Η περίπτωση του
«Σπιτιού του κοριτσιού» στην Κυψέλη
Μαριάνθη Μπέλλα
Το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο
Το φθινόπωρο του
1922 σηματοδοτήθηκε από τη Μικρασιατική
Καταστροφή, που ήταν μια από τις πιο οδυνηρές στιγμές του Ελληνισμού και
επέφερε πλήθος κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και σχετιζόμενων με το
προσφυγικό ζήτημα προβλημάτων. Η Ελλάδα, μια χώρα 5.000.000 κατοίκων, διχασμένη
πολιτικά, με μια οικονομία κατά βάση αγροτική και αποσταθεροποιημένη από τους
μακροχρόνιους πολέμους, δέχτηκε πάνω από 1.200.000 πρόσφυγες. Οι περισσότεροι
από αυτούς, έφθαναν στα ελληνικά εδάφη άποροι και εξαθλιωμένοι, αποστερημένοι
από κάθε περιουσιακό στοιχείο. Για την προσωρινή υποδοχή και στέγασή τους, η
κυβέρνηση άνοιξε τα δημόσια κτίρια, τα σχολεία, τις εκκλησίες, τα θέατρα, τις
αποθήκες και επέβαλε μέτρα επίταξης κατοικιών.
Τα
γεγονότα αυτά δεν άφησαν ασυγκίνητες τις Ελληνίδες, οι οποίες
ασχολήθηκαν με το προσφυγικό πρόβλημα προσφέροντας υπηρεσίες είτε
ατομικά είτε συλλογικά.
Τα γυναικεία σωματεία («Λύκειο των Ελληνίδων», «Πατριωτικόν Ίδρυμα»,
«Εθνικό
Συμβούλιο των Ελληνίδων», «Σύνδεσμος Ελληνίδων υπέρ των Δικαιωμάτων της
Γυναικός», «Διεθνής Σύνδεσμος Γυναικών») ανέκοψαν τη συνήθη δράση
τους και αφοσιώθηκαν στο έργο της περίθαλψης των προσφύγων, την εποπτεία
καταυλισμών και την
προσπάθεια να εφοδιάσουν τις φτωχές προσφυγοπούλες με μια τέχνη που θα
τους εξασφάλιζε
βιοποριστική εργασία.
Παράλληλα, και λόγω της σημαντικής αύξησης της σωματεμπορίας ανήλικων προσφύγων, τα γυναικεία σωματεία αποφάσισαν από κοινού την ίδρυση "Γραφείου Καταστολής Σωματεμπορίας Γυναικών και Παίδων". Το «Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων» και ο «Σύνδεσμος Ελληνίδων υπέρ των Δικαιωμάτων της Γυναικός» έκαναν αλλεπάλληλα διαβήματα στην ελληνική κυβέρνηση για να ψηφιστεί νόμος που να επιβάλλει στα κορίτσια κάτω των 18 ετών που εργάζονταν σε οίκους ανοχής, να αποσπώνται και να εισάγονται σε κατάλληλα ιδρύματα, με σκοπό την ηθική αποκατάσταση και τη γενική και επαγγελματική μόρφωσή τους.
Παράλληλα, και λόγω της σημαντικής αύξησης της σωματεμπορίας ανήλικων προσφύγων, τα γυναικεία σωματεία αποφάσισαν από κοινού την ίδρυση "Γραφείου Καταστολής Σωματεμπορίας Γυναικών και Παίδων". Το «Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων» και ο «Σύνδεσμος Ελληνίδων υπέρ των Δικαιωμάτων της Γυναικός» έκαναν αλλεπάλληλα διαβήματα στην ελληνική κυβέρνηση για να ψηφιστεί νόμος που να επιβάλλει στα κορίτσια κάτω των 18 ετών που εργάζονταν σε οίκους ανοχής, να αποσπώνται και να εισάγονται σε κατάλληλα ιδρύματα, με σκοπό την ηθική αποκατάσταση και τη γενική και επαγγελματική μόρφωσή τους.
Στις
2 Μαρτίου 1923 ιδρύθηκε η "Χριστιανική Ένωση Νεανίδων" (Χ.Ε.Ν) Αθήνας
με πρώτη πρόεδρο τη Σμυρνιά Σταυριάνθη Αναστασιάδου, με σκοπό την
σωματική, διανοητική και ηθική ανάπτυξη των μελών της. Στο πρόγραμμά της
περιλαμβάνονταν μαθήματα αγγλικών, γαλλικών, λογιστικής, στενογραφίας,
καθώς και ελληνικών, τα οποία διεξάγονταν στη "Χρυσή Σκάλα" των Παλαιών
Ανακτόρων. Στα μαθήματα αυτά εγγράφονταν καθημερινά νέες μαθήτριες,
προσφυγοπούλες αλλά και ντόπιες. Την ίδια εποχή ιδρύθηκαν
και λειτούργησαν πολλά δημόσια και ιδιωτικά ορφανοτροφεία, οικοτροφεία,
επαγγελματικές σχολές και βιοτεχνικά εργαστήρια για κορίτσια πρόσφυγες,
τα
οποία παρείχαν δωρεάν στοιχειώδη εκπαίδευση (μαθήματα ανάγνωσης, γραφής,
αριθμητικής, οικοκυρικών και υγιεινής) και επαγγελματική μόρφωση πάνω
στις «γυναικείες
τέχνες» (κοπτική, ραπτική, πλέξιμο, κέντημα, ύφανση κ.ά.). Σύμφωνα με
την σοσιαλίστρια
φεμινίστρια Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, η ίδρυση επαγγελματικών σχολών και η
παροχή
τεχνικών γνώσεων ήταν σημαντικότερη από τη φιλανθρωπία γιατί θα οδηγούσε
στην
επαγγελματική αποκατάσταση, την οικονομική ανεξαρτησία και την βελτίωση
της
θέσης των γυναικών στην κοινωνία. «Το
καλό που θα κάνουν (οι επαγγελματικές σχολές) είναι απείρως μεγαλύτερο και
σταθερώτερο από τα λίγα ρούχα ή τα λίγα χρήματα που θα τους μοιράζονταν από
φιλανθρωπία δύο φορές το χρόνο». Εξάλλου η έλλειψη στοιχειωδών γνώσεων και επαγγελματικής
εκπαίδευσης καταδίκαζαν τη γυναίκα να βρίσκεται «στο κατώτερο επαγγελματικό σκαλί, να είναι εκμεταλλεύσιμο υλικό
ευκολοαγόραστο και βαρύ εμπόδιο στον γυναικείο αγώνα»[1].
Για τον ίδιο σκοπό, ο «Σύνδεσμος
Ελληνίδων υπέρ των Δικαιωμάτων της Γυναικός» ίδρυσε το Νοέμβριο
του 1922 το ορφανοτροφείο «Εθνική Στέγη», που στεγαζόταν στο κτήριο του Χαροκόπειου
στην Καλλιθέα. Σε αυτό συντηρούνταν 85 ορφανές προσφυγοπούλες οι οποίες
εκπαιδεύονταν στην κατασκευή ψάθινων επίπλων και πλεκτών ειδών, τα οποία
πωλούνταν σε τιμές ασυναγώνιστες. Το ίδρυμα συντηρούνταν από δωρεές και από τις
εισπράξεις της εργασίας των ορφανών. Διευθύντριά του ήταν
η Άννα Παπαδημητρίου, η οποία αφοσιώθηκε ολόψυχα στο έργο της οργάνωσης και
λειτουργίας του[2].
"To Σπίτι του κοριτσιού"
Το
1923 ο «Διεθνής Σύνδεσμος Γυναικών»[3]
ίδρυσε ένα οικοτροφείο για τη στέγαση και περίθαλψη κοριτσιών προσφύγων, που
ονομάστηκε «To Σπίτι του κοριτσιού». Αρχικά στεγάστηκε σε τρεις μεγάλες αίθουσες της Βουλής των Ελλήνων
(Παλαιά Ανάκτορα) και αργότερα σε οίκημα της οδού Νάξου 56, στην Κυψέλη. Στο
οικοτροφείο στεγάζονταν δωρεάν, τρέφονταν, ενδύονταν και σπούδαζαν γράμματα και
τέχνες 150 νεαρές προσφυγοπούλες. Αργότερα έγιναν δεκτά και κορίτσια από την
ελληνική επαρχία που στερούνταν το κατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον για διάφορες αιτίες
(ορφάνια, έλλειψη οικονομικών πόρων, λόγοι υγείας γονέων κ.ά.). Σκοπός του
ιδρύματος ήταν τα κορίτσια αυτά να ζήσουν σε ασφαλές περιβάλλον, να μορφωθούν
και να αποκτήσουν επαγγελματικά εφόδια για να ενταχτούν μελλοντικά στην αγορά
εργασίας και να γίνουν αυτοσυντήρητα.
Το ίδρυμα πρόσφερε πενταετή εκπαίδευση που περιελάμβανε εκτός από μαθήματα γενικής παιδείας, μαθήματα υφαντικής, κεντητικής, πλεκτικής, κεραμικής, ζωγραφικής, μεταλλοτεχνίας και λαογραφίας. Διέθετε οργανωμένο εργαστήριο υφαντικής με διευθύντρια την λαογράφο Αγγελική Χατζημιχάλη, η οποία φρόντισε να το εξοπλίσει με αργαλειούς που έφερε από τη Χαλκιδική. Ψυχή του ιδρύματος ήταν η διευθύντριά του, Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού που εργαζόταν με αυταπάρνηση και ενθουσιασμό για τη συντήρηση και λειτουργία του. Μαζί με την Αγγελική Χατζημιχάλη κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες να ενημερώσουν και να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη για το σημαντικό ανθρωπιστικό έργο που παραγόταν στο «Σπίτι του κοριτσιού» και να ζητήσουν βοήθεια από φιλάνθρωπους δωρητές για την κάλυψη των αναγκών λειτουργίας του. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού οργάνωναν εκθέσεις, στις οποίες πωλούνταν εργόχειρα και κεντήματα των κοριτσιών, έκαναν εράνους, φιλανθρωπικούς χορούς και διαλέξεις στις οποίες πρόβαλαν το έργο του ιδρύματος.
Ανυπόγραφο σημείωμα για τη λειτουργία του "Σπιτιού του κοριτσιού" στη στήλη "Επίκαιρα". Ο Αγώνας της γυναίκας, 68 (1928). |
Το 1928 τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του «Διεθνούς Συνδέσμου Γυναικών» απηύθυναν έκκληση για την οικονομική υποστήριξη του ιδρύματος. Στην έκκληση αυτή ανέφεραν ότι το ίδρυμα, στα πέντε χρόνια λειτουργίας του, υποστήριξε περί τις 70 φτωχές οικογένειες και προστάτευσε και μόρφωσε περίπου 400 κορίτσια ηλικίας 14-24 ετών φροντίζοντας παράλληλα για την επαγγελματική αποκατάσταση και την κοινωνική τους ένταξη. Η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού διηύθυνε αφιλοκερδώς το ίδρυμα και φρόντιζε για την ψυχοκοινωνική υποστήριξη των κοριτσιών μέχρι το 1937 που παραιτήθηκε γιατί αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Το 1938 τη
διεύθυνση του ιδρύματος ανέλαβε η Αγγελική Χατζημιχάλη, η οποία το μετέτρεψε σε
Οικοκυρική Βιοτεχνική Επαγγελματική Σχολή με την ονομασία «Το Ελληνικό σπίτι». Σύμφωνα
με την κόρη της Έρση-Αλεξία Χατζημιχάλη: «Εκτός από τα συνηθισμένα μαθήματα που διδάσκονταν σε όλα τα ελληνικά
σχολεία, στη Σχολή διδάσκονταν υφαντική, κεραμική, ζωγραφική, ασημουργία,
μεταλλοτεχνία και λαογραφία». Μετά το τέλος των σπουδών τους, οι
περισσότερες απόφοιτες διορίζονταν δασκάλες χειροτεχνίας.
Η Σχολή απέκτησε σύντομα φήμη στην Ελλάδα και το εξωτερικό, που την διατήρησε για πολλά χρόνια χάρη στην παρουσία, την αφοσίωση και το πάθος της διευθύντριάς της. Όμως, μετά τον θάνατό της, το 1965, δεν εστάθη δυνατόν να συνεχίσει για πολύ τη λειτουργία της. Σήμερα το κτήριο φαίνεται να μην χρησιμοποιείται αν και στην εξώθυρά του εξακολουθεί να υπάρχει η πινακίδα "Ο.Β.Ε.Σ. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΠΙΤΙ".
Η Σχολή απέκτησε σύντομα φήμη στην Ελλάδα και το εξωτερικό, που την διατήρησε για πολλά χρόνια χάρη στην παρουσία, την αφοσίωση και το πάθος της διευθύντριάς της. Όμως, μετά τον θάνατό της, το 1965, δεν εστάθη δυνατόν να συνεχίσει για πολύ τη λειτουργία της. Σήμερα το κτήριο φαίνεται να μην χρησιμοποιείται αν και στην εξώθυρά του εξακολουθεί να υπάρχει η πινακίδα "Ο.Β.Ε.Σ. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΠΙΤΙ".
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αυδή-Καλκάνη,
I., Μια αντάρτισσα
της Πόλης στην ταραγμένη Αθήνα. Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού (1880-1952), ΕΛΙΑ,
Αθήνα 1997.
Γαϊτάνου-Γιαννιού,
Α., «Από τον ημερήσιο τύπο. Η επαγγελματική μόρφωση της γυναίκας», Ελληνίς, 1 (1925),
σσ. 15-17.
Ελληνίς, 8-9, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1923, σ.
25.
Κολυβά,
Θ., "Η επιβράβευσις του έργου της Αγγελικής Χατζημιχάλη", Ελευθερία,
11/01/1959, σ. 8.
Κοντογιώργη,
Ε., «Η αποκατάσταση 1922-1930», στο Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 7ος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 101-118.
Μόσχου-Σακορράφου
Σ., Ιστορία του ελληνικού φεμινιστικού κινήματος, Αθήνα 1990.
Μπακαλάκη,
Α., & Ελεγμίτου, Ε., Η εκπαίδευση «εις τα
του οίκου» και τα γυναικεία καθήκοντα. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως
την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929, ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας
Γενιάς, Αθήνα 1987.
Μπουτζουβή,
Α., «Γυναικείο κίνημα. Όψεις και δράσεις 1909-1922», στο Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 6ος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 283-292.
Σαμίου,
Δ., «Οι Ελληνίδες 1922-1940. Κοινωνικά ζητήματα και φεμινιστικές διεκδικήσεις»,
στο Ιστορία του
Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 7ος, ό.π., σσ. 65-76.
«Σύνδεσμος
Ελληνίδων υπέρ των δικαιωμάτων της γυναικός, Ορφανοτροφείο Εθνική Στέγη», Ο αγώνας της γυναίκας,
1-2, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1923, σ. 8.
ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ
Φωτογραφίες: Αρχείο φωτογραφιών Μαριάνθης Μπέλλα
Αποκόμματα εφημερίδων από:
- την Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων https://library.parliament.gr/Portals/6/pdf/digitalmicrofilms.pdf.
[1] Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, «Από τον ημερήσιο τύπο. Η επαγγελματική
μόρφωση της γυναίκας», Ελληνίς, 1 (1925), σσ. 15-17.
[2] «Σύνδεσμος Ελληνίδων υπέρ των δικαιωμάτων της γυναικός, Ορφανοτροφείο
“Εθνική Στέγη”», Ο
αγώνας της γυναίκας, έτος Α΄, 1-2, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1923, σ. 8.
[3] Ιδρύθηκε το 1921 από την Αθηνά Γαϊτάνου–Γιαννιού, την Αγγελική
Χατζημιχάλη, την Ελένη Σιφναίου και τη Σωτηρία Αλιμπέρτη. Γραμματέας του
Συνδέσμου έγινε η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, που ήταν δασκάλα από την
Κωνσταντινούπολη, ένθερμη δημοτικίστρια και φεμινίστρια και σύντροφος του
σοσιαλιστή Νικόλαου Γιαννιού (Αυδή-Καλκάνη, I., Μια αντάρτισσα της
Πόλης στην ταραγμένη Αθήνα. Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού (1880-1952), ΕΛΙΑ,
Αθήνα 1997).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου