Σελίδες

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Υπαίθρια σχολεία στην Ελλάδα



Μαριάνθη Μπέλλα

Πηγή εικόνας: Εμμανουήλ Λαμπαδάριος, Υπαίθρια Σχολεία.

Εισαγωγή
Τα υπαίθρια σχολεία ιδρύθηκαν και λειτούργησαν στις αρχές του 20ού αιώνα στην Ευρώπη και την Αμερική με σκοπό την πρόληψη και καταπολέμηση της φυματίωσης των παιδιών. Βρίσκονταν στην ύπαιθρο, μέσα σε δάση, κοντά στη θάλασσα ή μέσα σε κήπο και το πρόγραμμά τους συνδύαζε την ιατρική περίθαλψη με μια ιδιαίτερη παιδαγωγική. Η απομάκρυνση των παιδιών από το μολυσματικό περιβάλλον του σχολείου και του σπιτιού και η εκπαίδευσή τους στη φύση συνέβαλαν στην ενίσχυση της υγείας και στη θεραπεία τους.
Ο θεσμός των υπαίθριων σχολείων φαίνεται να έχει δεχτεί σημαντικές επιδράσεις από τις αρχές της Νέας Αγωγής, αφού εφαρμοζόταν στην ύπαιθρο και υιοθετούσε ένα σχολικό πρόγραμμα που έδινε έμφαση στην επαφή των μαθητών με τη φύση, την χειρωνακτική εργασία, τη σωματική αγωγή, αλλά και τη μύηση στις αρχές της υγιεινής.


Υπαίθρια σχολεία στην Ευρώπη
Η ιδέα των υπαίθριων σχολείων διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1881 από τον Baginsky, ο οποίος πρότεινε στον δήμο του Βερολίνου την ίδρυση υπαίθριων σχολείων στο Grunewald. Πρόδρομος των υπαίθριων σχολείων ήταν και ο Γάλλος γιατρός Grancher, ο οποίος με τις μελέτες του για την φυματίωση των παιδιών και των μαθητών έθεσε τις βάσεις του αντιφθισικού αγώνα και της προστασίας των μαθητών από την φυματίωση.
Τα υπαίθρια σχολεία άρχισαν να προσελκύουν το ενδιαφέρον αξιόλογων παιδαγωγών και προνοητικών γονέων, από την εποχή που ο Ceccil Reddie στο New School Abbotsholme (1889) διατύπωσε τις ιδέες του για τη λειτουργία τους[1] και ο Hermann Lietz προέβη στην ίδρυση των εξοχικών παιδαγωγείων του στη Γερμανία[2].
Το πρώτο υπαίθριο σχολείο ιδρύθηκε το 1904 στο Charlottenbourg, στο Βερολίνο, από τον σχολικό γιατρό Neuffert και τον συνεργάτη του υφηγητή Bendix. Βρισκόταν μέσα σε δάσος και αποτελούνταν από σχολικό παράπηγμα με δύο ευρύχωρες αίθουσες διδασκαλίας, οι οποίες σε περίπτωση κακοκαιρίας χρησίμευαν ως δωμάτια των παιδιών ή ως τραπεζαρία. Διέθετε επίσης δύο μικρά δωμάτια που προορίζονταν για γραφείο του διευθυντή και του διδακτικού προσωπικού. Υπήρχαν επίσης παραπήγματα που στέγαζαν ιματιοφυλάκιο, μαγειρεία, αποθήκες τροφίμων, αποχωρητήρια, νιπτήρες και λουτρά. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο στις 8 το πρωί και παρέμεναν ως μέχρι τις 7.30 το βράδυ.
Το πρόγραμμα περιλάμβανε:
8-10 π.μ.: Μάθημα με διαλείμματα κάθε μισή ώρα.
10-10.30 π.μ.: Παιχνίδια, γυμναστική, χειροτεχνία ή ανάγνωση.
12.30 μ.μ.: Πρόγευμα. Μετά από αυτό ανάπαυση.
3-4 μ.μ.: Μάθημα.
4 μ.μ.: Πρόδειπνο.
4-6.45 μ.μ.: Παιχνίδια.
6.45 μ.μ.: Δείπνο.
7-7.30 μ.μ.: Επιστροφή στο σπίτι.
Μετά από μια τριετία παρατηρήθηκαν θετικά αποτελέσματα στην υγεία των παιδιών: το 51,08% παρουσίασε βελτίωση της υγείας, το 32,85% πλήρη αποκατάσταση, το 15,11% κατάσταση αμετάβλητη και το 0,96% χειροτέρευση.  Σε όλους σχεδόν τους μαθητές αυξήθηκε το σωματικό βάρος και στο 80% αυξήθηκε η θωρακική περίμετρος.
Σημαντικοί θεραπευτικοί παράγοντες ήταν η διαμονή σε περιβάλλον με καθαρό αέρα μακριά από την πόλη, η ευεργετική επίδραση του ήλιου, η άφθονη και κατάλληλη διατροφή, η ανάπαυση και ο ύπνος κατά τις μεσημβρινές ώρες, η διδασκαλία των κανόνων υγιεινής από τον δάσκαλο και η συχνή εξέταση από τον σχολικό γιατρό.
Ο χρόνος φοίτησης στο υπαίθριο σχολείο εξαρτιόταν από την επιλογή των μαθητών και από τις κατά τόπους συνθήκες. Δηλαδή, στην Ελλάδα και σε άλλες μεσογειακές χώρες ήταν δυνατόν το σχολείο να λειτουργήσει για ολόκληρο τον χρόνο λόγω του εύκρατου κλίματος. Για τα αναιμικά παιδιά ήταν αρκετή η εξάμηνη παραμονή στην ύπαιθρο. Για τα καρδιακά, τα χοιραδικά και όσα έπασχαν από πνευμονικές βλάβες, η παραμονή έπρεπε να παραταθεί για έναν ολόκληρο χρόνο, αν δεν υπήρχε τμήμα σχολικού θεραπευτηρίου.
Οι τάξεις του υπαίθριου σχολείου αποτελούνταν συνήθως από 20-25 μαθητές. Με τον αριθμό αυτόν ήταν δυνατόν να επιτυγχάνονται καλύτερα αποτελέσματα με λιγότερες ώρες μάθημα και να αποφεύγεται η διανοητική υπερκόπωση των εξασθενημένων από την αρρώστια παιδιών. Γίνονταν τέσσερα ημίωρα μαθήματα, συνήθως πριν το μεσημέρι, με ενδιάμεσα διαλείμματα. Οι ώρες διδασκαλίας δεν ξεπερνούσαν τις 12 την εβδομάδα. Οι δάσκαλοι απέφευγαν τον καταναγκασμό και την καταπίεση των μαθητών, προσπαθούσαν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη και ειλικρινή αγάπη, να προσελκύσουν την προσοχή και να κεντρίσουν το ενδιαφέρον τους. Τους παρότρυναν να εκφράζουν ελεύθερα τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους και να αυτενεργούν.
Στα υπαίθρια σχολεία επικρατούσε παραδειγματική πειθαρχία και τάξη και τα παιδιά βρίσκονταν κάτω από τη διαρκή επίβλεψη και επιτήρηση του δασκάλου, χωρίς να καταπιέζονται. Τα πάντα γίνονταν μετά το χτύπημα κουδουνιού. Η αυστηρή τήρηση των κανόνων είχε μεγάλη σημασία, καθώς η εξάμηνη εφαρμογή τους συνεπαγόταν εξοικείωση, η οποία αργότερα θα επιδρούσε ευεργετικά και στη ζωή της οικογένειας των μαθητών. Τα υπαίθρια σχολεία καλλιεργούσαν ωφέλιμες συνήθειες και δίδασκαν την σημασία του τακτικού και κανονικού βίου.


Πηγή εικόνας: Εμμανουήλ Λαμπαδάριος, Υπαίθρια Σχολεία.



Υπαίθρια σχολεία στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, εκφράζονταν διαμαρτυρίες και διατυπώνονταν αιτήματα για την ανάγκη εισαγωγής υγειονομικών θεσμών στο σχολείο. Αρκετοί γιατροί απέδιδαν την παιδική υψηλή παιδική νοσηρότητα στις ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης μέσα στις υπερπλήρεις σχολικές αίθουσες, στο φορτωμένο σχολικό πρόγραμμα, στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στην οικογενειακή εστία, αλλά και στην άγνοια που υπήρχε σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού γύρω από τα θέματα της υγιεινής[3].
Την ίδια εποχή, η ευρωπαϊκή εμπειρία πρόσφερε τα πρότυπα για την ανάπτυξη της σχολικής υγιεινής και της σχολικής αρχιτεκτονικής. Την περίοδο αυτή εφαρμόστηκε η ιατρική παρακολούθηση της σωματικής ανάπτυξης των μαθητών και λειτούργησαν  μια σειρά νέων θεσμών (μαθητικά συσσίτια, παιδικές εξοχές, μαθητικές κλινικές), με σκοπό την ενίσχυση του παιδικού οργανισμού, ώστε να καταστεί λιγότερο ευάλωτος απέναντι στα μικρόβια. Ιδιαίτερα για τη φυματίωση, οι γιατροί, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, πίστευαν ότι  ήταν μια αρρώστια κοινωνική, η οποία ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μόνο με κοινωνικά αντίδοτα.
Το 1911 δημιουργήθηκε γραφείο σχολικής υγιεινής στο υπουργείο Παιδείας με προϊστάμενο τον νεαρό υγιεινολόγο Εμμανουήλ Λαμπαδάριο, ιδρυτή και εμψυχωτή της σχολικής υγιεινής στην Ελλάδα. Ο Λαμπαδάριος παρέμεινε στο Υπουργείο Παιδείας ως προϊστάμενος και κατόπιν ως διευθυντής της σχολικής υγιεινής μέχρι το 1936 που έγινε καθηγητής Σχολικής Υγιεινής και Παιδολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εκτός από την οργάνωση της ιατρικής επίβλεψης των σχολείων και των μαθητών, ο Λαμπαδάριος πήρε πρωτοβουλίες για τη δημιουργία θεσμών ευρύτερης κοινωνικής παρέμβασης, με σκοπό την ενίσχυση της υγείας των άπορων και ασθενικών μαθητών: παιδικές πολυκλινικές, μαθητικά συσσίτια, σχολικά λουτρά, παιδικές εξοχές, αποτελούσαν ένα τεράστιο έργο κινητοποίησης και ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης. Υποστήριξε επίσης την ιδέα των «ορεινών ή παραθαλάσσιων ενδιαιτημάτων», των παιδικών αποικιών και των υπαίθριων σχολείων. Παρά τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες του Υπουργείου, επιχείρησε την πραγματοποίησή τους αναζητώντας στήριξη στην ιδιωτική πρωτοβουλία[4].
Η πρώτη ιδέα για τη δημιουργία υπαίθριου σχολείου στην Ελλάδα συζητήθηκε  στο Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο για την καταπολέμηση της φυματίωσης που έγινε το 1912 στον Βόλο. Ένα από τα θέματα που παρουσιάστηκαν ήταν «ο δια του σχολείου αγών κατά της φυματιώσεως και τα υπαίθρια σχολεία», από τον γιατρό και γενικό γραμματέα του συνεδρίου Δημήτριο Σαράτση. Απαραίτητη προϋπόθεση για την σωτηρία των παιδιών από τη φυματίωση θεωρήθηκε η απομάκρυνσή τους από το μολυσματικό περιβάλλον του σχολείου και του σπιτιού.
Το συνέδριο εξέφρασε δύο ευχές: «Να ψηφισθή νομος δι’ ου να επιβάλληται η διδασκαλία της υγιεινής εις άπαντα τα σχολεία του Κράτους, ιδία τα κατώτερα, να εγκαθίστανται δε σχολικοί ιατροί προς συνεχή εποπτείαν των μαθητευομένων, και η εν τοις σχολείοις διδασκαλία να γίνηται όσω το δυνατόν εν υπαίθρω. Προς τούτω ανάγκη να ιδρυθώσιν υπαίθρια σχολεία παρά τας μεγάλας πόλεις δια τους ασθενικούς μαθητάς, τα δ’ εν τω μέλλοντι οικοδομούμενα να δύνανται, να μετατρέπωνται εις υπαίθρια, καθισταμένης φορητής μιας πλευράς εκάστης διδακτικής αιθούσης, και επί πλέον επεκταθή η διδασκαλία και κατά τας εκδρομάς των μαθητών»[5].
Στο ίδιο συνέδριο ο Εμμανουήλ Λαμπαδάριος, διευθυντής του γραφείου σχολικής υγιεινής,  ανακοίνωσε τα θαυμαστά αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν σε καχεκτικούς μαθητές που φιλοξενήθηκαν στις πρώτες παιδικές εξοχές της Βουλιαγμένης, τις οποίες επόπτευε ο ίδιος.
Σύμφωνα με τον Λαμπαδάριο στην Ελλάδα οι συνθήκες απαιτούσαν την ίδρυση και λειτουργία:
α) ενός υπαίθριου σχολείου που θα ήταν τόπος «ημερήσιας ανάπαυσης» για παιδιά που έπασχαν από κλειστή (ενίοτε δε και χειρουργική) φυματίωση και προχωρημένη αναιμία. Η πλήρης θεραπεία τους θα εξασφαλιζόταν με διαμονή 6-12 μηνών στο υπαίθριο σχολείο. Το σχολείο αυτό θα λειτουργούσε προληπτικά για την βελτίωση της υγείας των παιδιών στα οποία η αρρώστια δεν είχε προχωρήσει πολύ. Το σχολείο θα φρόντιζε για την ενίσχυση και επίρρωση των σωματικών δυνάμεων των παιδιών αυτών, προκειμένου να μπορέσουν να αναπτύξουν άμυνα κατά πιο επικίνδυνων ασθενειών.
β) ενός σχολείου-σανατόριου (σχολικού θεραπευτήριου ή αναρρωτήριου), για παιδιά που έπασχαν από ανοιχτή φυματίωση (πνευμονική φθίση). Το σχολείο θα αποσπούσε το παιδί από την οικογενειακή εστία για μεγάλο χρονικό διάστημα, αν ήταν αναγκαίο για πολλά χρόνια. Και αυτό γιατί το πατρικό σπίτι δεν εξασφάλιζε υγιεινές συνθήκες διαβίωσης, αντίθετα αποτελούσε για το άρρωστο παιδί διαρκή εστία μόλυνσης. Το σχολείο-σανατόριο θα βρισκόταν μακριά από το προηγούμενο υπαίθριο σχολείο.
Οι σχολικοί επιθεωρητές, που διορίστηκαν το 1915, ανέλαβαν την ενημέρωση του κοινού στην επαρχία, την ίδρυση συνδέσμων κατά της φυματίωσης, τη σύνταξη στατιστικών νοσηρότητας των μαθητών και την οργάνωση αποστολών χοιραδικών παιδιών στην εξοχή. Στα σχολεία μοιράστηκε ο «δεκάλογος της φθίσεως», που τυπώθηκε από τον «Πανελλήνιο Σύνδεσμο κατά της φυματιώσεως εν Ελλάδι»[6].


Πηγή εικόνας: Εμμανουήλ Λαμπαδάριος, Υπαίθρια Σχολεία.



Το πρώτο υπαίθριο σχολείο στα Πατήσια
Τον Μάιο του 1916, με πρωτοβουλία του τμήματος της υγιεινής του Πατριωτικού Συνδέσμου των Ελληνίδων (μετέπειτα Πατριωτικού Ιδρύματος Περιθάλψεως) που αποτελούνταν από τις κυρίες Δαμαλά, Αλεξανδρή, Τριανταφυλλίδου, Βελλίνη, Δοσίου, και τον υπεύθυνο σχολικής υγιεινής του υπουργείου Παιδείας Εμμανουήλ Λαμπαδάριο, έγινε η έναρξη λειτουργίας του πρώτου υπαίθριου σχολείου στο κτήμα Νομικού, στα Πατήσια, το οποίο παραχωρήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων.
Σκοπός της λειτουργίας του ήταν η αποκατάσταση και ενίσχυση της υγείας των επίνοσων παιδιών με την παραμονή στην ύπαιθρο, την επίδραση του ήλιου και του καθαρού αέρα, την υγιεινή διατροφή και την λογική κατανομή της διανοητικής εργασίας. Επρόκειτο για ημερήσιο δημοτικό σχολείο, τριτάξιο, χωρίς οικοτροφείο. Οι μαθητές παρέμεναν όλη την ημέρα στο σχολείο, όπου διατρέφονταν και εκπαιδεύονταν κατά το σύστημα της υπαίθριας διδασκαλίας.  
Στο σχολείο αυτό φοίτησαν 50 παιδιά, αγόρια και κορίτσια, από διάφορα δημοτικά σχολεία της Αθήνας (χοιραδικά, αδύνατα, καχεκτικά), τα οποία επελέγησαν από τον ίδιο τον Λαμπαδάριο. Μεταφέρονταν κάθε πρωί με το τραμ μέχρι τη στάση του Λυσσιατρείου, που βρισκόταν 100-150 μέτρα από το κτήμα Νομικού, και παρέμεναν στο σχολείο μέχρι τις 7.00 το απόγευμα, οπότε επέστρεφαν στα σπίτια τους.
Τα παιδιά λάβαιναν πέντε γεύματα την ημέρα:
α) στις 8 π.μ.: Ρόφημα ( γάλα με ζάχαρη και ψωμί).
β) στις 10.30 μ.μ.: Πρόγευμα (ψωμί με τυρί ή φρούτα ή παξιμάδι).
γ) Γεύμα μεσημβρίας: (κρέας με χόρτα ή πατάτες, τυρί. Όσπρια ή ψάρι 2 φορές την εβδομάδα).
δ) στις 4 μ.μ.: Πρόδειπνον (ψωμί με τυρί ή ψωμί με μέλι ή με κομπόστα ή με μαρμελάδα).
ε) στις 6-6.30 μ.μ.: Δείπνο (πατάτες ή μακαρόνια ή πιλάφι και κρέμα ή ρυζόγαλο).
Στο σχολείο απαγορευόταν αυστηρά η κατανάλωση καφέ και οινοπνευματωδών ποτών.
Η απόλυτη ησυχία και ηρεμία του εξοχικού τοπίου όπου βρισκόταν το σχολείο ασκούσε ευεργετική επίδραση στην υγεία των μαθητών, ιδιαίτερα των αναιμικών. Τις μεσημβρινές ώρες, μετά γεύμα τα παιδιά αναπαύονταν σε ανάκλιντρα καθίσματα, κάτω από τα δέντρα του κτήματος. Ο ύπνος μαζί με την ζωηρή κίνηση και την καλή διατροφή ήταν σημαντικός παράγονταν ενίσχυσης του οργανισμού και θεραπείας.
Τις πρώτες μέρες λειτουργίας του σχολείου ο σχολικός γιατρός εξέταζε όλους τους μαθητές και συνέτασσε τα ατομικά δελτία υγείας. Έλεγχε την ποιότητα και την ποικιλία της παρεχόμενης τροφής και εξέταζε συχνά τους μαθητές για να διαπιστώσει αν και κατά πόσον η διαμονή στο σχολείο είχε ωφελήσει την υγεία τους. Μετά τους πρώτους δύο μήνες παρατηρήθηκε ότι το σωματικό βάρος των μαθητών αυξήθηκε κατά 2,3 χιλιογρ., δηλαδή κατά την εγγραφή τους ήταν 25,5 χιλιογρ. και κατά την αποφοίτησή τους 27,8 χιλιογρ. Κατά συνέπεια, το βάρος του σώματος των μαθητών έλαβε μέσα σε ένα τρίμηνο τέτοια αύξηση, την οποία σε άλλες συνθήκες λάμβανε σε διάστημα 12 ολόκληρων μηνών.
Ωστόσο, η δύσκολη πολιτική και πολεμική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η χώρα εκείνη την εποχή, ματαίωσε την οικοδόμηση μέσα στο κτήμα Νομικού ειδικών παραπηγμάτων και προστατευτικών υπόστεγων, τα οποία θα προφύλασσαν τα παιδιά από τις μεταβολές του καιρού. Έτσι, μετά από λειτουργία δύο μηνών, και παρά τα καλά αποτελέσματα που παρατηρήθηκαν στην υγεία των παιδιών, διακόπηκε προσωρινά η λειτουργία του υπαίθριου σχολείου, μέχρι να κατασκευαστούν τα κατάλληλα υπόστεγα και οικήματα.  
Στη συνέχεια επί δύο συνεχόμενα χρόνια (1917-18) έγινε συστηματική προπαρασκευαστική εργασία στο υπουργείο Παιδείας προκειμένου να λειτουργήσει μόνιμα το υπαίθριο σχολείο Πατησίων. Παρ’ όλα αυτά κατέστη αδύνατη η οικοδόμηση κατάλληλου κτιρίου για τη στέγασή του, επειδή η χώρα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση και τα οικοδομικά υλικά είχαν υπερτιμηθεί.
Ωστόσο, καταβλήθηκε σοβαρή προσπάθεια για την επαναλειτουργία του σχολείου. Ζητήθηκαν από τον Δήμο και το υπουργείο Παιδείας τα κτίρια, τα οποία ήδη βρίσκονταν μέσα στο κτήμα Νομικού, στα οποία στεγάζονταν και λειτουργούσαν το δημοτικό και το ελληνικό σχολείο Πατησίων. Επίσης, μετά από αίτηση του Πατριωτικού Ιδρύματος, το 1919 εκπονήθηκε ο κανονισμός λειτουργίας του υπαίθριου σχολείου από επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν ο Γ.Γ. του υπουργείου Παιδείας Δημήτρης Γληνός, ο Ανώτερος Επόπτης Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Αλέξανδρος Δελμούζος και ο διευθυντής της σχολικής υγιεινής Εμμανουήλ Λαμπαδάριος. Φαίνεται ότι οι δημοτικιστές πρωτεργάτες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης υποδέχτηκαν θετικά και υποστήριξαν τις ιατρικοπαιδαγωγικές προτάσεις του Λαμπαδάριου. Στον κανονισμό που εκπονήθηκε λαμβάνονταν υπόψη όλες οι παιδαγωγικές πρακτικές για τον ειδικό αυτό τύπο σχολείου.
Όμως, το υπαίθριο σχολείο Πατησίων δεν ξαναλειτούργησε. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στην απομάκρυνση των δημοτικιστών από το υπουργείο Παιδείας μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και στο υψηλό κόστος εγκατάστασης του σχολείου μέσα στις δύσκολες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της περιόδου αυτής.
Στον κανονισμό του υπαίθριου σχολείου Πατησίων αναφέρεται η λειτουργία δύο ακόμα υπαίθριων σχολείων: του υπαίθριου σχολείου Μοσχάτου (Νέου Φαλήρου Αθηνών) και του υπαίθριου νηπιαγωγείου Αγίου Νικολάου (Πευκάκια Αθηνών).
Το πρώτο δημιουργήθηκε με τη μετατροπή του δημοτικού σχολείου Μοσχάτου σε υπαίθριο σχολείο (1919). Στο έργο αυτό συνεργάστηκαν ο προϊστάμενος του αρχιτεκτονικού τμήματος του υπουργείου Παιδείας Γ. Σούλης και ο υγειονομικός επιθεωρητής των σχολείων της Α΄ περιφέρειας Ι. Φασανέλης.
Το δεύτερο δημιουργήθηκε με τη μετατροπή του πρότυπου νηπιαγωγείου του Αγ. Νικολάου στη συνοικία της Νεάπολης, σε υπαίθριο. Πρότυπη θεωρείται η ανοικτή προς τη μεσημβρία τραπεζαρία του σχολείου. 



Το υπαίθριο σχολείο στο δασάκι της Σχολής Ευελπίδων

Πηγή εικόνας: Ακρόπολις, 11/6/1929


Το εγχείρημα επαναλήφθηκε το 1929, όταν στις 10 Ιουνίου εγκαινιάστηκε υπαίθριο σχολείο στο δασάκι πίσω από τη Σχολή Ευελπίδων. Το σχολείο ιδρύθηκε από την ελληνική Αντιφθισική Εταιρεία, η οποία είχε σκοπό την καταπολέμηση της εκδηλωμένης φυματίωσης, και την πρόληψή της, ιδιαίτερα στα παιδιά. Πρόεδρός της ήταν ο δυναμικός γιατρός Παναγιώτης Παμπούκης, ιδρυτής του Λυσσιατρείου Αθηνών[7] και δημιουργός άλλων έργων κοινωνικής υγιεινής. Στο υπαίθριο αυτό σχολείο φοίτησαν παιδιά αναιμικά, καχεκτικά, προφυματικά και αναρρωνύοντα από διάφορα σχολεία της Αθήνας, τα οποία επιλέγονταν και στέλνονταν εκεί από τους δασκάλους τους. 
Τα μαθήματα γίνονταν στην ύπαιθρο και τα παιδιά έπαιζαν και γυμνάζονταν μέσα στο δασάκι. Σε περίπτωση κακοκαιρίας κατέφευγαν σε ένα ξύλινο σπιτάκι που δώρισε για τον σκοπό αυτό το υπουργείο Υγιεινής. Τα θρανία ήταν πτυσσόμενα και ελαφρά ώστε να μεταφέρονται εύκολα. Το συσσίτιο προσφερόταν από το Πατριωτικό Ίδρυμα. Για τη λειτουργία του υπαίθριου σχολείου εκπονήθηκε νέος κανονισμός («περί ιδρύσεως Υπαιθρίου δημοτικού σχολείου της Ελληνικής Αντιφθισικής Εταιρείας εν Αθήναις», ΦΕΚ 123, 22 Απριλίου 1932, τ. Α΄). Όμως η διάρκεια λειτουργίας και αυτού του υπαίθριου σχολείου ήταν περιορισμένη[8].



Επίλογος
Τα υπαίθρια σχολεία δεν λειτούργησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα. Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1930 φαίνεται ότι ο ίδιος ο Λαμπαδάριος εγκατέλειψε την ιδέα των υπαίθριων σχολείων και στη θέση τους πρότεινε τη λειτουργία μόνιμων ημιυπαίθριων τάξεων σε κάθε σχολείο, όταν ο καιρός το επέτρεπε. Η δαπανηρή κατασκευή των υπαίθριων σχολείων και η αύξηση των ποσοστών των ασθενικών παιδιών οδήγησαν σε πιο απλές και εφαρμόσιμες λύσεις. Υιοθετήθηκε η άποψη ότι όλα τα παιδιά έχουν ανάγκη από τις ευεργετικές επιδράσεις του καθαρού αέρα και του ήλιου, πράγμα το οποίο ήταν δυνατόν να επιτευχθεί με την μετατροπή ενός τμήματος της σχολικής αίθουσας σε υπαίθρια. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια που εκπόνησε η τεχνική υπηρεσία του υπουργείου Παιδείας έδειξαν ότι αυτή η συμβατική λύση δεν έμεινε μόνο στη θεωρία. Το αίτημα για περισσότερο ήλιο και αέρα στο σχολείο διαπέρασε τις νέες αρχιτεκτονικές αναζητήσεις και σφράγισε τη μοντέρνα σχολική αρχιτεκτονική της δεκαετίας του 1930.








[1] Ο C. Reddie ίδρυσε το σχολείο αυτό για να εφαρμόσει στην πράξη τις παιδαγωγικές αντιλήψεις του.  Οι έφηβοι σε αυτό μορφώνονταν κοντά στη φύση αλλά διατηρούσαν στενή επαφή με τη ζωή και την  κοινωνία. Τα ρούχα τους ήταν απλά και άνετα, απέφευγαν το κάπνισμα και τα οινοπνευματώδη ποτά και ασχολούνταν με χειρωνακτικές εργασίες. Η διδασκαλία των Θρησκευτικών ήταν έμπρακτη και βιωματική, ενώ αφιερωνόταν περισσότερος χρόνος στη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας και των φυσιογνωστικών μαθημάτων. Το σχολείο αποτελούσε το πρότυπο ενός μεγάλου αριθμού σχολείων στην Αγγλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Σωτηρία Μαρτίνου-Κανάκη, Το κίνημα της Μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής και η επίδρασή του στο παιδαγωγικό έργο του Μιχάλη Παπαμαύρου, Gutenberg, Αθήνα 2009, σ. 64).

[2] Ο Η. Lietz επηρεασμένος από το σχολείο Abbotsholme ίδρυσε το 1898 το πρώτο γερμανικό εξοχικό παιδαγωγείο του σε έναν «μπαρουτόμυλο» κοντά στο Ilsenbourg του Harz. Τρία χρόνια αργότερα, το 1901, άνοιξε το δεύτερο στη Haubinda του Thuringen και το 1904 το τρίτο στο Bieberstein της Rhon. Ο σκοπός της αγωγής ήταν εθνικός, κοινωνικός, ηθικός και θρησκευτικός. Ο ίδιος τόνιζε πολύ συχνά τον εθνικό και γερμανικό χαρακτήρα τους: «Σ’ αυτά όφειλε να ευδοκιμεί μια νεολαία υγιής στο σώμα και την ψυχή, πολύ ευαίσθητη, καθαρά σκεπτόμενη, δραστήρια νεολαία, μακριά από την πόλη, στην ησυχία του δάσους και των βουνών, μια νεολαία, η οποία αγαπά τον Θεό, την πατρίδα, το συνάνθρωπο, σέβεται κάθε υψηλό και ευγενικό και χαίρεται κάθε ωραίο και καλό. Τα οικοτροφεία όφειλαν να γίνουν δεύτερη πατρίδα. Σ’ αυτά όφειλε να ασκείται αγωγή, πράγμα που σημαίνει ότι οι υπάρχουσες καταβολές και δυνάμεις του σώματος, τους συναισθήματος, της βούλησης, της λογικής όφειλαν να φτάσουν σε μια υγιή, ελεύθερη και χαρούμενη ανάπτυξη, ώστε με αυτές κάποτε να μπορεί να υπηρετηθεί επιτυχώς το έθνος, η βασιλεία του Θεού» (Στο ίδιο σ. 65).

[3] Σύμφωνα με έκθεση του Εμμανουήλ Λαμπαδάριου «περί των πεπραγμένων στην μαθητική Πολυκλινική του Πατριωτικού Συνδέσμου», την οποία διηύθυνε, το μισό περίπου ή και περισσότερο των παιδιών που φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία ήταν επίνοσα για την φυματίωση. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε: «Νυν θα ίδωμεν παρελαύνουσαν την μεγάλην χορείαν των φοιτώντων εις τα εκπαιδευτικά ημών ιδρύματα καχεκτικών παιδίων, των χοιραδικών, των λεμφατικών, των αναιμικών, των αδενοπαθών, των ραχιτικών, των ασθματικών, των πασχόντων εκ φυματιώσεως των οστών, άτινα φέρουσιν επί του προσώπου αυτών τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, άτινα θα χρησιμεύσωσιν οιονεί ως οδηγός εις τους απαισίους φορείς της φθίσεως» (Εμμανουήλ Λαμπαδάριος, Υπαίθρια σχολεία, εκδοτικός Οίκος «Αθηνά», Αθήναι 1922, σ. 48).

[4] Βάσω Θεοδώρου και Δέσποινα Καρακατσάνη, «Υγιεινής παραγγέλματα: το ενδιαφέρον για την υγεία των μαθητών και η υπηρεσία σχολικής υγιεινής τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα». 2ο διεθνές συνέδριο Η Παιδεία στην αυγή του 21ου αιώνα. Θέματα ιστορίας εκπαίδευσης. Ανακτημένο από τον διαδικτυακό τόπο http://www.eriande.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio2/praktika/theodorou.htm στις 12/10/2018).

[5] Εμμ. Λαμπαδάριος, ό.π., σσ. 219-220.

[6] Στο καταστατικό του Συνδέσμου που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1901, αναφέρονται τα μέσα τα οποία θα χρησιμοποιούσε για την επίτευξη του σκοπού του: προφυλακτικά μέτρα κατά της αρρώστιας, επιστημονική μελέτη της πορείας της φθίσης, δημιουργία ιδρυμάτων για την περίθαλψη των φυματικών, ίδρυση αντιφυματικών ιατρείων και απολυμαντηρίων και εξοχικών θεραπευτηρίων για την θεραπεία των άπορων ασθενών (Βάσω Θεοδώρου, «Οι γιατροί απέναντι στο κοινωνικό ζήτημα. Ο αντιφυματικός αγώνας στις αρχές του 20ού αιώνα (1901-1926), Μνήμων, 24 (2002), σ. 157. Ανακτημένο από τον διαδικτυακό τόπο http://epublishing.ekt.gr/el/7306/Μνήμων/26811 στις 15/10/2018).

[7] Το Λυσσιατρείο Αθηνών στεγαζόταν σε ένα πευκόφυτο κτήμα που περιβαλλόταν από τις οδούς Πατησίων, Ανάφης και τη σημερινή Ι. Δροσοπούλου. Το κτίριο σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Θ. Παπαπαναγιώτου και αποτελούνταν από 32 δωμάτια. Η πρόσοψή του ήταν προς την οδό Ανάφης και τη λειτουργία του ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1896. Η επιβλητική παρουσία του και η σημαντική χρήση του άφησαν το στίγμα του στην περιοχή, η οποία επί πολλά χρόνια ήταν γνωστή ως περιοχή Λυσσιατρείου. (Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς, «Η στάση Λυσσιατρείον και ο Παναγιώτης Παμπούκης». Ανακτημένο από τον διαδικτυακό τόπο     https://www.taathinaika.gr/i-stasis-lyssiatreion-kai-o-panagiotis-pampoukis/ στις 14/10/2018).   


[8] «Υπαίθριο σχολείο στας Αθήνας», Ελληνίς, 6-7 (1929), σσ. 143-144.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου