Κώστας Θεριανός
Βενιζελισμός
και αστικός εκσυγχρονισμός
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η
ελληνική κοινωνία βρέθηκε στο μεταίχμιο οικονομικών και κοινωνικών
μετασχηματισμών. Η επανάσταση του 1909 οδήγησε στην ανάληψη της εξουσίας από
νέες πολιτικές δυνάμεις. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το Κόμμα των Φιλελευθέρων
επεδίωκαν τον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας ταυτόχρονα με το στόχο της
εδαφικής της επέκτασης. Ο αστικός εκσυγχρονισμός μπορεί να οριστεί ως
εξευρωπαϊσμός, ως αλλαγή των θεσμών με πρότυπο τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές
χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Το ίδιο το όνομα του κόμματος του Βενιζέλου (Κόμμα
των Φιλελευθέρων) παραπέμπει στην πρόσληψη του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού στην
Ελλάδα με κομβικά σημεία την οικονομία της αγοράς και της φιλελεύθερης αστικής
δημοκρατίας.
Η προσπάθεια του Βενιζέλου για αστικό
εκσυγχρονισμό δημιούργησε ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Το
Σύνταγμα του 1911 προστάτευε αποτελεσματικότερα τον πολίτη από την αυθαιρεσία
του κράτους. Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων ήταν ανάχωμα στην εξάρτηση
τους από την εκάστοτε κυβέρνηση. Μια σειρά από μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις
δημιούργησαν τους όρους συγκρότησης μιας κοινωνικής συμμαχίας ανάμεσα στο Κόμμα
των Φιλελευθέρων και τα λαϊκά στρώματα. Η αναγνώριση των εργατικών σωματείων, η
θέσπιση κανονισμών εργασίας στις βιομηχανίες, η καθιέρωση κατώτατων ορίων μισθών
για τις εργαζόμενες γυναίκες και τα παιδιά ήταν μεγάλες αλλαγές στις εργασιακές
σχέσεις, οι οποίες δημιουργούσαν στοιχειώδεις ασπίδες προστασίας των
εργαζομένων που μέχρι τότε ήταν στο απόλυτο έλεος των βουλήσεων των εργοδοτών
τους. Η εισαγωγή της φορολογίας εισοδήματος οδήγησε στη δικαιότερη κατανομή των
εσόδων του κράτους στους πολίτες. Η αναλογία έμμεσων και άμεσων φόρων άλλαξε
υπέρ των δεύτερων με αποτέλεσμα ένα κοινωνικά δικαιότερο φορολογικό σύστημα.
Ταυτόχρονα, ο Βενιζέλος προσπάθησε μαζί με τις ρήξεις προς όφελος των λαϊκών
στρωμάτων να κρατήσει ισορροπίες με την μέχρι τότε καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
Η προστασία του στέμματος απέναντι στο αίτημα για αβασίλευτη δημοκρατία και η
συνταγματική καθιέρωση της καθαρεύουσας ήταν ιστορικοί συμβιβασμοί απαραίτητοι
για τη διατήρηση της εθνικής ενότητας στις επερχόμενες πολεμικές αναμετρήσεις
των Βαλκανικών Πολέμων[1].
Στο πλαίσιο αυτών των κινήσεων του Βενιζέλου
συγκροτήθηκε ο όρος «βενιζελισμός». Ο βενιζελισμός ήταν κίνημα αστικού
εκσυγχρονισμού, το οποίο ξέφευγε από τα στενά όρια του Κόμματος των
Φιλελευθέρων. Όραμα του βενιζελισμού ήταν η ανασυγκρότηση της ελληνικής
οικονομίας, κοινωνίας και πολιτείας με πρότυπο τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές
κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης. Συνιστώσα αυτής της ανασυγκρότησης ήταν η
αναγέννηση της παιδείας και η καθιέρωση της ζωντανής γλώσσας του λαού στο
κράτος και την εκπαίδευση. Οι Κόκκινος και Μπογιατζής υποστηρίζουν ότι ο
βενιζελισμός είναι λάθος να ερμηνευθεί με πρωθύστερα σχήματα αστικής
επανάστασης. Συνιστούσε έναν ιδιότυπο εθνικιστικό λόγο όπου η Μεγάλη Ιδέα και η
προσωπολατρία συνάντησαν την ανάγκη ανασυγκρότησης του στρατού και του κράτους
προκειμένου να βγει η Ελλάδα στην αντεπίθεση μετά την ήττα του 1897. Αυτή η
διαπίστωση δεν αναιρεί ούτε ότι ο βενιζελισμός έφερε αστικού χαρακτήρα αλλαγές
και ανακατατάξεις, ούτε ότι προοδευτικοί διανοούμενοι τον είδαν ως όχημα για να
υλοποιήσουν τις αντιλήψεις τους έστω και σε διαπάλη με άλλα ρεύματα και τάσεις
του Κόμματος των Φιλελεύθερων[2].
Γληνός, Δελμούζος
και παιδαγωγικές παρεμβάσεις
Στην κατεύθυνση της αναγέννησης της παιδείας
και της καθιέρωσης της δημοτικής γλώσσας στο κράτος και την εκπαίδευση αρκετοί
διανοούμενοι με σοσιαλιστικές ιδέες εντάχθηκαν στο ρεύμα του βενιζελισμού. Μέσα
από τη συνεργασία τους αποσκοπούσαν την υλοποίηση προοδευτικών αλλαγών, οι
οποίες θα δημιουργούσαν τους όρους για παραπέρα μεταρρυθμίσεις[3].
Οι Δημήτρης
Γληνός και Αλέξανδρος Δελμούζος
ανήκαν σε αυτή την κατηγορία των διανοουμένων που μπήκαν στις τάξεις του
βενιζελισμού με την ελπίδα να παλέψουν για να αλλάξουν την εκπαίδευση σε
προοδευτική κατεύθυνση. Και οι δύο είχαν σπουδάσει στη Γερμανία και στις
παιδαγωγικές αποσκευές που έφεραν από εκεί ήταν κυρίως οι ιδέες του Σχολείου
Εργασίας μαζί με την ιδέα για την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στην
εκπαίδευση. Πολλοί φιλελεύθεροι και οι σοσιαλιστές διανοούμενοι θεωρούσαν
καθοριστικό παράγοντα κοινωνικής αλλαγής την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του
λαού. Η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση και το κράτος ήταν προϋπόθεση
για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού. Αυτοί οι διανοούμενοι ασκούσαν κριτική
στον άγονο κλασικισμό και την προσκόλληση στην αρχαία ελληνική γλώσσα.
Ο Δελμούζος ξεκίνησε τις απόπειρες εφαρμογής
των παιδαγωγικών του αντιλήψεων από το Παρθεναγωγείο
του Βόλου. Εκεί το 1908 διορίζεται από το Δήμο Βόλου διευθυντής του
νεοσύστατου Παρθεναγωγείου. Κάνει μαθήματα στη δημοτική γλώσσα σε συνδυασμό με
δραστηριότητες εκτός σχολείου. Ο τριετές πρόγραμμα του Παρθεναγωγείου περιέχει
πρακτικά μαθήματα (μαγειρική, κηπουρική, χειροτεχνία), γαλλικά, αρχαίους
Έλληνες συγγραφείς με εστίαση στο νόημα του κειμένου και όχι στη γραμματική και
το συντακτικό[4].
Το σχολείο κλείνει μετά από αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων της περιοχής το
1911. Όμως, οι περιπέτειες του νεαρού τότε Δελμούζου (ήταν μόλις 25 ετών όταν
ανέλαβε τη διεύθυνση του Παρθεναγωγείου) δεν σταματούν με την αναχώρηση του από
το Βόλο. Οι διώκτες του τον μηνύουν και τρία χρόνια (1914) μετά γίνεται στο
Ναύπλιο η δίκη, στην οποία ο Δελμούζος αθωώθηκε. Συνήγορος υπεράσπισης ήταν ο Λουκάς
Νάκος, δικηγόρος Αθηνών, βουλευτής, ενταγμένος στον κύκλο των «Κοινωνιολόγων».
Ήταν ο πατέρας της λογοτέχνιδας Λιλίκας Νάκου. Η Δίκη στο Εφετείο του Ναυπλίου
άρχισε την Τετάρτη 16 Απριλίου 1914 και τέλειωσε στις 28 Απριλίου. Κράτησε
δώδεκα μέρες. Μάρτυρας υπεράσπισης ήταν και ο Δημήτρης Γληνός. Ενδιαφέρουσα
είναι η άποψη του Γληνού για την πρωινή προσευχή στο σχολείο, την οποία
κατέθεσε στη δίκη:
Γληνός: Η
πρωινή προσευχή είνε εν εκ των παιδαγωγικών μέσων δια των οποίων το σχολείον
εκπληροί τον θρησκευτικόν προορισμόν του.
Εισαγγελέας: Είναι μέσον.
Γληνός: Μάλιστα
είνε εκ των μέσων. Υπάρχουν όμως παιδαγωγοί οίτινες δεν κάμνουν χρήσιν όλων των
μέσων τούτων, όπως είνε η πρωινή προσευχή, ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός, αλλά
λέγουν ότι εφ’ όσον πρόκειται να γίνη τούτο ούτως ώστε να είνε μηχανικόν μόνο
μέσον και να εκπληρεί τον σκοπόν τον θρησκευτικόν, δι’ ον άλλως τε εφαρμόζεται,
προτιμότερον να λείψη. Είνε δυνατόν λοιπόν εν εκ των μέσων τούτων να
απαραλειφθή, αν κρίνεται ως μη συντείνον εις την θρησκευτικήν μόρφωσιν.
Μετά την εκδίωξη του από το Βόλο, ο Δελμούζος
πηγαίνει στην Αθήνα, συναντά τους Γληνό και Τριανταφυλλίδη που έχουν γυρίσει από τη Γερμανία και συμμετέχει
ενεργά στον Εκπαιδευτικό Όμιλο με
σκοπό την ίδρυση ενός Πρότυπου Σχολείου με βιβλία γραμμένα στη δημοτική γλώσσα.
Το Πρότυπο Σχολείο δεν έγινε, καθώς η Ελλάδα μπήκε στη δίνη των Βαλκανικών
Πολέμων.
Το 1911,
η καθαρεύουσα καθιερώνεται συνταγματικά ως επίσημη γλώσσα του κράτους (άρθρο
107). Η συνταγματική προστασία της καθαρεύουσας αποτελούσε σαφή υποχώρηση του
Βενιζέλου. Το 1914, τρία χρόνια μετά, σε ομιλία του σε μέλη δημοτικιστικών
συλλόγων στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο Βενιζέλος παρουσίασε την κίνηση του
αυτή ως τακτικό ελιγμό μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες για την εισαγωγή της δημοτικής
γλώσσας: «…Γνωρίζετε πολύ καλά πόσον
βραδέως εισχωρεί και επιβάλλεται μια ιδεολογία...Εγώ είμαι δημοτικιστής... Επερίμενα
να αποκτήσω γόητρον και κύρος επί του ελληνικού λαού, δια να απευθυνθώ προς
αυτόν και να του φωνάξω απερίφραστα πόσον παρασύρεται και απατάται υπό των
δημαγωγών, όταν στιγματίζει ως προδότας εκείνους που του μανθάνουν την
πραγματικά εθνικήν του γλώσσα...».
Ο Γληνός και ο Δελμούζος, παρά την απογοήτευσή
τους από το κλείσιμο του σχολείου του Βόλου και την ψήφιση του άρθρου 107 για
την καθιέρωση της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους, απάντησαν στην
πρόσκληση του υπουργείου Παιδείας να εκθέσουν τις απόψεις τους για το
εκπαιδευτικό σύστημα και να υποβάλλουν προτάσεις για τον εκσυγχρονισμό του. Ο
Γληνός το καλοκαίρι του 1912 έγραψε στο Κόρθι της Άνδρου, όπου παραθέριζε με
την οικογένειά του, ένα αναλυτικό υπόμνημα με τις τεκμηριωμένες θέσεις του
Εκπαιδευτικού Ομίλου για την μεταρρύθμιση των προγραμμάτων των Δημοτικών
σχολείων, των Ανώτερων Παρθεναγωγείων και των Διδασκαλείων θηλέων. Το υπόμνημα
ήταν προϊόν συλλογικής εργασίας, καθώς ο Γληνός επεξεργάστηκε το σκέλος για τα
Δημοτικά σχολεία και τα Διδασκαλεία θηλέων και ο Δελμούζος αυτό για τα
Παρθεναγωγεία, μετά από την πολύτιμη εμπειρία του στο σχολείο του Βόλου.
Ο Τσιριμώκος διόρισε το Γληνό Διευθυντή του
Διδασκαλείου Μέσης Εκπαιδεύσεως που βρίσκονταν τότε κάπου στην Πλατεία
Κουμουνδούρου. Σε αυτό ο Γληνός δημιούργησε δύο φροντιστήρια παιδαγωγικής, στα
οποία επέμεινε στο χτύπημα της παθητικής ακρόασης από την πλευρά του μαθητή,
κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας, και στην ανάπτυξη της αυτενέργειάς του.
Μαθητής σε αυτό το Διδασκαλείο το 1915 ήταν και ο Κώστας Βάρναλης.
Με τη θεσμική του
ιδιότητα, ο Γληνός έκανε επιθεωρήσεις στην Πάτρα και στην Κέρκυρα. Το καλοκαίρι
του 1913 στο Ξυλόκαστρο, όπου
παραθέριζε μαζί με τον Δελμούζο, έγραψε τις εισηγητικές εκθέσεις στα
εκπαιδευτικά νομοσχέδια του Ι. Τσιριμώκου. Η μεταρρυθμιστική απόπειρα του 1913
προέβλεπε εξαετές δημοτικό σχολείο στο οποίο δεν θα διδάσκεται η αρχαία γλώσσα
αλλά η νεοελληνική (καθαρεύουσα). Μετά ακολουθούν δύο κατευθύνσεις:
α. τριετές
«Αστικό Σχολείο», ένα πρακτικό σχολείο στο οποίο θα μπορούν να φοιτούν οι
απόφοιτοι δημοτικού χωρίς εξετάσεις,
β. εξαετές
γυμνάσιο χωρισμένο σε δύο κύκλους στο οποίο θα μπορούν να φοιτούν απόφοιτοι
δημοτικού χωρίς εξετάσεις ή απόφοιτοι του «Αστικού Σχολείου» μετά από
κατατακτήριες εξετάσεις.
Οι αντιδράσεις
που ξεσήκωσαν συντηρητικοί κύκλοι, αλλά και η μη σθεναρή υποστήριξη των
νομοσχεδίων από τη μεριά της κυβέρνησης οδήγησαν στην καταψήφιση των
νομοσχεδίων (ψηφίστηκε μόνο η σύνταξη νέων αναλυτικών προγραμμάτων που αύξησαν
τις ώρες των τεχνικών μαθημάτων).
Το 1917 από την προσωρινή κυβέρνηση
Θεσσαλονίκης (από τον Ελ. Βενιζέλο) και
με εισήγηση του Δ. Γληνού νομοθετούνται με διάταγμα (ν. 827/1917) και
επικυρώνονται από τη Βουλή των Ελλήνων, σχεδόν όλα όσα προβλέπονταν (όσον αφορά
στη διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος) στα νομοσχέδια του 1913.
Στην κορυφή της
μεταρρυθμιστικής προσπάθειας ο Δ. Γληνός, Γενικός γραμματέας στο υπουργείο
Παιδείας και οι Αλ. Δελμούζος και Μ. Τριανταφυλλίδης, διορισμένοι Ανώτεροι
Επόπτες του υπουργείου, περιτρέχουν από άκρη σε άκρη τη χώρα, καταρτίζουν
προγράμματα, οργανώνουν συνέδρια, μαθήματα, φροντιστήρια, ξεδιαλύνουν
προλήψεις, απορίες και αντιδράσεις, συζητούνε προβλήματα, διαφωτίζουν για το
μεταρρυθμιστικό έργο.
Η μεταρρύθμιση
του 1917 εισάγει τη δημοτική γλώσσα σε όλο το δημοτικό σχολείο, με παράλληλη
διδασκαλία της καθαρεύουσας τα δύο τελευταία χρόνια. Όπως επισημαίνει και ο
Δημήτρης Γληνός αυτή ήταν και η ουσιαστική καινοτομία αυτής της μεταρρύθμισης:
«εκτός από την εισαγωγή της δημοτικής
γλώσσας στα τέσσερα πρώτα χρόνια του δημοτικού σχολείου, που με χίλια βάσανα
και διακοπές και μαύρη αντίδραση έγινε και αυτή, τίποτ’ άλλο, μα τίποτ’ άλλο
δεν άλλαξε στο μηχανισμό της ελληνικής παιδείας από το 1836 ως σήμερα, εκτός
από κάποια μισή κι αυτή καταστρατηγημένη διοικητική αποκέντρωση».
Για το Δημοτικό
σχολείο γράφονται και κυκλοφορούν μέσα στη διετία 1917-1919 δέκα νέα
αναγνωστικά στη δημοτική, ανάμεσά τους τα περίφημα «Ψηλά Βουνά» και το
«Αλφαβητάρι με τον ήλιο», όλα γραμμένα με βάση τη γραμματική του Μ.
Τριανταφυλλίδη. Τα νέα βιβλία είναι γραμμένα στη λογική μιας παιδαγωγικής
προοδευτικής και αντιαυταρχικής, χωρίς ηθικολογίες, διδακτισμούς και
αφορισμούς. Εκτός από το ότι είναι γραμμένα στη δημοτική γλώσσα, τα νέα
αναγνωστικά διακατέχονται από την ιδεολογία του αστικού ορθολογισμού. Είναι
γραμμένα χωρίς στόμφο και χωρίς την κενόηχη
πατριωτική προπαγάνδα των παλιών βιβλίων .
Οι μεταρρυθμίσεις
του 1913 (η οποία δεν ψηφίστηκε στη Βουλή) και του 1917 συμπληρώνουν η μια την
άλλη, καθώς τόσο ο πολιτικός φορέας που τις προώθησε (κυβερνήσεις Ελευθερίου
Βενιζέλου) όσο κυρίως οι εμπνευστές τους (οι πρωταγωνιστές του Εκπαιδευτικού
Ομίλου: Δ. Γληνός, Α. Δελμούζος, Μ. Τριανταφυλλίδης) ήταν οι ίδιοι.
Την άνοιξη του
1916 λειτούργησε δοκιμαστικά, στο κτήμα του Νομικού, μετά από πρόταση του
προϊσταμένου της σχολικής υγιεινής στο υπουργείο Παιδείας, Εμμανουήλ
Λαμπαδάριου, ένα υπαίθριο σχολείο για
προφυματικά παιδιά. Το σχολείο αυτό συνδύαζε την ιατρική περίθαλψη με μια
ιδιαίτερη παιδαγωγική, ακολουθώντας το πρότυπο των υπαίθριων σχολείων που
λειτουργούσαν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η περιοχή πληρούσε τις προϋποθέσεις
καθώς είχε υγιεινό κλίμα, καθαρό νερό, πυκνή βλάστηση, οπωροφόρα δέντρα και
βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την πόλη των Αθηνών. Οι ώρες διδασκαλίας δεν
ξεπερνούσαν τις τρεις την ημέρα (η κάθε διδακτική ώρα δεν υπερέβαινε τα τριάντα
λεπτά) και διαρκούσαν, με διαλείμματα, έως τις δώδεκα το μεσημέρι. Το πρόγραμμα
έδινε έμφαση σε μαθήματα που εμπλέκουν τους μαθητές σε ευχάριστες
δραστηριότητες, όπως η γυμναστική, η μουσική και το ελεύθερο παιχνίδι. Το
εκπαιδευτικό προσωπικό αποτελούνταν από δύο δασκάλους και έναν γιατρό. Το
σχέδιο της ίδρυσης υπαίθριου σχολείου στο κτήμα Νομικού υποστηρίχτηκε από τον
Γ.Γ. του υπουργείου Παιδείας Δ. Γληνό και τον Ανώτερο Επόπτη της Δημοτικής
Εκπαιδεύσεως Αλ. Δελμούζο κατά την τριετία της βενιζελικής διακυβέρνησης
1917-1920. Όμως, η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 ανέκοψε
τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης περιόδου. Ακολούθησαν η
Μικρασιατική Καταστροφή και η άφιξη των προσφύγων (1922) που δεν επέτρεψαν την
προώθηση της ίδρυσης και λειτουργίας ενός υπαίθριου σχολείου στην Αθήνα.
Πάντως το έργο
του Γληνού και των συνεργατών του δεν ήταν αποδεκτό απόλυτα στη βενιζελική
παράταξη. Υπήρχαν τάσεις μέσα στο βενιζελισμό που αντιδρούσαν. Ο Γληνός, το
1918, προσπάθησε να εισάγει τη δημοτική και στις δύο τελευταίες τάξεις του
δημοτικού, χωρίς την παράλληλη διδασκαλία της καθαρεύουσας. Ξέσπασαν μεγάλες
αντιδράσεις μέσα στους κόλπους των Βενιζελικών. Γράφει ο Γληνός: «Ανήσυχος με
κάλεσε τότε ο Βενιζέλος στη Βουλή. - Τι είναι αυτά που κάνετε; μου λέει.
Βιαζόμαστε πολύ». Μετά από τη μεγάλη επιμονή και πίεση του Γληνού, ο Βενιζέλος
δέχθηκε να διδάσκεται η δημοτική στην πέμπτη και έκτη τάξη αλλά μαζί με την
καθαρεύουσα[5].
Ο
κλασικισμός και η καθαρεύουσα
Σύμφωνα με τον Αλέξη Δημαρά η διδασκαλία της
αρχαίας ελληνικής γλώσσας κυριαρχούσε στα προγράμματα του ελληνικού σχολείου
και του γυμνασίου και μάλιστα εις βάρος της διδασκαλίας των θετικών επιστημών.
Πιο συγκεκριμένα η διδασκαλία του τυπικού της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
κάλυπτε:
-
Το 42,4% του ωρολογίου προγράμματος
στο Ελληνικό Σχολείο.
-
Το 32,3% στο Γυμνάσιο.
Στις Θετικές Επιστήμες αφιερωνόταν περίπου
-
Το 16,3% του ωρολογίου προγράμματος
στο Ελληνικό Σχολείο.
-
Το 21,9% στο Γυμνάσιο[6].
Σχολική γλώσσα σε όλες τις βαθμίδες ήταν η
καθαρεύουσα.
Ιδεολογική βάση της κυριαρχίας της
καθαρεύουσας ήταν ότι η καθαρεύουσα διασφαλίζει την εθνική ενότητα των Ελλήνων
και την σύνδεση με το ένδοξο παρελθόν της Αρχαίας Ελλάδας. Αυτή την ιδεολογική
βάση προσπάθησε να αποδομήσει ο Δημήτρης Γληνός. Τμήμα αυτής της προσπάθειας
ιδεολογικής αποδόμησης της καθαρεύουσας είναι το δοκίμιο Έθνος και Γλώσσα
το οποίο δημοσιεύθηκε το 1922 στο Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Το πρώτο
μέρος του δοκιμίου είχε γραφτεί το 1915. Η
διαρκής και μόνιμη συμπλοκή της γλώσσας και του έθνους όλη αυτή την περίοδο
είναι το κίνητρο του Γληνού προκειμένου να γράψει μια αναλυτική μελέτη το 1915
και να την συμπληρώσει το 1922, έχοντας ζήσει και την εμπειρία της επίθεσης στα
πεπραγμένα της μεταρρύθμισης του 1917. Ο Γληνός εστιάζει στην αντίληψη ότι η
πατρίδα και το έθνος είναι ιστορικά και ψυχοκοινωνικά και όχι βιολογικά
φαινόμενα. Η ενότητα ενός έθνος στηρίζεται στην αίσθηση του «ανήκειν» σε μια
συλλογικότητα, η οποία δεν μπορεί να οικοδομηθεί μέσω της διδασκαλίας του
τυπικού μιας γλώσσας, η οποία δεν μιλιέται, δεν είναι η ζωντανή γλώσσα του
λαού. Άλλωστε, η γλώσσα δεν είναι ούτε ο
πρώτος ούτε ο μόνος συντελεστής της εθνικής ενότητας. Σε κάθε περίπτωση, η
καθαρεύουσα είναι ανεπαρκής για να δυναμώσει και να συντηρήσει την ψυχική ένωση
των Ελλήνων. Στο δοκίμιο του ο Γληνός αντικρούει τη θεωρία του Φαλμεράγιερ: «όσο
πολύ κι αν είναι το ξένο αίμα, που χύνεται μέσα σ’ ένα λαό, η σημασία του δεν
είναι απόλυτη, όσο δεν επηρεάζεται το δεύτερο, το πολύ σημαντικό στοιχείο της
ιστορικής ενότητας. Και το στοιχείο αυτό είναι η συνείδηση της ιστορικής
συνέχειας»[7]. Σημαντικότερος συντελεστής της ιστορικής και
εθνικής συνείδησης είναι η γλώσσα που μιλάει ένας λαός, οι παραδόσεις του, τα
τραγούδια και τα παραμύθια του, τα ήθη και τα έθιμα, τα κοινά εθνικά ιδανικά
και η ψυχική σύσταση και ροπή του.
Το Μαράσλειο Διδασκαλείο
Η
εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920 οδήγησε στην ακύρωση της μεταρρύθμισης του
1917. Ο Δελμούζος αναχώρησε στη Γερμανία το 1921 και μελέτησε το έργο του
Κερσενστάινερ για το Σχολείο Εργασίας. ο
Γληνός άρχισε να διδάσκει στο Λύκειο Κωνσταντινίδη και να παλεύει με
δημοσιεύσεις ενάντια στο ρεύμα της αντιμεταρρύθμισης. Στο πλαίσιο αυτής της
ιδεολογικής πάλης έγραψε και την μπροσούρα Οι
χοίροι υίζουσιν, τα χοιρίδια κοϊζουσιν, οι όφεις ιύζουσιν με το ψευδώνυμο Αντώνης
Γαβριήλ. Το 1921 ίδρυσε την Ανωτέρα Γυναικεία Σχολή.
Μετά
τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1923, η κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα επανέφερε τα
μεταρρυθμιστικά μέτρα του 1917 και μαζί τους εκπαιδευτικούς που είχαν εκδιωχθεί
την περίοδο 1920 - 1921. Το Μαράσλειο Διδασκαλείο εκπαίδευσης δασκάλων
αναδιοργανώνεται με διευθυντή τον Αλέξανδρο Δελμούζο και προσαρτάται στην
Παιδαγωγική Ακαδημία που ανοίγει ξανά το 1924 με Διευθυντή το Δημήτριο Γληνό.
Ο
Δελμούζος προσδοκεί ότι από τη νέα του θέση θα επαναλάβει, αποτελεσματικότερα
αυτή τη φορά, το εγχείρημα του Παρθεναγωγείου του Βόλου. Εξηγώντας γιατί
ανέλαβε τη διεύθυνση του Μαράσλειου Διδασκαλείου γράφει: «Ήταν η ίδια ανάγκη που με είχε σπρώξει άλλοτε στο Βόλο: να μορφώσωμε
ζωντανούς ανθρώπους καλύτερους από τη δική μας γενιά, και να στηθή με τον καιρό
ένα σχολείο αληθινό απάνω στη δική μας ζωή. Η δημοτική γλώσσα ήταν εκεί μια
αυτονόητη προϋπόθεση για κάθε μορφωτική ενέργεια» .
Ο
Γληνός στην ομιλία του στα εγκαίνια της Παιδαγωγικής Ακαδημίας επισημαίνει ότι
είναι ανάγκη οι νέοι παιδαγωγοί «να
αφήσουν τα νεκρά στοιχεία να είναι νεκρά, να απολυτρώσουν τη φυλή τους από
ιδανικά απραγματοποίητα και κούφια...Θέλομε η σχέση μας με το παρελθόν να μην
είναι μια στείρα μίμηση, αλλά ένας δημιουργικός ιστορισμός» .
Όμως,
οι προσδοκίες των δύο παιδαγωγών δεν ευδοκίμησαν. Από το 1925 έως το 1926 το
μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα και η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στα δυο ιδρύματα
προκάλεσαν ισχυρές αντιδράσεις, που έμειναν γνωστές ως "Μαρασλειακά", και
οδήγησαν στην απόλυση των δυο πρωτοπόρων του δημοτικισμού και στη νέα ανακοπή
της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.
Τα
προβλήματα ξεκίνησαν στο τέλος της πρώτης σχολικής χρονιάς. Τρεις εκπαιδευτικοί
του ιδρύματος που διαφωνούσαν με τις απόψεις του Δελμούζου κατηγόρησαν τη
συνάδελφό τους Ρόζα Ιμβριώτη ότι διδάσκει υλιστικές απόψεις στην ιστορία. Στην
πραγματικότητα, ο Δελμούζος είχε καθιερώσει μια ώρα την εβδομάδα στην οποία
γινόταν ελεύθερη συζήτηση μαθητών και καθηγητών σε διάφορα θέματα. Σε κάποια
από αυτές τις συζητήσεις, ορισμένοι μαθητές ζήτησαν από την Ιμβριώτη να τους
πει την άποψη της για το βιβλίο του που Κορδάτου Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, που είχε
εκδοθεί το 1924. Το βιβλίο αυτό είχε προκαλέσει αναστάτωση στους αντιδραστικούς
κύκλους και η Ιερά Σύνοδος είχε αναθέσει στο θεολόγο Π. Τρεμπέλα να γράψει
αναιρετική μελέτη κατά του ιστορικού υλισμού. Το θέμα δεν έμεινε στο πλαίσιο
του σχολείου, αλλά πήρε διαστάσεις στον τύπο με άρθρα.
Τον
Ιούνιο του 1925 ο στρατηγός Πάγκαλος καταλαμβάνει με πραξικόπημα την εξουσία
και τον Ιανουάριο του 1926 οι Γληνός και Δελμούζος απολύονται «δια λόγους
οικονομιών». Όμως, η Ιερά Σύνοδος, παρά την απόλυσή τους, συγκεντρώνει
έγγραφες διαμαρτυρίες και υπομνήματα χριστιανικών σωματείων και ζητά από τον
υπουργό Εκκλησιαστικών να μην κλείσει το θέμα. Ο υπουργός Αιγινήτης ζήτησε από
το διευθύνοντα το Μαράσλειο να κάνει έκθεση και συγκρότησε ανακριτική επιτροπή
αποτελούμενη από τους Σ. Καλλιάφα, Π. Θεοδωρόπουλο και Α. Παπαζαχαρίου.
Στο
μεταξύ, η υπηρεσία Γενικής Ασφάλειας του κράτους ζήτησε από τον Αντιεισαγγελέα
Πρωτοδικών να εξετάσει την υπόθεση «από απόψεως κομμουνιστικής». Στο μεταξύ ο
Πάγκαλος ανατρέπεται από τον Κονδύλη. Ο Αρεοπαγίτης Αντωνακάκης που ανέλαβε την
υπόθεση θα αποφανθεί ότι οι κατηγορίες δεν ευσταθούν και κλείνοντας την έκθεση
του θα γράψει για το έργο του Δελμούζου στο Μαράσλειο: «Ήτον έργον πλήρες από παλλόμενον θρησκευτικό αίσθημα, από ζωντανόν
αισιόδοξον πατριωτικόν ενθουσιασμόν, έργον το οποίον, και δια τον έχοντα
επιφυλάξεις ως προς την χρησιμοποιηθήσαν ακράτως δημοτικήν γλώσσαν, ήτο άξιον
καλυτέρας τύχης. Κατέκτησεν όλην την εκτίμησίν μου».
Ο
Δ. Γληνός, τον Ιανουάριο του 1927, σε ανυπόγραφο σχόλιό του στην Αναγέννηση θα
σημειώσει: «Το Μαράσλειο Διδασκαλειο όπως
και η Παιδαγωγική Ακαδημία, γκρεμίστηκαν και η Ελληνική Κοινωνία περνάει
μπροστά στα συντρίμμια αυτά ξένοιαστη και αστόχαστη σα να έχει περίσσια από
τέτοιες τίμιες, γενναίες, ανυστερόβουλες και ηθικές προσπάθειες, σα να έχει
περίσσια από τέτοιες αυτοθυσίες για το γενικό καλό. Το φαινόμενο λοιπόν δεν
είναι τυχαίο. Και τα «Αθεϊκά» και τα «Μαρασλειακά» είναι από τα πιο χτυπητά
σημάδια μιας βαθύτατης αρρώστιας. Η ελληνική αστική τάξη είναι αντιδραστική.
Δεν γνώρισε και δεν έζησε καμιά από τις αρετές που αποτελέσανε την αξία, τον
υπαρκτικό λόγο των αστικών τάξεων της Δύσης. Ούτε τη δίψα της απροκάλυπτης
αλήθειας, ούτε το γενναίο πέταγμα της ελεύθερης έρευνας, ούτε το σεβασμό της
ελευθερίας της συνείδησης, ούτε την τιμή προς τους δημιουργού του καλύτερου
μέλλοντος. Η ελληνική αστική τάξη είναι
προορισμένη, να στολίζεται με φράκο και κολλαριστό πουκάμισο και να έχει τη
στεγνή ψυχή μεσαιωνικού καλόγερου. Υποκρισία, σεμνοτυφία, ηθική κούφια,
αρετή των λόγων και εκμετάλλευση. Αν η
τάξη αυτή που κυβερνάει το δύσμοιρο λαό
και τον εξαπατά εκατό χρόνια τώρα, είχε κόκκο μυαλού, θα είχεν
αγκαλιάσει την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση. Γιατί η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση
όπως διατυπώθηκε ήταν το θεμελίωμα της ελληνικής παιδείας πάνω στα ζωντανά
δεδομένα του γνήσιου ελληνικού κόσμου, ήταν αληθινή εκπαιδευτική αναγέννηση
μέσα στο πλαίσιο όλων των χαρακτηριστικών μιανής σύγχρονης προοδευτικής αστικής
κοινωνίας. Νεοέλληνες αστοί πότε με κατηγορίες για τσαρικά ρούβλια, πότε με
αθεϊες, πότε με μπολσεβικισμούς, πότε με ανηθικότητες κλοτσοβόλησαν κάθε φορά,
έφτυσαν, ερύπαναν κάθε «άνθρωπο» που αγαπώντας πλατιά το λαό του ήρθε για να
τους μεταδώσει λίγο φως».
Στο
κείμενο του Γληνού διαγράφονται ολοκάθαρα τα σημεία που θα τον οδηγήσουν σε
σύγκρουση με το Δελμούζο μετά από λίγες ημέρες στη Γενική Συνέλευση του Ομίλου.
Τα "Μαρασλειακά" ήταν η τελευταία μάχη που έδωσαν μαζί οι δύο φίλοι. Μετά από τη
διάσπαση του Ομίλου, οι δρόμοι τους θα χωρίσουν οριστικά.
[1]
Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, «Οι πολιτικές εξελίξεις. Από το Γουδί ως τη Μικρασιατική
Καταστροφή» στο Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού 1770 – 2000, τόμος 6ος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
2003.
[2]
Γιώργος Κόκκινος – Βασίλης Μπογιατζής, Αναζητώντας
«ιερό καταφύγιο». Ο Αλέξανδρος Δελμούζος και η σύγχρονη του ελληνική διανόηση,
εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα 2017.
[3] Μαριάνθη
Μπέλλα, Η Ανωτέρα Γυναικεία Σχολή (1921 –
1923). Ένα προδρομικό παιδαγωγικό και πολιτικό εγχείρημα του Δημήτρη Γληνού, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2018.
[4]
Βλ. Ε. Παπανούτσος, Α. Δελμούζος, εκδ. ΜΙΕΤ,
Αθήνα 1984.
[5]
Μ. Μελετόπουλος, «Δημήτρης Γληνός. Από τον Μιστριώτη στον Στάλιν», Νέα Κοινωνιολογία, τεύχος 36, σελ. 107.
[6]
Αλέξης Δημαράς, «Η Εκπαίδευση 1909 –
1922», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού
1770 – 2000, τόμος 6ος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου