της Μαριάνθης
Μπέλλα
Η Ιωάννα Στεφανόπολι γεννήθηκε
στην Αθήνα το 1875. Ήταν κόρη του δημοσιογράφου Αντώνιου Στεφανόπολι, εκδότη
της γαλλόφωνης εφημερίδας Messager
d’ Athènes
(Αγγελιοφόρος της Αθήνας), και από την παιδική της ηλικία διακρινόταν
για την ευφυία της της. Διδάχτηκε τα στοιχειώδη μαθήματα από την θεία της Σμόλτσε,
η οποία αργότερα έγινε διευθύντρια στο παρθεναγωγείο της Παλλάδος στην
Κωνσταντινούπολη. Φοίτησε στο ανώτερο τμήμα του «Ελληνικού Παρθεναγωγείου» της
Αικατερίνης Λασκαρίδου και διακρίθηκε για τις επιδόσεις της. Επειδή την εποχή
αυτή δεν υπήρχαν γυμνάσια θηλέων, η Στεφανόπολι συνέχισε την εκπαίδευσή της κατ’οίκον
με ιδιωτικούς δασκάλους που της δίδαξαν τα μαθήματα του γυμνασίου τα οποία δεν
διδάσκονταν στα παρθεναγωγεία της εποχής. Τον Ιούνιο του 1889 έλαβε μέρος στις
γυμνασιακές απολυτήριες εξετάσεις και κατάφερε να επιτύχει και να πάρει τον
μεγαλύτερο βαθμό μεταξύ 60 διαγωνιζομένων.
Το 1890 έκανε αίτηση στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο τότε πρύτανης Γ. Μιστριώτης εξέτασε την αίτησή της και εξέθεσε λεπτομερώς τον προβληματισμό των πανεπιστημιακών αρχών. Η Φιλοσοφική Σχολή θεώρησε το θέμα πολύ σοβαρό και το παρέπεμψε στην Ακαδημαϊκή Σύγκλητο. Η Σύγκλητος αφού ανέλυσε τη νομική, κοινωνική και πρακτική πλευρά του θέματος, απεφάνθη ότι κάτι τέτοιο ήταν ακόμα πρόωρο για την Ελλάδα, αλλά «εν απορία ευρισκομένη», ζήτησε τη γνώμη του Υπουργείου, το οποίο τελικά έκανε δεκτή την αίτηση της Στεφανόπολι να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο.
Το 1890 έκανε αίτηση στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο τότε πρύτανης Γ. Μιστριώτης εξέτασε την αίτησή της και εξέθεσε λεπτομερώς τον προβληματισμό των πανεπιστημιακών αρχών. Η Φιλοσοφική Σχολή θεώρησε το θέμα πολύ σοβαρό και το παρέπεμψε στην Ακαδημαϊκή Σύγκλητο. Η Σύγκλητος αφού ανέλυσε τη νομική, κοινωνική και πρακτική πλευρά του θέματος, απεφάνθη ότι κάτι τέτοιο ήταν ακόμα πρόωρο για την Ελλάδα, αλλά «εν απορία ευρισκομένη», ζήτησε τη γνώμη του Υπουργείου, το οποίο τελικά έκανε δεκτή την αίτηση της Στεφανόπολι να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο.
Μέχρι τότε οι γυναίκες στην
Ελλάδα ήταν αποκλεισμένες από τις πανεπιστημιακές σπουδές. Αυτό οφειλόταν στην αντίσταση
της κοινής γνώμης που είχε σχέση με τις αντιλήψεις για τον ρόλο και τη σφαίρα
δραστηριότητας των δύο φύλων, καθώς και στο γεγονός ότι η συμφοίτηση φοιτητών
και φοιτητριών θεωρούνταν κάπως πρόωρη για την χώρα μας την εποχή αυτή.
Το Αρσάκειο και τα
ιδιωτικά παρθεναγωγεία, στα οποία εκπαιδεύονταν μετά το δημοτικό σχολείο τα
κορίτσια των εύπορων οικογενειών, δεν ήταν αναγνωρισμένα από το κράτος ως
γυμνάσια και το δίπλωμα που παρείχαν δεν ήταν ισότιμο με το δίπλωμα του
γυμνασίου. Οπότε τα κορίτσια που επιθυμούσαν να συνεχίσουν έπρεπε να κάνουν
ιδιαίτερα μαθήματα κατ’οίκον και μετά να δώσουν εξετάσεις σε επιτροπή καθηγητών
για να πάρουν απολυτήριο γυμνασίου. Αν συγκρίνουμε το πρόγραμμα μαθημάτων των
παρθεναγωγείων και των γυμνασίων (τα οποία προορίζονταν μόνο για τα αγόρια) θα
παρατηρήσουμε ότι χρειαζόταν πολύ μεγάλη προσπάθεια και προετοιμασία από τα
κορίτσια α) για να συμπληρωθούν τα κενά στα μαθήματα που είχαν διδαχτεί «επί το
απλούστερον» ή με τρόπο ανάλογο «προς την γυναικείαν φύσιν» και τον προορισμό
τους στη ζωή και β) για να διδαχτούν κλάδους μαθημάτων που δεν
συμπεριλαμβάνονταν στο πρόγραμμα των παρθεναγωγείων, όπως τα λατινικά και τα
ανώτερα μαθηματικά. Η προετοιμασία με ιδιωτικά μαθήματα απαιτούσε πολύ χρόνο,
συστηματική μελέτη και οικονομική επιβάρυνση. Ωστόσο, αυξανόταν συνεχώς ο
αριθμός των μαθητριών που προσερχόταν στις εξετάσεις για την απόκτηση
απολυτηρίου γυμνασίου με σκοπό την εγγραφή στο πανεπιστήμιο.
Η Καλλιρρόη Παρρέν,
διευθύντρια της Εφημερίδος των Κυριών, μετά την εισαγωγή της Στεφανόπολι στο
πανεπιστήμιο πανηγύριζε: «Θρίαμβος!
Αληθής θρίαμβος δι’ ημάς!» και αισθανόταν δικαιωμένη, καθώς «οι
τετραετείς επίμονοι αγώνες μας επήνεγκον τέλος το ποθητόν αποτέλεσμα». Αφιέρωσε
πολλά άρθρα στη «δεσποινίδα Στεφανόπολι» την οποία θεωρούσε «αξία θερμοτάτων συγχαρητηρίων, διότι αυτή
πρώτη αψηφούσα τας προλήψεις σχολαστικών τινων και κατανικήσασα παν πρόσκομμα
κατώρθωσε να κάμη νέαν οδόν προόδου δια το γυναικείον φύλον, εν ω πολλάς έξει
εν των μέλλοντι οπαδούς»[1].
Λίγο αργότερα, το 1892 η Ιατρική Σχολή δέχτηκε τις αιτήσεις των αδελφών
Αλεξάνδρας και Αγγελικής Παναγιωτάτου. Επίσης, στη Φιλοσοφική Σχολή γράφτηκε η
Θηρεσία Ροκά και στη Μαθηματική Σχολή η Φλωρεντία Φουντουκλή[2].
Τον δρόμο των Ελληνίδων για ανώτερες σπουδές είχε ανοίξει λίγα χρόνια νωρίτερα η Σεβαστή Καλλισπέρη. Αφού αποφοίτησε από το ανώτερο παρθεναγωγείο της Σχολής Χιλλ, συνέχισε την εκπαίδευση της με οικοδιδασκάλους στα μαθήματα του γυμνασίου, και προσπάθησε να γραφτεί στο πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά δεν τα κατάφερε. Έτσι το 1885 γράφτηκε στη Φιλολογία της Σορβόννης και το 1891 πήρε το πτυχίο της. Η Παρρέν πρόβαλε την επιτυχία της με περηφάνια γιατί θεωρούσε ότι «Ολόκληρος ο γυναικείος κόσμος ιδία δε αι Ελληνίδες, δια του γεγονότος τούτου έκαμον εν έτι βήμα προς τα πρόσω»[3]. Την ίδια περίπου εποχή μια άλλη Ελληνίδα, η Μαρία Καλαποθάκη, σπούδαζε Ιατρική στη Σορβόννη. Οι γυναίκες αυτές άνοιξαν στην Ελληνίδα τον δρόμο της επιστημονικής και επαγγελματικής ζωής και της επιδίωξης θέσεων στην επαγγελματική ιεραρχία.
Η είσοδος των γυναικών
στο πανεπιστήμιο είχε σημαντικές επιπτώσεις και στη μέση εκπαίδευση. Αφού οι
υποψήφιες για το πανεπιστήμιο έπρεπε να διαθέτουν υψηλή μόρφωση, προβλήθηκε η
ανάγκη να δημιουργηθούν δημόσια δευτεροβάθμια σχολεία, να γενικευθεί η μέση
εκπαίδευση των κοριτσιών και να μην περιορίζεται σε μια μόνο κοινωνική τάξη.
Με άλλα λόγια διαμορφώνεται ένα νέο ζητούμενο: εκπαίδευση αντίστοιχη με αυτή των αγοριών που να εξασφαλίζει πιο πλατιά συμμετοχή των γυναικών στις πανεπιστημιακές σπουδές και τα επαγγέλματα. Όμως η μέση εκπαίδευση συνέχισε να είναι ιδιωτική για τα κορίτσια μέχρι το 1917
που, με τη βενιζελική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ιδρύθηκαν τα πρώτα δημόσια
ελληνικά σχολεία και γυμνάσια θηλέων.
Η συμφοίτηση των δύο
φύλων στις πανεπιστημιακές αίθουσες απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή από τη πλευρά των
φοιτητριών, καθώς οι αντιδράσεις των ανδρών συναδέλφων τους ήταν έντονες. Η
Στεφανόπολι «συνοδευόταν εκάστοτε υπό τους πατρός αυτής»[4]
και όπως έλεγε η ίδια αργότερα, οι συμφοιτητές της «την κοίταζαν σαν περίεργο φαινόμενο». Σύμφωνα με μαρτυρία του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που ήταν
συμφοιτητής με τις αδελφές Παναγιωτάτου, οι φοιτητές τις υποδέχονταν στο μάθημα
με μπαστουνοκρουσίες, ενώ ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, φίλος της οικογένειας
Παναγιωτάτου, διηγείται ότι «οι φοιτηταί
όταν τις έβλεπαν να μπαίνουν στο μάθημα τους εφώναζαν “στην κουζίνα! στην κουζίνα!”».
Για να αποφεύγονται οι ταραχές, οι φοιτήτριες έμπαιναν στο μάθημα ταυτόχρονα με
τον καθηγητή και κάθονταν στην πρώτη σειρά κοντά στην έδρα. Ο Ξενόπουλος συνεχίζει «τα
σταύρωναν τα καϋμένα τα κορίτσια και πολλές φορές ίσως να τάκαναν
ναναθεματίζουν την ώρα που αποφάσισαν τέτοιο τόλμημα. Ω ναι! οι πρώτες
φοιτήτριες και οι γονείς τους μαζί, ετράβηξαν πολλά, υπέφεραν,
εμαρτύρησαν για να ανοίξουν τον δρόμο στις σημερινές που περνούν με τόση
ευκολία στο Πανεπιστήμιο χωρίς πιά νακούνε από κανένα "Στην κουζίνα!"» Η κατάσταση αυτή άλλαξε από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, όταν όλο και περισσότερες γυναίκες αποφάσιζαν να σπουδάσουν στο πανεπιστήμιο (από τη μοναδική φοιτήτρια του ακαδημαϊκού έτους 1890-1891, περάσαμε στις 22 φοιτήτριες το 1914-1915 και στις 77 φοιτήτριες το 1919-1920), αψηφώντας τις αντιξοότητες και αποκαλύπτοντας στις πνευματικές τους δυνατότητες[5].
Φαίδων, "Στην κουζίνα!", Η διάπλασις των παίδων, έτος 42ον, αριθ. 13, 29 Φεβρουαρίου 1920. |
Η Ιωάννα Στεφανόπολι παρακολούθησε
τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο για μερικούς μήνες και κατόπιν συνέχισε τις
σπουδές της στο Παρίσι. Αργότερα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και
ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας του πατέρα της. Μετά το θάνατο του, το
1913, της ανατέθηκε η διεύθυνση του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων (ΑΠΕ). Ήταν η
πρώτη που έθεσε δημόσια το ζήτημα της ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων και
συνετέλεσε στο να καθιερωθεί διεθνώς η ονομασία «Δωδεκάνησος» αντί για «Ανατολικές
Σποράδες» που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε.
Με εντολή του
Υπουργείου, με το οποίο συνεργαζόταν η εφημερίδα Messager d’ Athènes, η
Στεφανόπολι έγραψε άρθρα στα γαλλικά για το καθεστώς των νησιών, τα οποία
αναδημοσιεύτηκαν σε αρκετές εφημερίδες, όπως και το βιβλίο Τα νησιά του Αιγαίου και τα προνόμιά τους, στα γαλλικά. Κατά τη
διάρκεια του Εθνικού Διχασμού υποστήριξε τον Βενιζέλο και πήγε στη Θεσσαλονίκη
για να συμπαρασταθεί στην Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης. Αργότερα, στις διαπραγματεύσεις
για τη σύνταξη της συνθήκης των Σεβρών, εκτέλεσε πολλές αποστολές για την
κυβέρνηση Βενιζέλου, ο οποίος την επαινούσε λέγοντας πως η Ελλάδα θα είχε πολλά
να ωφεληθεί αν διέθετε μερικούς άντρες σαν και αυτή τη γυναίκα. Μετά την ήττα της
βενιζελικής παράταξης στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, η Στεφανόπολι διέκοψε
την κυκλοφορία της εφημερίδας Messager d’ Athènes, αλλά την ξανάρχισε
το 1923 και τη συνέχισε μέχρι το 1941 που υποχρεώθηκε από τις κατοχικές δυνάμεις να την διακόψει.
Το 1951 της απονεμήθηκε
από τη γαλλική κυβέρνηση το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής για τις υπηρεσίες που
είχε προσφέρει για τη σύσφιξη των πολιτικών και πνευματικών δεσμών μεταξύ
Γαλλίας και Ελλάδας. Πέθανε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 1961. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της δώρισε όλη την περιουσία
της στη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων.
Το αρχείο της βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη.
Το αρχείο της βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη.
[1] «Η Δεσποινίς Στεφανόπολι φοιτήτρια
της Φιλοσοφικής Σχολής», Εφημερίς
των Κυριών, έτος Δ΄, αριθ. 181,
30 Σεπτεμβρίου 1890. «Η Δεσποινίς Σταφανόπολι», Εφημερίς των Κυριών, έτος Δ΄, αριθ. 182, 7 Οκτωβρίου 1890. «Ιωάννα
Στεφανόπολι», Εφημερίς των Κυριών,
έτος Δ΄, αριθ. 184, 21 Οκτωβρίου 1890.
[2] «Και άλλη Ελληνίς φοιτήτρια. Θηρεσία
Ροκά», Εφημερίς των Κυριών, έτος ΣΤ΄,
αριθ. 274, 27 Σεπτεμβρίου 1892. «Φλωρεντία Φουντουκλή, φοιτήτρια της
Μαθηματικής Σχολής», Εφημερίς των Κυριών,
έτος ΣΤ΄, αριθ. 278, 25 Οκτωβρίου 1892.
[3] «Ελληνίς προλύτις της φιλολογίας», Εφημερίς των Κυριών, έτος Ε΄, αρ. 221,
11 Αυγούστου 1891. «Μία Ελληνίς πτυχιούχος της Σορβόννης» Εφημερίς των Κυριών, έτος Ε΄, αριθ. 223, 25 Αυγούστου 1891.
[4] «Ιωάννα Στεφανόπολι», Εφημερίς των Κυριών, έτος Δ΄, αριθ. 184,
21 Οκτωβρίου 1890.
[5] Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, «Ανώτατη
Εκπαίδευση» στο Β. Δεληγιάννη και Σ. Ζιώγου (Επιμ.) Εκπαίδευση και φύλο. Ιστορική διάσταση και σύγχρονος προβληματισμός,
εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 352-353. Φαίδων, "Στην κουζίνα!", Η διάπλασις των παίδων, έτος 42ον, αριθ. 13, 29 Φεβρουαρίου 1920.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου