Σελίδες

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Εσπερινή Σχολή Γυναικών Υπαλλήλων (1925-1965)


Μαριάνθη Μπέλλα



Ο Αγώνας της Γυναίκας, 1 Μαΐου 1927


Ιδρύθηκε το 1925 από τον Σύνδεσμο Ελληνίδων για τα Δικαιώματα της γυναίκας (Σ.Ε.Δ.Γ.), με πρωτοβουλία της γραμματέως του Μαρίας Σβώλου. Σκοπός της ήταν να δώσει την δυνατότητα στις Ελληνίδες υπαλλήλους να συμπληρώσουν τη μόρφωσή τους, τόσο τη γενική όσο και την επαγγελματική[1].
Σύμφωνα με την πρόεδρο του Σ.Ε.Δ.Γ. Αύρα Θεοδωροπούλου «η γυναίκα μπαίνοντας σε οποιαδήποτε υπηρεσία, δημόσια ή ιδιωτική δεν έχει ποτέ τα ίδια εφόδια με τον άντρα». Ακόμα και αν επιτύχει σε ένα διαγωνισμό και προσληφθεί σε μια θέση δεν έχει τα προσόντα και τις γνώσεις που θα της επιτρέψουν να κερδίσει την εμπιστοσύνη των προϊστάμενων της και να προαχθεί σε ανώτερες θέσεις. Οι περισσότερες γυναίκες εργάζονται από ανάγκη, για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα στην  οικογένειά τους. Θεωρούν τη δουλειά «το γιοφύρι που θα τις οδηγήσει στο γάμο» και όχι ένα μέσο που θα τους εξασφαλίσει και μετά τον γάμο οικονομική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια απέναντι στον σύζυγό τους[2]. Δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι διάφορα προβλήματα και αντιξοότητες μπορεί να τις αναγκάσουν να εργάζονται για όλη της τη ζωή. Σε όλες τις χώρες που η γυναικεία εργασία αναγνωρίζεται ως οικονομικός παράγοντας απαραίτητος για την πρόοδο της κοινωνίας, η Πολιτεία και οι γυναικείες οργανώσεις προσπαθούν να εφοδιάσουν τις γυναίκες με τα απαραίτητα εφόδια και τις γνώσεις ώστε να αντιμετωπίσουν με ενδιαφέρον και σοβαρότητα τη δουλειά τους και να έχουν μια επιτυχημένη σταδιοδρομία. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί η  «ισότητα των όρων εργασίας και τα δύο φύλα». Για όλους αυτούς τους λόγους ο Σ.Ε.Δ.Γ. αποφάσισε να οργανώσει έναν διετή κύκλο βραδινών μαθημάτων που θα συντελούσαν στη συμπλήρωση της ατελούς μόρφωσης των Ελληνίδων υπαλλήλων και στην απόκτηση χρήσιμων γνώσεων που θα τους επέτρεπαν την επαγγελματική εξέλιξη[3].  

Ο Αγώνας της Γυναίκας, Οκτώβριος 1925

Η Σχολή παρά τις αντιξοότητες (οικονομικές δυσχέρειες, δύσκολες κοινωνικές συνθήκες, δικτατορία Μεταξά, Πόλεμος, Κατοχή) λειτούργησε συνεχώς για 40 χρόνια. Στεγάστηκε σε διάφορα κτήρια της Αθήνας, αρχικά στην οδό Ακαδημίας 75α (1926-1927) και αργότερα στο 4ο Δημοτικό σχολείο Θηλέων στην οδό Σόλωνος 132 (1928-1932). Για μεγάλο χρονικό διάστημα φιλοξενήθηκε στο 35ο Δημοτικό σχολείο στην οδό Κωλέττη 34 (1933-1940 και 1945-1961)[4].
Το πρόγραμμα μαθημάτων της Σχολής καταρτίστηκε από διακεκριμένους επιστήμονες και καθηγητές της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής. Δικαίωμα εγγραφής είχαν κορίτσια που είχαν τελειώσει την  Β΄ Γυμνασίου ή μονοτάξια εμπορική σχολή. Τα μαθήματα γίνονταν βραδινές ώρες 7.00 -9.00 μ.μ. και τα δίδακτρα ήταν χαμηλά (50 δρχ. τον μήνα), ενώ οι άπορες μαθήτριες δεν πλήρωναν. Η φοίτηση ήταν διετής και τα μαθήματα διαρκούσαν από 15 Οκτωβρίου μέχρι 30 Μαΐου[5].
Τον πρώτο χρόνο γράφτηκαν 130 μαθήτριες και παρακολούθησαν τακτικά περίπου 100. Οι απόφοιτες μετά από κανονική φοίτηση και επιτυχείς εξετάσεις έπαιρναν απολυτήριο που τους εξασφάλιζε προαγωγή, αν ήταν διορισμένες στο δημόσιο. Αν ήταν άνεργες είχαν τη δυνατότητα να διοριστούν σε δημόσιες υπηρεσίες ή να προσληφθούν σε εταιρείες και γραφεία του ιδιωτικού τομέα. Ο Σ.Ε.Δ.Γ. φρόντιζε για την επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων και επρόκειτο να δημιουργήσει γραφείο εργασίας. Ωστόσο, παρά τον μεγάλο αριθμό εγγραφών, μικρό ήταν το ποσοστό των μαθητριών που κατάφερνε να φοιτήσει κανονικά και να πάρει απολυτήριο. Αυτό οφειλόταν στην κόπωση των μαθητριών που παρακολουθούσαν μαθήματα μετά από εξαντλητική οκτάωρη εργασία, στα ακατάστατα ωράρια τραπεζών και επιχειρήσεων που απασχολούσαν τις εργαζόμενες και μετά τις 7 το βράδυ και στην έλλειψη νόμου για την υποστήριξη της συμπληρωματικής μόρφωσης των γυναικών υπαλλήλων[6]. 
Τα δύο πρώτα χρόνια (1925-1927), η Σχολή διέθετε εμπορικό τμήμα και τμήμα γραμματέων. Το εκπαιδευτικό προσωπικό της αποτελούνταν από έμπειρους καθηγητές που εργάζονταν σε Γυμνάσια ή Εμπορικές Σχολές. Ο Σ. Συρμόπουλος καθηγητής της Ανωτάτης Εμπορικής δίδασκε λογιστική και εμποριολογία, ο Σ. Σαραντόπουλος εμπορικά μαθηματικά, ο Αθ. Νιάκας στενογραφία, ο Σ. Σαριξεβάνης γαλλικά, ο Αλ. Αγγέλου αγγλικά, η Ρόζα Ιμβριώτη έκθεση και ο Χρ. Λέφας, τμηματάρχης του υπουργείου Παιδείας, έκανε το φροντιστήριο των γραμματέων. Παράλληλα με τα ειδικά επαγγελματικά μαθήματα και στο πλαίσιο της διεκδίκησης της πολιτικής ισότητας των γυναικών και της προετοιμασίας τους για τα καθήκοντα της πολίτισας, στη Σχολή διδάσκονταν από ειδικούς επιστήμονες μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας και Πολιτικής Αγωγής (η θέση της γυναίκας στο Αστικό Δίκαιο και στοιχεία Δημοσίου Δικαίου)[7].
Η Σχολή διοικούνταν από 5μελή Διοικητική Επιτροπή (δύο μέλη από το ΔΣ του Σ.Ε.Δ.Γ., έναν επιστήμονα με οικονομική-εμπορική μόρφωση, μια αντιπρόσωπο των υπαλληλικών επαγγελματικών οργανώσεων Αθηνών και έναν ανώτερο διοικητικό υπάλληλο που όριζε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας). Η Επιτροπή εξέλεγε πρόεδρο, αντιπρόεδρο ταμία και μέλη και διαχειριζόταν το ταμείο της Σχολής[8].
Το 1927 η Σχολή αναγνωρίστηκε επίσημα από το Κράτος (ΦΕΚ 146, τεύχος Α΄, 16/7/1927), έγινε ισότιμη με τις δημόσιες σχολές του ίδιου τύπου και μετονομάστηκε σε «Εσπερινή Επαγγελματική Σχολή Γυναικών Υπαλλήλων». Διέθετε διτάξιο τμήμα εμπορικών και λογιστικών σπουδών και μονοτάξιο τμήμα τεχνικών μαθημάτων (στενογραφία, δακτυλογραφία, καλλιγραφία). Λειτουργούσαν επίσης ελεύθερα φροντιστήρια (λογιστικής, ξένης εμπορικής αλληλογραφίας, ελληνικής και ξένης στενογραφίας και ξένων γλωσσών). Οι απόφοιτες έπαιρναν «πτυχίο εμπορικών και λογιστικών σπουδών» αναγνωρισμένο από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας[9]

Ο Αγώνας της Γυναίκας, 30 Σεπτεμβρίου 1929

Για να υποστηριχτεί οικονομικά η Σχολή οι μαθήτριες κατέβαλαν ένα χαμηλό ποσό διδάκτρων κάθε μήνα. Μέρος των εξόδων της καλυπτόταν από τον Σ.Ε.Δ.Γ. και κατά διαστήματα από τον Δήμο Αθηναίων, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, από διάφορες τράπεζες και από χορηγίες φίλων της Σχολής (Μαρία Σβώλου, Άννα Παπαδημητρίου, Ελευθέριος Βενιζέλος, Ελένη Νεγρεπόντη). Παρ’ όλα αυτά οι οικονομικές δυσχέρειες ήταν μεγάλες και η λειτουργία της εξασφαλιζόταν συχνά με την ελάχιστη ή μηδαμινή αμοιβή του διδακτικού προσωπικού της, καθώς στη Σχολή επικρατούσε πνεύμα αλληλεγγύης, προσφοράς και εθελοντισμού.
Παράρτημά της ήταν η «Σχολή Παιχνιδιών και Διακοσμητικής», η οποία ξεκίνησε τη λειτουργία της το 1928 με πρακτικά τμήματα κατασκευής παιχνιδιών, διακοσμητικής ξύλου, μετάλλου, δέρματος γυαλιού, υφάσματος κ.λπ. και ένα χρόνο αργότερα αυτονομήθηκε. Λειτούργησε αρχικά στην οδό Σόλωνος 132 και αργότερα σε ένα μικρό διαμέρισμα στα Πατήσια, πριν μεταφερθεί στον Υμηττό και μετονομαστεί σε «Παπαστράτειο Δημοτική Σχολή παιχνιδιών και Διακοσμητικής»[10].
Η διτάξια «Εσπερινή Επαγγελματική Σχολή Γυναικών Υπαλλήλων» το 1930-1931 έγινε τετρατάξια εμπορική σχολή με τάξεις ελευθέρων σπουδών, δακτυλογραφίας, στενογραφίας, ξένων γλωσσών (αγγλικών και γαλλικών), πωλητριών κ.λπ. Εξελέγη νέα Διοικητική Επιτροπή και τη διεύθυνση της Σχολής ανέλαβε η δραστήρια Άννα Σταματελάτου η οποία ήταν και καθηγήτρια ελληνικών[11]. Το 1932, λόγω της οικονομικής κρίσης η Σχολή αντιμετώπισε πολλά οικονομικά προβλήματα, αλλά συνέχισε να λειτουργεί. Το 1936 η δικτατορία του Μεταξά διέλυσε τον Σ.Ε.Δ.Γ και κατάσχεσε το αρχείο του. Η Σχολή συνέχισε τη λειτουργία της με νέο πρόεδρο.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής το σχολείο της οδού Κωλέττη που στέγαζε τη Σχολή επιτάχτηκε από τους Γερμανούς. Τότε αναζητήθηκαν άλλα κτήρια και τα μαθήματα γίνονταν μεσημεριανές ώρες, ενώ  έγιναν προσπάθειες να εξασφαλιστεί συσσίτιο για τις μαθήτριες. Μετά την Απελευθέρωση, το 1945 συγκροτήθηκε και πάλι ο Σ.Ε.Δ.Γ., ορίστηκε νέα πρόεδρος και η Σχολή συνέχισε τη λειτουργία της. 
Το 1951 αναβαθμίστηκε σε μέση εμπορική σχολή με επταετή φοίτηση, και μετονομάστηκε σε «Εσπερινή Εμπορική Σχολή Θηλέων». Το 1961, μετά την έξωση που έκανε το δημόσιο σε όλα τα βραδινά σχολεία που χρησιμοποιούσαν δικά του κτήρια, η Σχολή μεταφέρθηκε στο κτήριο της Σχολής Φωτοπούλου, στην οδό Κύπρου 45, στην πλατεία Αμερικής, και αναγκάστηκε να πληρώνει ενοίκιο (1961-1962). Το 1965, μετά από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, υποχρεώθηκε να αλλάξει ριζικά μορφή, πρόγραμμα και σκοπό[12].


Δημοσιεύματα του περιοδικού Ο Αγώνας της Γυναίκας από την Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων: https://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=40129&seg=



[1] Ο Σ.Ε.Δ.Γ. ιδρύθηκε το 1920 με σκοπό τη διεκδίκηση της ισονομίας των γυναικών στην εργασία, την εκπαίδευση, το οικογενειακό δίκαιο, τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα. Για την επίτευξη των στόχων του χρησιμοποιούσε ένα ευρύ φάσμα μορφών αγώνα όπως: συγγραφή θεωρητικών κειμένων και εργασιών τα οποία δημοσιεύονταν στη σειρά Φεμινιστική Βιβλιοθήκη, δημοσίευση άρθρων, κατάθεση νομοσχεδίων και υπομνημάτων, οργάνωση διαλέξεων και ίδρυση σχολών για τη βελτίωση του πνευματικού επιπέδου των γυναικών και την ανάπτυξη της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Έτσι υποστήριξε τη λειτουργία του Κυριακού Σχολείου Εργατριών (1911-1922), συμμετείχε στην Εφορευτική Επιτροπή της Ανωτέρας Γυναικείας Σχολής (1921-1923), ίδρυσε το ορφανοτροφείο Εθνική Στέγη (1922), την Εσπερινή Επαγγελματική Σχολή Γυναικών Υπαλλήλων (1925) και τη Σχολή Παιχνιδιών και Διακοσμητικής (1928) (Ε. Αβδελά, & Α. Ψαρρά, «Εισαγωγή», στο Ο Φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου: Μια ανθολογία, Γνώση, Αθήνα 1985, σσ. 38-40).

[2] Από τις αρχές του 20ού αιώνα, παράλληλα με τις κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές και την αναβάθμιση της γυναικείας εκπαίδευσης, διευρύνθηκε και η επαγγελματική δραστηριότητα των γυναικών. Από το 1908 που επιτράπηκε με νόμο η πρόσληψη των γυναικών στα Τηλεγραφεία και τα Τηλεφωνεία και τη μετέπειτα αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών που επιχείρησαν οι κυβερνήσεις των Φιλελευθέρων, αυξήθηκε με ταχείς ρυθμούς η είσοδος γυναικών στην αγορά εργασίας, ως δακτυλογράφων, τηλεφωνητριών, γραφέων, ταμιών, καθαριστριών. Οι θέσεις που καταλάμβαναν συνήθως ήταν χαμηλές στην ιεραρχία και χωρίς προοπτικές εξέλιξης, αφού οι περισσότερες διέθεταν μόνο δίπλωμα δασκάλας ή απολυτήριο Γυμνασίου. Λίγες από τις γυναίκες υπαλλήλους είχαν πανεπιστημιακό πτυχίο που τους επέτρεπε να εξελιχτούν και να διεκδικήσουν ανώτερες θέσεις. Ο Δημήτρης Γληνός ως Γ.Γ. του υπουργείου Παιδείας, απαντώντας σε έρευνα της εφημερίδας «Πρόοδος» το 1917, υποστήριξε ότι οι γυναίκες υπάλληλοι απέδιδαν λιγότερο από τους άνδρες γιατί ήταν λιγότερο καταρτισμένες και αντιμετώπιζαν την εργασία τους ως προσωρινή, αφού εργάζονταν μέχρι να παντρευτούν. Μετά τον γάμο τις συντηρούσε ο σύζυγός τους. Ωστόσο, κατά την δεκαετία του 1930 παρατηρήθηκε ότι οι γυναίκες παρέμεναν στον χώρο εργασίας τουλάχιστον μέχρι να αποκτήσουν παιδιά (Ε. Αβδελά, «Μια γυναικεία επανάσταση. Οι γυναίκες “κατακτούν” τα υπουργεία και τις δημόσιες υπηρεσίες», ένθετο Επτά ημέρες, Η Καθημερινή, 2/5/1999, σ. 23).

[3] «Η εισηγητική ομιλία της κ. Αύρας Θεοδωροπούλου», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Γ΄, Οκτώβριος 1925, σσ. 1-3.

[4] «Εσπερινή Σχολή Γυναικών Υπαλλήλων 1925-1965». Ανακτήθηκε την 1/11/2018 από τον διαδικτυακό τόπο: https://tomov.gr/wp-content/uploads/2017/05/1.EsperiniSxoliGynaikwnYpallilwn.pdf.

[5] «Γυναικεία Εσπερινή Σχολή Υπαλλήλων», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Γ΄, Οκτώβριος 1925, σ. 8.

[6] «Επαγγελματική Σχολή Γυναικών Υπαλλήλων. Απολογισμός ενός χρόνου», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Γ΄, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1926, αριθ. 35-36, σ. 2.

[7] «Γυναικεία Εσπερινή Σχολή Υπαλλήλων», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Γ΄, Οκτώβριος 1925, σ. 8.

[8] «Το διάταγμα για τον νέο οργανισμό της Σχολής», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Δ΄, Αθήνα 1-15 Ιουλίου 1927, αριθ. 48-49, σσ. 10-12.

[9] «Εσπερινή Επαγγελματική Σχολή Γυναικών Υπαλλήλων. Κανονισμός εσωτερικής λειτουργίας», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Δ΄, 1-15 Αυγούστου 1927, αριθ. 50-51, σσ. 6-8 και 10-16.

[10] «Η Εσπερινή Επαγγελματική Σχολή Γυναικών Υπαλλήλων», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Ε΄, 30 Αυγούστου 1928, αριθ. 74-75, σ. 5. «Οι Σχολές μας», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Ε΄, 30 Σεπτεμβρίου 1929, αριθ. 101, σ. 7. «Σχολή Παιχνιδιών και Διακοσμητικής», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Ζ΄, Ιούνιος 1931, αριθ. 143, σσ. 1-3.

[11] «Η βραδυνή μας σχολή», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Ζ΄, Ιούνιος 1931, αριθ. 143, σσ. 4, 6.

[12] «Εσπερινή Σχολή Γυναικών Υπαλλήλων 1925-1965», ό.π.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου