Σελίδες

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Νικόλαος Γιαννιός (1885-1958): Δίδασκε το πρωί γαλλικά και το βράδυ σοσιαλισμό


της Μαριάνθης Μπέλλα






Γεννήθηκε στην Άνδρο το 1885. Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο της Άνδρου εγκαταστάθηκε στην Κων/πολη και φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στο γαλλικό Λύκειο Saint Benoît. Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Παν/μιο της Σορβόννης. Στα φοιτητικά του χρόνια μυήθηκε στη σοσιαλιστική και δημοτικιστική ιδέα και μάλιστα διετέλεσε γραμματέας του γλωσσολόγου δημοτικιστή Γιάννη Ψυχάρη (1903-1905). Το 1907 επέστρεψε στην Κων/πολη, όπου εργάστηκε ως καθηγητής γαλλικών, ενώ παράλληλα συμμετείχε ενεργά στο σοσιαλιστικό κίνημα της πόλης. Λίγο αργότερα, προσχώρησε στο «Αδελφάτο της Εθνικής Γλώσσας», του δημοτικιστή συγγραφέα Φώτη Φωτιάδη, το οποίο έδινε προτεραιότητα στο ζήτημα του εκπαιδευτικού δημοτικισμού [1], και ανέλαβε την αρχισυνταξία του εβδομαδιαίου του οργάνου Ο Λαός. Το 1909 συνέβαλε στη σύσταση του Σοσιαλιστικού Κέντρου Κων/πολης και διεύθυνε την ελληνική έκδοση της σοσιαλιστικής εφημερίδας Εργάτης (Νούτσος, 1997: 23-24). 
Λόγω της σοσιαλιστικής του δράσης, απελάθηκε από την Κων/πολη το 1910 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Μετά από πρόταση του αρχηγού του «Συνδέσμου των Εργατικών Τάξεων» (Σ.τ.Ε.Τ.) Πλάτωνα Δρακούλη, με τον οποίο αλληλογραφούσε τακτικά από την εποχή που ζούσε στην Κων/πολη, ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας Έρευνα και λίγο αργότερα προσχώρησε στον Σ.τ.Ε.Τ. και έγινε γραμματέας του. Οι δύο άνδρες, Δρακούλης και Γιαννιός, δεν άργησαν να συγκρουστούν, καθώς είχαν διαφορετικές απόψεις για τον τρόπο οργάνωσης του προπαγανδιστικού έργου του Σ.τ.Ε.Τ. Έτσι, τον Μάιο του 1911, ο Γιαννιός, μαζί με άλλα στελέχη, εγκατέλειψε τον Σ.τ.Ε.Τ. και ίδρυσε το «Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας» (Σ.Κ.Α.)[2], που αποσκοπούσε στη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών στην Ελλάδα, την οργάνωση των εργατών σε «συνδικάτα σοσιαλιστικά» και την εφαρμογή ενός «μεταρρυθμιστικού προγράμματος». Με την ίδρυση της νέας αυτής ομάδας δημιουργήθηκε η σοσιαλδημοκρατική τάση του ελληνικού εργατικού κινήματος (Νούτσος, 1997: 31-32).  

Ο Γιαννιός ήταν από τους λίγους Έλληνες σοσιαλιστές που είχε θεωρητική κατάρτιση και ήταν γνώστης του ευρωπαϊκού επιστημονικού σοσιαλισμού. Οι αναζητήσεις του, την περίοδο αυτή, περιστρέφονταν γύρω από την πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, με σκοπό την κατάκτηση της εξουσίας και τη μετατροπή της κοινωνίας σε σοσιαλιστική. Παράλληλα, προσπαθούσε να οργανώσει έναν πυρήνα με ξεκάθαρες σοσιαλιστικές απόψεις και να δημιουργήσει σοσιαλιστικά καταρτισμένα στελέχη, με παραδόσεις μαθημάτων και διαλέξεων, πάνω σε γενικά και ειδικά σοσιαλιστικά θέματα, που έκανε ο ίδιος. Όπως ανέφερε ο Αβραάμ Μπεναρόγια, ο Γιαννιός «καθηγητής σοβαρός, είχε πάντοτε έναντι των οπαδών του θέσιν καθηγητού που εδίδασκε τον σοσιαλισμόν την νύκτα, όπως θα εδίδασκεν …γαλλικήν την ημέραν, με κύρος και αυστηρότητα» (Κορδάτος, 1972: 163).

Στη συνέχεια, συνέταξε το πρόγραμμα του Σ.Κ.Α. «επί τη βάση των γαλλικών και γερμανικών Προγραμμάτων-Καταστατικών, με προσθήκες σύμφωνες με το Ελληνικό Περιβάλλον», προβάλλοντας μια σειρά από πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διεκδικήσεις πολύ πρωτοποριακές για την εποχή [3]. Το Σ.Κ.Α. δημιούργησε σοσιαλιστικά κέντρα στην επαρχία (Κέρκυρα, Βόλο, Λάρισα) και οργάνωσε τη δράση του στους επαγγελματικούς κύκλους ιδρύοντας τα συνδικάτα «Άμυνα» και «Πρόοδος». Αργότερα, ίδρυσε την πρώτη οργάνωση νεολαίας στην Ελλάδα, τον «Σοσιαλιστικό Όμιλο της Ελληνικής Νεολαίας», που κινούνταν στην ίδια τροχιά με τη «Διεθνή Σοσιαλιστική Νεολαία» (Μπενάκης, 1999: 24-25).

Οι Βαλ­κα­νι­κοί Πό­λε­μοι που ακολούθησαν (1912-1913) έ­γι­ναν αι­τί­α να διακοπεί η δράση των σοσιαλιστικών ομάδων της χώ­ρας, καθώς τα πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­λη τους στρα­τεύ­τη­καν. Ο ί­διος ο Γιαν­νιός έλαβε μέρος στους πολέμους ως έφεδρος αξιωματικός και μά­λι­στα πα­ρα­ση­μο­φο­ρήθη­κε με τον Πολεμικό Σταυρό για τη δράση του. Μετά την ένωση της Μακεδονίας με την Ελλάδα συμμερίστηκε τον εθνικό ενθουσιασμό της εποχής του και στις μαρξιστικές του απόψεις κυριάρχησαν τα πατριωτικά αισθήματα και η αντιπάθεια προς τους Τούρκους και τους Ισραηλίτες. Μετά το τέλος των πολέμων, οι σοσιαλιστικές ομάδες α­να­διορ­γα­νώθηκαν και ανέλαβαν πάλι πολιτική δράση. Ο Γιαννιός άρχισε, από τα τέλη του 1913, την ανασυγκρότηση του Σ.Κ.Α. και οργάνωσε κύκλους διαλέξεων πάνω σε ιστορικά, κοινωνιολογικά και φιλοσοφικά θέματα. Το 1915, για να υποστηρίξει τις απόψεις του, εξέδωσε την εφημερίδα Σοσιαλισμός και λίγο αργότερα το περιοδικό Σοσιαλιστικά Φύλλα. Την περίοδο αυτή, άρχισε βαθμιαία να συναινεί στην ανταντική πολιτική του Βενιζέλου και υποστήριξε τις κοινωνικές του μεταρρυθμίσεις πιστεύοντας ότι εκφράζουν τον «ελληνικό σοσιαλισμό» έναντι του «εβραϊκού σοσιαλισμού» της «Φεντερασιόν»[4], της οποίας επέκρινε τον αντιπολεμικό προσανατολισμό. Όταν το 1916 σχηματίστηκε η Προσωρινή Κυβέρνηση του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, ο Γιαννιός προσχώρησε στην «Εθνική Άμυνα» και διορίστηκε τμηματάρχης στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Είχε την πεποίθηση ότι «θα κατόρθωνε να κάμη διατάγματα μερικά άρθρα σοσιαλιστικού προγράμματος ή να καταργήση υπάρχοντας αντισοσιαλιστικούς νόμους». Με τη μεταφορά της κυβέρνησης Βενιζέλου στην Αθήνα, άφησε τη θέση του στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και επανέκδωσε τον Σοσιαλισμό, όπου υποστήριζε τις βενιζελικές θέσεις (Μπενάκης, 1996: 76-78).

Η Οκτωβριανή Επανάσταση (1917) αναζωογόνησε το διεθνές σοσιαλιστικό και συνδικαλιστικό κίνημα και άσκησε μεγάλη επίδραση στο ελληνικό. Το 1918 (21-28 Οκτωβρίου) πραγματοποιήθηκε το Α΄ Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο, το οποίο ίδρυσε τη «Γενική Συνομοσπονδία Εργατών της Ελλάδος» (ΓΣΕΕ). Κατά τη διάρκεια των εργασιών του, υπερψηφίστηκε η αρχή «της πάλης των τάξεων», η δράση της Συνομοσπονδίας «πέραν πάσης αστικής επιρροής» και καθιερώθηκε ο επίσημος εορτασμός της εργατικής τάξης την 1η Μαΐου, διεθνή μέρα των εργατών. Λίγες μέρες αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου 1918, άρχισε στον Πειραιά το Α΄ Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο, όπου συναντήθηκαν για πρώτη φορά οι διάφορες τάσεις του κινήματος. Ο Γιαννιός μίλησε με πάθος υπέρ της «Κοινωνίας των Εθνών» και της ένωσης «όλων των Κρατών του Αίμου εις μιαν Δημοκρατικήν Βαλκανικήν Ομοσπονδίαν υπό την εγγύησιν της Κοινωνίας των Εθνών» (Κορδάτος, 1972: 313). Στο συνέδριο κυριάρχησαν δύο ρεύματα: Ένα αριστερό ρεύμα επηρεασμένο από τη ρωσική επανάσταση και τη διάσπαση των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων και ένα σοσιαλδημοκρατικό το οποίο υποστήριζε την ομαλή πορεία προς τον σοσιαλισμό και την πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου για την Μεγάλη Ελλάδα. Το δεύτερο αυτό ρεύμα, στο οποίο ήταν ενταγμένος ο Γιαννιός, διαφώνησε με τους άλλους συνέδρους σε ζητήματα ιδεολογίας και εξωτερικής πολιτικής και αποχώρησε από το συνέδριο. Συνέχεια αυτού του ρεύματος ήταν το «Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος», που ήταν προσανατολισμένο στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και συνεργάστηκε αρκετές φορές με τους βενιζελικούς και τον Αλ. Παπαναστασίου (Μπενάκης, 1996: 78). Το Α΄ Σοσιαλιστικό Συνέδριο κατέληξε στην ίδρυση κόμματος που ονομάστηκε «Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος» (ΣΕΚΕ) (4-10 Νοέμβρη 1918), το οποίο τα πρώτα έξι χρόνια πέρασε από πολλές αλλαγές θέσεων και γνώρισε αρκετές διασπάσεις. Το 1924 άρχισε η ευθυγράμμισή του με τις θέσεις της Μόσχας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς και μετονομάστηκε σε ΚΚΕ (Μπενάκης, 1999: 25-26).

Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, ο Γιαννιός πρωτοστάτησε με τους Κοινωνιολόγους του Παπαναστασίου στην ίδρυση της «Δημοκρατικής Ένωσης», που πρότεινε την Αβασίλευτη Δημοκρατία ως βάση ενός μετριοπαθούς μεταρρυθμιστικού και εθνικιστικού προγράμματος. Το 1919–1920 εξέδωσε την ημερήσια εφημερίδα Κοινωνία και το 1922 τάχθηκε υπέρ της επανάστασης του Πλαστήρα. Το 1928 εξέδωσε, μαζί με τη γυναίκα του Αθηνά-Γαϊτάνου-Γιαννιού, τη Σοσιαλιστική Ζωή και το 1931 συμμετείχε στην ίδρυση του «Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος» (Σ.Κ.Ε.), από το οποίο διεγράφη το 1934 (Αλεξάτος, 2008: 84-85).  Την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, ο Γιαννιός αποκόπηκε από το σοσιαλιστικό κίνημα. Αργότερα, στις εκλογές του 1946 συνεργάστηκε με το «Κόμμα των Φιλελεύθερων» του Θ. Σοφούλη. Για πολλά χρόνια υπήρξε ανταποκριτής σοσιαλιστικών εφημερίδων και περιοδικών του εξωτερικού και πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δημοσίευσε στη Γερμανικήν Σοσιαλιστικήν Εγκυκλοπαίδεια κείμενο για τον συνδικαλισμό στην Ελλάδα.  Έγραψε πληθώρα άρθρων κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών καθώς και τις μελέτες: Ο Σοσιαλισμός του Κράτους (1914), Δημοτικισμός και Σοσιαλισμός (1915) Το εργατικό ζήτημα της Ελλάδος (1929), Σκέψεις ανθρωπιστού (1933), Το κομμουνιστικόν κίνημα 1944-1945. Πέθανε στην Αθήνα το 1958 έχοντας ανακηρυχθεί επίτιμο μέλος του «Κόμματος των Φιλελευθέρων» (Αλεξάτος, 2008: 85). 

Η γυναίκα του, Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού (1880-1952), από το Μακροχώρι της Ανατολικής Θράκης, ήταν εκπαιδευτικός και διευθύντρια Παρθεναγωγείου, στο οποίο εισήγαγε τη διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας, μια σημαντική καινοτομία για την εποχή εκείνη. Το 1907 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συμμετείχε δυναμικά στην προοδευτική πνευματική κίνηση. Ήταν αρχισυντάκτρια του φιλολογικού περιοδικού Νέον Πνεύμα και παράλληλα δίδασκε στη «Νυχτερινή Σχολή Αγραμμάτων Βιοπαλαιστών». Γνωρίστηκε και ερωτεύτηκε τον Γιαννιό, τον οποίο ακολούθησε στην Αθήνα, μετά την απέλασή του το 1910, αψηφώντας τις συμβάσεις και προκαλώντας σκάνδαλο στην κλειστή κοινωνία των Ελλήνων της Κων/πολης. Στην Αθήνα εργάστηκε σαν εκπαιδευτικός και γραφέας σε υπουργείο, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία και ανέπτυξε σημαντική σοσιαλιστική και φεμινιστική δράση. Το 1919 ίδρυσε τον «Σοσιαλιστικό Όμιλο Γυναικών» και υποστήριξε την πρόταση νόμου για την ισοπολιτεία των δύο φύλων που κατέθεσε στη Βουλή ο βουλευτής Θ. Τυπάλδος-Μπασιάς. Παρά τις διαφωνίες και τις αντιθέσεις της με το αστικό φεμινιστικό κίνημα, δεν αρνήθηκε τη συνεργασία «εις όσα ζητήματα μπορεί να υπάρξει σύμπτωσις γνωμών». Διεκδικούσε την ισότητα αμοιβής ανδρών και γυναικών, την κατάργηση της προίκας, την αλλαγή του Οικογενειακού Δικαίου, την καθιέρωση του πολιτικού γάμου σαν μόνου υποχρεωτικού, την προστασία της μητρότητας μέσα και έξω από τον θεσμό του γάμου και προέτρεπε τις γυναίκες όχι μόνο να οργανωθούν για να διεκδικήσουν ίσα δικαιώματα με τους άνδρες, αλλά και να συνδικαλιστούν στους χώρους της εργασίας τους (Αυδή-Καλκάνη, 1997).  



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλεξάτος, Γ. Ν. (2008), Ιστορικό Λεξικό του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, Αθήνα: Γειτονιές του κόσμου.



Αυδή-Καλκάνη, I. (1997), Μια αντάρτισσα της Πόλης στην ταραγμένη Αθήνα. Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού (1880-1952), Αθήνα: ΕΛΙΑ.



Κορδάτος, Γ. (1959), Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τομ. 13ος, 1900-1924, Αθήνα: 20ος αιώνας.



Κορδάτος, Γ. (1972), Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, Αθήνα: Μπουκουμάνης.



Μπενάκης, Θ. (1996), «Σοσιαλιστές και εξωτερική πολιτική. Α΄ Ο Νικόλαος Γιαννιός και το υπόμνημα στο διεθνές σοσιαλιστικό γραφείο (1918)», Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου Έρευνας και Κριτικής, τχ. 39-40, Άνοιξη-Χειμώνας 1996, σσ. 73-89.



Μπενάκης, Θ. (1999), «Οι πρώτοι σοσιαλιστές». Η Καθημερινή/Επτά Ημέρες: Η Ελλάδα τον 20ο αιώνα 1910-1920, 24/9/1999, σσ. 24-26.



Νούτσος, Π. (1997), Νίκος Γιαννιός, Αθήνα: Τυπωθήτω.



Νούτσος, Π. (2003), «Η σοσιαλιστική σκέψη. Από την επίκληση του Ρήγα στην ενηλικίωση του ΚΚΕ», στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ. 6ος, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σσ. 255-266.



Παπακώστας, Γ. (1993), Ο Φώτης Φωτιάδης και το «Αδελφάτο της Εθνικής Γλώσσας», Αθήνα: Εστία.





*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Contact+ τεύχος 59





[1] Το Αδελφάτο ιδρύθηκε το 1905 και ήταν μια οργάνωση που εξέφραζε τους δημοτικιστές της Κων/πολης. Για την πραγματοποίηση των στόχων του προγραμμάτιζε την ίδρυση σχολείων, τη συγγραφή διδακτικών και μορφωτικών βιβλίων για παιδιά, τη σύνταξη αναλυτικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, την οργάνωση εκδηλώσεων και την έκδοση περιοδικού. Όλα αυτά υλοποιήθηκαν λίγο αργότερα από τον «Εκπαιδευτικό Όμιλο» (1910), στην ίδρυση του οποίου συνέβαλαν και μέλη του Αδελφάτου (Παπακώστας, 1993: 76-77).


[2] Επειδή δεν υπήρχαν χρήματα για να νοικιαστούν γραφεία για το Σ.Κ.Α., οι συνεδριάσεις του γίνονταν αρχικά στα γραφεία των μαγειροϋπαλλήλων και αργότερα στο πατάρι ενός μικρού καφενείου δίπλα στα γραφεία της εφημερίδας Ακρόπολις (στην οδό Παπαρρηγοπούλου) γι’αυτό η σοσιαλιστική αυτή κίνηση ονομάστηκε «Πατάρι» (Κορδάτος, 1972: 154).


[3] Στον πολιτικό τομέα διεκδικούσε το δικαίωμα της ψηφοφορίας και της εκλογής για άνδρες και γυναίκες, σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, τη συντόμευση της βουλευτικής περιόδου από τέσσερα σε δύο χρόνια, την  καθιέρωση του εκλογικού συστήματος της αναλογικής αντιπροσωπείας, το δικαίωμα των γυναικών να διορίζονται δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την κατάργηση κάθε νόμου που περιόριζε τα δικαιώματα των γυναικών. Επίσης, ήταν κατά της συμμετοχής της χώρας σε επιθετικό πόλεμο αλλά και της σύναψης συμμαχιών που μπορούσαν να την οδηγήσουν σε πόλεμο. Στον οικονομικό τομέα διεκδικούσε την εθνικοποίηση των σιδηροδρόμων, της Εθνικής Τράπεζας και των μεταλλείων Λαυρίου και την προοδευτική αναλογική φορολογία των κεφαλαίων. Ο χωρισμός Κράτους Εκκλησίας ήταν βασικό στοιχείο του σοσιαλιστικού προγράμματος του Σ.Κ.Α. και το αίτημα αυτό εκφραζόταν με τις διεκδικήσεις για «την ελευθερία κάθε θρησκείας, χωρίς την ανάγκη επίσημης θρησκείας», «την απαγόρευση στους κληρικούς να διδάσκουν στα σχολεία», «την καθιέρωση του πολιτικού γάμου». Επίσης, η καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους, καθώς και η κατάργηση των στρατοδικείων και της θανατικής ποινής ήταν πρωτοπόρα αιτήματα για την εποχή (Κορδάτος, 1959: 371-372).



[4] Η «Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία», γνωστή ως «Φεντερασιόν», ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1909 από τον Αβραάμ Μπεναρόγια, δάσκαλο από το Βιδίνιο της Βουλγαρίας, και ήταν η δυναμικότερη σοσιαλιστική ομάδα της εποχής. Στη «Φεντερασιόν» εντάχθηκαν κυρίως Εβραίοι της Θεσσαλονίκης που αντιμάχονταν την προοπτική του σιωνισμού και σε μικρότερο αριθμό μέλη από άλλες κοινότητες της πόλης (Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι). Προέβαλε το όραμα μιας σοσιαλιστικής βαλκανικής ομοσπονδίας και γι’αυτό αντιτάχτηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους (Νούτσος, 2003: 261).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου