημα. Αυτή την περίοδο οι γυναικείες οργανώσεις έχουν
εμπλακεί στη βοήθεια των θυμάτων της Μικρασιατικής Καταστροφής και δεν υπάρχουν
όροι για την ανάπτυξη γυναικείου κινήματος. Όμως, όλα αυτά τα χρόνια έχουν
γίνει σημαντικά βήματα. Αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των γυναικών που σπουδάζει
στο πανεπιστήμιο και εργάζεται σε τράπεζες και γραφεία. Ο μεγάλος αριθμός των γυναικών
προσφύγων θα γίνει αφορμή να ανοίξουν νέοι κλάδοι εργασίας για τις γυναίκες. Ο Σύνδεσμος
μελετά με μεγάλη προσοχή και εργάζεται συστηματικά για το ζήτημα της
επαγγελματικής μόρφωσης των γυναικών[12].
Το 1923
η Θεοδωροπούλου πρωτοστάτησε στην ίδρυση της «Μικρής Αντάντ Γυναικών» στην οποία συμμετείχαν
φεμινιστικές οργανώσεις της Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας, Πολωνίας,
Τσεχοσλοβακίας και Ελλάδας. Ο στόχος της ήταν διπλός: αφενός να ενθαρρύνει την
πρόοδο στα γυναικεία ζητήματα της ισοπολιτείας, της μητρότητας, της υπερεκμετάλλευσης
των γυναικών ως εργαζομένων και ως θυμάτων κακοποίησης και δουλεμπορίου και
αφετέρου να ενθαρρύνει την οικονομική και πολιτισμική επικοινωνία των χωρών που
συμμετείχαν, την τελωνειακή τους ένωση, την αποτροπή της αύξησης των
στρατιωτικών εξοπλισμών και των πολεμικών συγκρούσεων προς όφελος της ειρήνης. Η
Θεοδωροπούλου έλαβε μέρος σε ετήσια συνέδρια που έγιναν στις πρωτεύουσες των
πέντε χωρών[13].
Συνεχίζοντας το εκπαιδευτικό έργο του Συνδέσμου, το 1925 ίδρυσε μαζί με την Μαρία Σβώλου την «Εσπερινή Σχολή Γυναικών
Υπαλλήλων», με σκοπό την συμπλήρωση της γενικής και επαγγελματικής μόρφωσης των
γυναικών υπαλλήλων. Στα εγκαίνια της Σχολής, η Θεοδωροπούλου παρουσίασε το
σκεπτικό της ίδρυσής της και τον σκοπό της. Υποστήριξε ότι «η γυναίκα
μπαίνοντας σε οποιαδήποτε υπηρεσία, δημόσια ή ιδιωτική δεν έχει ποτέ τα ίδια
εφόδια με τον άντρα». Ακόμα και αν επιτύχει σε ένα διαγωνισμό και προσληφθεί
δεν έχει τα προσόντα και τις γνώσεις που θα της επιτρέψουν να κερδίσει την
εμπιστοσύνη των προϊστάμενων της και να προαχθεί σε ανώτερες θέσεις. Οι
περισσότερες γυναίκες εργάζονται από ανάγκη, για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα
στην οικογένειά τους. Θεωρούν τη δουλειά
«το γιοφύρι που θα τις οδηγήσει στο γάμο» και όχι ένα μέσο που θα τους
εξασφαλίσει και μετά τον γάμο οικονομική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια απέναντι
στον σύζυγό τους. Δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι διάφορα προβλήματα και
αντιξοότητες μπορεί να τις αναγκάσουν να εργάζονται για όλη τους τη ζωή. Σε
όλες τις χώρες που η γυναικεία εργασία αναγνωρίζεται ως οικονομικός παράγοντας
απαραίτητος για την πρόοδο της κοινωνίας, η Πολιτεία και οι γυναικείες οργανώσεις
προσπαθούν να εφοδιάσουν τις γυναίκες με τα απαραίτητα εφόδια και τις γνώσεις,
ώστε να αντιμετωπίσουν με ενδιαφέρον και σοβαρότητα τη δουλειά τους και να
έχουν μια επιτυχημένη σταδιοδρομία. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί η «ισότητα των όρων εργασίας και για τα δύο
φύλα». Για όλους αυτούς τους λόγους ο Σύνδεσμος αποφάσισε να οργανώσει έναν
διετή κύκλο βραδινών μαθημάτων, με σκοπό τη συμπλήρωση της ατελούς μόρφωσης των
Ελληνίδων υπαλλήλων με την παροχή χρήσιμων γνώσεων που θα τους επέτρεπαν να
εξελιχτούν επαγγελματικά[14].
Η Σχολή παρά τις αντιξοότητες (οικονομικές δυσχέρειες, δύσκολες κοινωνικές συνθήκες,
δικτατορία Μεταξά, Πόλεμος, Κατοχή) λειτούργησε συνέχεια επί 40 χρόνια.
Παράρτημά της ήταν η «Σχολή Παιχνιδιών και Διακοσμητικής», η οποία ξεκίνησε τη
λειτουργία της το 1928 με πρακτικά τμήματα κατασκευής παιχνιδιών, διακοσμητικής
ξύλου, μετάλλου, δέρματος, γυαλιού, υφάσματος κ.λπ. και ένα χρόνο αργότερα (1929)
αυτονομήθηκε. Λειτούργησε αρχικά στην οδό Σόλωνος 132 και αργότερα σε ένα
διαμέρισμα στα Πατήσια, πριν μεταφερθεί στον Υμηττό και μετονομαστεί σε
«Παπαστράτειο Δημοτική Σχολή παιχνιδιών και Διακοσμητικής»[15].
Η Θεοδωροπούλου, το 1935, σε συνεργασία με τις Αλεξάνδρα Ιωαννίδη, Αγνή
Ρουσσοπούλου και Φανή Σαρεγιάννη, ίδρυσε τις εξοχές εργαζομένων γυναικών στην
Εκάλη, οι οποίες διαλύθηκαν από τον δικτάτορα Μεταξά γιατί αρνήθηκαν να
ενταχθούν στην ΕΟΝ.
Συνέχισε
τους αγώνες για ισοπολιτεία με σύστημα, θάρρος, δημοκρατική αντίληψη και διορατικότητα. Τον Μάρτιο του 1928 ο Σύνδεσμος
οργάνωσε την πρώτη δημόσια συγκέντρωση για την ψήφο στο θέατρο Απόλλων, στην
οποία συμμετείχαν 53 γυναικεία και μεικτά σωματεία. Ομιλήτριες ήταν η Μαρία
Σβώλου (Σύνδεσμος), η Αγνή Ρουσοπούλου (Εθνικό Συμβούλιο), η Δώρα Μοάτσου (γυναικεία
σωματεία Κρήτης), η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού (Διεθνής Σύνδεσμος Γυναικών και Σοσιαλιστικός
Όμιλος Γυναικών)και η Δώρα Βουρλούμη (Φοιτητική Συντροφιά)[16].
Η πρώτη
κατάκτηση για τις Ελληνίδες φεμινίστριες ήρθε τον Φεβρουάριο του 1930 όταν υπογράφτηκε
το διάταγμα που χορηγούσε στις γυναίκες ψήφο (μόνο το εκλέγειν) στις δημοτικές και
κοινοτικές εκλογές, με δύο περιορισμούς σχετικούς με την ηλικία και την μόρφωση:
Ο γυναίκες-ψηφοφόροι έπρεπε να έχουν συμπληρώσει τα τριάντα τους χρόνια και να
γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή. Λίγες ήταν εκείνες που απέκτησαν το δικαίωμα και
ακόμα λιγότερες εκείνες που έφτασαν μέχρι την κάλπη στις δημοτικές και
κοινοτικές εκλογές του 1934.
Τον Απρίλη του 1944 η Κυβέρνηση του Βουνού, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), παραχώρησε στις γυναίκες το δικαίωμα να εκλέξουν και να εκλεγούν αντιπρόσωποι-εκλέκτορες για την ανάδειξη των μελών του «Εθνικού Συμβουλίου». Οι ψηφοφόροι θα έπρεπε να είναι 18 ετών και άνω και οι υποψήφιοι 21 ετών και άνω. Σε σύνολο 207 εθνοσυμβούλων εκλέχτηκαν 5 γυναίκες εθνοσύμβουλοι: Η Μαρία Δεσύπρη-Σβώλου και η Καίτη Νισυρίου-Ζεύγου για την Αθήνα, η Χρύσα Χατζηβασιλείου για τον Πειραιά, η Μάχη Μαυροειδή από την Καλαμάτα και η Φωτεινή Φιλιππίδη από τη Λάρισα.
Μεταπολεμικά η Ελληνίδα βρέθηκε στην ίδια θέση που βρισκόταν στον Μεσοπόλεμο. Μέχρι το 1952 δεν κατατέθηκε στη Βουλή κανένα νομοσχέδιο για τη χορήγηση πλήρων πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά και τις φορές που δόθηκε κάποιο περιορισμένο εκλογικό δικαίωμα, γινόταν προσπάθεια να αναβληθεί η άσκησή του από τις γυναίκες-ψηφοφόρους[17]. Πλήρη πολιτικά δικαιώματα απέκτησαν οι Ελληνίδες το 1952, αλλά στις εκλογές του ίδιου χρόνου δεν ψήφισαν πολλές γυναίκες γιατί δεν είχαν ενημερωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι. Ωστόσο, το 1953, σε επαναληπτική εκλογή στη Θεσσαλονίκη, εξελέγη η πρώτη γυναίκα βουλευτής. Ήταν η Ελένη Σκούρα (Ελληνικός Συναγερμός), που μαζί με τη Βιργινία Ζάννα (Κόμμα Φιλελευθέρων), ήταν οι δυο πρώτες υποψήφιες για το βουλευτικό αξίωμα. Το γυναικείο κίνημα πέτυχε τη μεγαλύτερη νίκη του όταν στο Σύνταγμα του 1975 καθιερώθηκε η αρχή της ισότητας των δυο φύλων.
Τον Απρίλη του 1944 η Κυβέρνηση του Βουνού, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), παραχώρησε στις γυναίκες το δικαίωμα να εκλέξουν και να εκλεγούν αντιπρόσωποι-εκλέκτορες για την ανάδειξη των μελών του «Εθνικού Συμβουλίου». Οι ψηφοφόροι θα έπρεπε να είναι 18 ετών και άνω και οι υποψήφιοι 21 ετών και άνω. Σε σύνολο 207 εθνοσυμβούλων εκλέχτηκαν 5 γυναίκες εθνοσύμβουλοι: Η Μαρία Δεσύπρη-Σβώλου και η Καίτη Νισυρίου-Ζεύγου για την Αθήνα, η Χρύσα Χατζηβασιλείου για τον Πειραιά, η Μάχη Μαυροειδή από την Καλαμάτα και η Φωτεινή Φιλιππίδη από τη Λάρισα.
Μεταπολεμικά η Ελληνίδα βρέθηκε στην ίδια θέση που βρισκόταν στον Μεσοπόλεμο. Μέχρι το 1952 δεν κατατέθηκε στη Βουλή κανένα νομοσχέδιο για τη χορήγηση πλήρων πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά και τις φορές που δόθηκε κάποιο περιορισμένο εκλογικό δικαίωμα, γινόταν προσπάθεια να αναβληθεί η άσκησή του από τις γυναίκες-ψηφοφόρους[17]. Πλήρη πολιτικά δικαιώματα απέκτησαν οι Ελληνίδες το 1952, αλλά στις εκλογές του ίδιου χρόνου δεν ψήφισαν πολλές γυναίκες γιατί δεν είχαν ενημερωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι. Ωστόσο, το 1953, σε επαναληπτική εκλογή στη Θεσσαλονίκη, εξελέγη η πρώτη γυναίκα βουλευτής. Ήταν η Ελένη Σκούρα (Ελληνικός Συναγερμός), που μαζί με τη Βιργινία Ζάννα (Κόμμα Φιλελευθέρων), ήταν οι δυο πρώτες υποψήφιες για το βουλευτικό αξίωμα. Το γυναικείο κίνημα πέτυχε τη μεγαλύτερη νίκη του όταν στο Σύνταγμα του 1975 καθιερώθηκε η αρχή της ισότητας των δυο φύλων.
Η Θεοδωροπούλου έλαβε
μέρος σε πολλά συνέδρια για τα δικαιώματα της γυναίκας (1920 Γενεύη, 1923 Ρώμη,
1926 Παρίσι, 1929 Βερολίνο, 1935 Κωνσταντινούπολη, 1946 Ιντερλάκεν Ελβετίας,
1952 Νεάπολη). Στο διεθνές συνέδριο της Γενεύης εξελέγη μέλος της Διασκέψεως
της Διεθνούς Ενώσεως για την ισοπολιτεία της γυναίκας.
Έγραψε πολλά έργα
όπως : Η μουσική δια μέσου των αιώνων
(1911), Μουσικές μελέτες: Ίαμβοι και Ανάπαιστοι Παλαμά –Καλομοίρη
(1915), Μουσικές
ομιλίες: Μπαχ, Μπετόβεν, Βάγκνερ (1915), Ιστορία της Μουσικής (τ. Α΄: 1924, τ.
Β΄: 1937), Η μουσική και το παιδί
(1935), Δέκα Μεγάλοι Μουσουργοί (1957).
Συνεργάστηκε με
πολλές εφημερίδες (Εστία, Ακρόπολις, Έθνος, Μάχη, Ασύρματος, Ελευθέρα Γνώμη,
Πρωΐα, κ.ά.) και περιοδικά (Παναθήναια, Εργασία, Αγγλοελληνική Επιθεώρησις, Νέα
Εστία, Καινούρια Εποχή), γράφοντας άρθρα και κριτικές μουσικού περιεχομένου.
Πέθανε στην Αθήνα
στις 20 Ιανουαρίου 1963 στο νοσοκομείο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, από καρδιακή
ανεπάρκεια και οξύ πνευμονικό οίδημα. Η Αγγλίδα φεμινίστρια λαίδη Μάργκαρετ Κόρμπετ
Άσμπυ, συνεργάτρια της Θεοδωροπούλου επί πολλά χρόνια, και πρόεδρος της Διεθνούς
Ένωσης Γυναικών, έγραψε στο Δελτίο International
Women’s News (φύλλο του Απριλίου 1963) : «Ο αιφνίδιος θάνατος της Αύρας
Θεοδωροπούλου είναι μια θλιβερή είδηση για όλους εμάς που θυμόμαστε τα πολλά
χρόνια που υπήρξε συνεργάτριά μας στη διοίκηση της Alliance. Η Αύρα υπήρξε μια
εργάτρια της ιδέας με μεγάλη καρδιά σε εποχή που ο φεμινισμός στην Ελλάδα
απείχε πολύ από το να γίνεται
παραδεκτός. Η Αύρα είχε απέραντο θάρρος και φωτεινό πνεύμα και ενέπνεε όλους
όσους εργάζονταν μαζί της»[18].
[1] Αλέκα Μπουτζουβή-Μπανιά, «Λογοτεχνία
και φεμινισμός: Γυναικεία πρότυπα στα 3 διηγήματα της Αύρας Θεοδωροπούλου», Δίνη φεμινιστικό περιοδικό, 2 (1987), σ.
86.
[2] Αλέκα
Μπουτζουβή, Αύρα Θεοδωροπούλου:
δραστηριότητες, ιδεολογία και στρατηγικές της χειραφέτησης 1910-1922,
Διδακτορική διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ,
Αθήνα, Μάρτιος 2003, σσ. 32-33.
Αλέκα Μπουτζουβή, «Γυναικείο κίνημα. Όψεις και
δράσεις 1909-1922», στο Β. Παναγιωτόπουλος (Επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770—2000, τόμ. 6ος (Από το κίνημα στο Γουδί ως τη Μικρασιατική
Καταστροφή), σ. 285, σσ. 283-292.
[3] Αλέκα
Μπουτζουβή, Αύρα Θεοδωροπούλου, ό.π.,
σ. 167-168.
[4] Αλέκα Μπουτζουβή, «Γυναικείο κίνημα.
Όψεις και δράσεις 1909-1922», ό.π., σσ. 288-289.
[5] Αύρα Θεοδωροπούλου, Ο αγώνας της γυναίκας, εκδ. Φεμινιστική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1923, σσ. 3-4.
[6] Έφη Αβδελά και Αγγέλικα Ψαρρά, Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου:
Μια ανθολογία, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1985, σσ. 38-40, 528.
[7] «Τέχνη», Ελληνίς, τόμ. Α΄, 1 (1921), σ. 28.
[8] Αύρα Θεοδωροπούλου, Ο αγώνας της γυναίκας, ό.π., σ. 20.
[9] Μαριάνθη Μπέλλα, Η Ανωτέρα Γυναικεία Σχολή (1921-1923)
- Ένα προδρομικό παιδαγωγικό και πολιτικό εγχείρημα του Δημήτρη Γληνού,
εκδ. Τόπος, Αθήνα 2018.
[10] Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Α΄, αριθ. 1-2, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1923.
[11] «Σύνδεσμος Ελληνίδων υπέρ των
δικαιωμάτων της γυναικός, Ορφανοτροφείο “Εθνική Στέγη”», Ο Αγώνας της Γυναίκας, αριθ. 1-2 Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1923, σ. 8.
[12] Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Α΄, αριθ. 1-2, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1923, σσ. 2-4.
[13] Δήμητρα Σαμίου, «Οι
Ελληνίδες 1922-1940. Κοινωνικά ζητήματα και φεμινιστικές διεκδικήσεις», στο Β.
Παναγιωτόπουλος (Επιμ.), Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 7ος (Από
την Αβασίλευτη δημοκρατία στη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου), εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 73, σσ. 65-76.
[14] «Η εισηγητική ομιλία της κ. Αύρας
Θεοδωροπούλου», Ο Αγώνας της Γυναίκας,
έτος Γ΄, αριθ. 25, Οκτώβριος 1925, σσ. 1-3.
[15] «Η Εσπερινή Επαγγελματική Σχολή
Γυναικών Υπαλλήλων», Ο Αγώνας της
Γυναίκας, έτος Ε΄, αριθ. 74-75, 30 Αυγούστου 1928, σ. 5. «Οι Σχολές μας», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Ε΄, αριθ. 101, 30
Σεπτεμβρίου 1929, σ. 7. «Σχολή Παιχνιδιών και Διακοσμητικής», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Ζ΄, αριθ. 143, Ιούνιος
1931, σσ. 1-3.
[16] Αγγέλικα Ψαρρά, «Μικρό χρονικό σε
τρεις πράξεις: «αστικός» και «σοσιαλιστικός» φεμινισμός στη δεκαετία του 20», Δίνη φεμινιστικό περιοδικό, 3 (1988), σ.
44, σσ. 38-45.
[17] Δήμητρα Σαμίου, «Τα πολιτικά
δικαιώματα των Ελληνίδων (1864-1952)», Μνήμων
12 (1989), σ. 171, σσ. 161-172.
[18] http://www.24grammata.com/?p=24013.
Τελευταία επίσκεψη 27/2/2019.
Ο Αγώνας της Γυναίκας, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, https://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=40129&seg=
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου