Σελίδες

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Ο εθνικισμός στα σχολικά εγχειρίδια. Η μελέτη των Δημήτρη Γληνού και Σωκράτη Κουγέα για τα σχολικά βιβλία

Κώστας Θεριανός – Μαριάνθη Μπέλλα
        


Ένα άγνωστο κείμενο

Η μελέτη των Γληνού - Κουγέα δημοσιεύτηκε στη γαλλική γλώσσα, στο δεύτερο τόμο της Έρευνας για τα σχολικά βιβλία που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, που εξέδωσε το Κληροδότημα Carnegie (Dotation Carnegie pour la Paix Internationale) για την διεθνή ειρήνη το 1927[1]. Το κείμενο γράφτηκε το 1925-1926 στην ελληνική γλώσσα, όταν ο Γληνός ήταν ακόμη Διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Ο πρώτος που έκανε παρουσίαση της γαλλικής έκδοσης στην ελληνική βιβλιογραφία είναι ο Φίλλιπος Ηλιού[2]. Το χειρόγραφο κείμενο στην ελληνική γλώσσα δεν έχει δημοσιευθεί.  Ο τίτλος του κειμένου του Γληνού είναι Έρευνα περί των ελληνικών Σχολικών Βιβλίων κατά και μετά τον Μέγαν Πόλεμον. Η έρευνα του Γληνού στηρίχτηκε στο σύνολο των σχολικών εγχειριδίων που κυκλοφόρησαν πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συμβολή του Κουγέα στο συνολικό κείμενο φαίνεται ότι περιορίζεται μόνο στην ανάλυση των βιβλίων της ιστορίας της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Και στα δύο κείμενα, το ελληνικό πρωτότυπο και τη γαλλική μετάφραση, ο Γληνός αναφέρει ότι η  προοδευτική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση οφείλεται στις προσπάθειες του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ενδεχομένως η επιλογή του να μην δημοσιεύσει ποτέ στην ελληνική γλώσσα το κείμενο του να οφείλεται στο ότι ένα κείμενο με φιλοβενιζελική τοποθέτηση δεν εναρμονιζόταν, από το 1927 και μετά, με την πολιτική δράση του Γληνού. 

Ο εθνικισμός στα Βαλκάνια  

Ο Γληνός επισημαίνει ότι οι «ψυχικές ροπές» κάθε λαού διαμορφώνονται από ιστορικές συνθήκες. Το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων αντικατοπτρίζει ή συμβάλει σε αυτές τις «ψυχικές ροπές». Η έρευνα σχετικά με το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων πρέπει να ξεκινήσει από τις ιστορικές συνθήκες που καθορίζουν την εκπαίδευση. Επιγραμματικά, τα βασικά σημεία της ανάλυσης του Γληνού σχετικά με τους ιστορικούς όρους εμφάνισης του εθνικισμού στα Βαλκάνια είναι:

  • Την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια η θρησκεία είχε ιδιαίτερο ρόλο. Το ορθόδοξο Πατριαρχείο ήταν ο συνδετικός κρίκος των υπόδουλων λαών απέναντι στον κατακτητή. Σε αυτές τις συνθήκες της υποτέλειας, η ιδιαίτερη εθνική συνείδηση του κάθε λαού των Βαλκανίων δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί.
  • Από τα μέσα του 18ου αιώνα οι Έλληνες αναπτύσσονται οικονομικά μέσω του εμπορίου και της ναυτιλίας. Παράλληλα, υπάρχει μια κατηγορία μορφωμένων Ελλήνων που χρησιμοποιούνται σε θέσεις διπλωμάτη, ακόμη και ως ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών, από τους Οθωμανούς. Η αναζήτηση της εθνικής συνείδησης στρέφει αυτές τις κατηγορίες σε δύο κατευθύνσεις: στον τονισμό της θρησκευτικότητας ως διακριτό σημείο ταυτότητας απέναντι στον αλλόθρησκο κατακτητή και στην αναζωπύρωση της ανάμνησης της ελληνικής αρχαιότητας. Τα επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων, οι αγώνες τους ενάντια στους Πέρσες για την διατήρηση της ελευθερίας, οι αναμνήσεις του Βυζαντινού κράτους τους γίνονται τα υλικά οικοδόμησης της εθνικής συνείδησης των υπόδουλων Ελλήνων.
  • Οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης έδωσαν πολιτικό περιεχόμενο στο αίτημα της απελευθέρωσης. Δεν ήταν η επανάσταση του 1821, κατά τον Γληνό, αφηρημένος αγώνας απελευθέρωσης. Είχε συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο που ήταν η κατάλυση της φεουδαρχίας των ξένων κατακτητών και η εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας νομικής ισότητας και δικαιωμάτων. Για να υποστηρίξει την θέση του αυτή, ο Γληνός παραθέτει απόσπασμα από τον Θούριο του Ρήγα, τον οποίο ως προς την πολιτική του σημασία τον παραλληλίζει με την Μασσαλιώτιδα.
  • Την περίοδο αυτή, η «αναγέννηση των Ελλήνων» δεν είχε «στενό εθνικιστικό χαρακτήρα». Είχε γνωρίσματα «υπερεθνικού, βαλκανικού χαρακτήρα». Ανάμεσα στους χριστιανικούς λαούς που ήταν υποτελείς στους Οθωμανούς δεν υπήρχε ανταγωνισμός αλλά συναδέλφωση για την κοινή διεκδίκηση «των ιερών δικαιωμάτων απέναντι του τυράννου». Η μετέπειτα ανάπτυξη του εθνικισμού των Βουλγάρων, οι οποίοι θεώρησαν και το ορθόδοξο Πατριαρχείο μορφή τυραννίας, σε συνδυασμό με την «στενότητα αντιλήψεων» της ορθόδοξης εκκλησίας την εμπόδισαν από το να παίξει έναν «καθολικό» και «υπερεθνικό» χαρακτήρα όπως η Ρωμαϊκή εκκλησία στην Δυτική Ευρώπη.
  • Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίστηκε, επιτυχημένα σύμφωνα με τον Γληνό, «ο αιώνας των εθνικοτήτων». Πολλοί λαοί πατώντας στο υπόστρωμα του αισθήματος κοινότητας που τους δημιουργούσε η ιστορική καταγωγή, η γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα, η λαϊκή λογοτεχνία και τέχνη διαμόρφωσαν την εθνική τους συνείδηση και άρχισαν να διεκδικούν την απόσπαση τους από τις μεγάλες αυτοκρατορίες της εποχής μέσω της συγκρότησης ξεχωριστού, δικού τους κράτους.
  • Κύριο χαρακτηριστικό «του εθνικού ιδεώδους είναι η άκρα αποκλειστικότης». Οι αλλοεθνείς πρέπει να αποβληθούν, ώστε να εξασφαλιστεί η συνοχή του έθνους και η ισχυροποίηση του εθνικού κράτους. Και ακριβώς αυτό το σημείο, η «εθνική αποκλειστικότητα», είναι κατά τον Γληνό το κλειδί που ανοίγει ολόκληρη σχεδόν την ιστορία των Βαλκανίων από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους.
  • Σε ορισμένες περιοχές, όπως η Μακεδονία, η Ανατολική Ρωμυλία και η Θράκη, όπου κατοικούν πληθυσμοί με διαφορετική εθνική συνείδηση ξεκίνησε ένας σκληρός αγώνας σε ποιας κρατικής οντότητας τα σύνορα θα εντάσσονταν αυτές οι περιοχές μετά την απελευθέρωση τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή η κατάσταση αποτέλεσε και το έδαφος εμφάνισης πολλών αντιφατικών ιστορικών και ανθρωπολογικών μελετών, στις οποίες το κάθε κράτος διεκδικούσε για λογαριασμό του τα εδάφη αυτών των περιοχών και προσπαθούσε να δικαιολογήσει «επιστημονικά» και «ιστορικά» αυτές τις διεκδικήσεις του.
  • Οι Βούλγαροι, μετά το 1850, ίδρυσαν ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία. Στην εξέλιξη αυτή, κατά τον Γληνό, οδήγησε όχι μόνο ο βουλγαρικός επεκτατισμός αλλά η αδυναμία της ορθόδοξης εκκλησίας να προσλάβει υπερεθνικό χαρακτήρα σε αυτές τις συνθήκες. Όμως, η κίνηση τους αυτή είχε βαθιά γεωπολιτικά αίτια. Για αυτό το λόγο δεν περιορίστηκαν μόνο στην θρησκευτική κατήχηση, αλλά προσπάθησαν να πάρουν με το μέρος τους μακεδονικούς πληθυσμούς «λόγω της υπ’ αυτών ομιλουμένης Μακεδονικής διαλέκτου εχαρακτήριζον ως Βουλγάρους, κατέφυγον τέλος εις τα όπλα, τα οποία έστρεφον ουχί κατά των Τούρκων, αλλά κατά του εντοπίου Μακεδονικού πληθυσμού του αρνουμένου να προσχωρήσει εις την Βουλγαρικήν ιδέαν».
  • Μετά το 1900, οι Έλληνες αισθάνονται τον εθνικισμό των Βουλγάρων ως απειλή. Και είναι αυτή την περίοδο που εμφανίζονται στα ελληνικά σχολικά βιβλία στοιχεία μίσους ενάντια στους Βούλγαρους. Το έργο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου Ιστορία του Ελληνικού Έθνους αποτέλεσε, κατά τον Γληνό, πηγή της αντίληψης ότι οι Βούλγαροι αποτελούν έναν παλιό εχθρό των Ελλήνων από τους μεσαιωνικούς χρόνους. Ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος γίνεται κάτι σαν «εθνικός ήρωας». Ποιήματα ενάντια στους Βούλγαρους εντάσσονται στα σχολικά βιβλία. Ο Γληνός παραθέτει ένα από αυτά με την επισήμανση ότι οι μαθητές το τραγουδούσαν σε όλα τα σχολεία της Ελλάδας μετά το 1900:


 Έλλην είμαι, το καυχώμαι
ξεύρω την καταγωγή μου
και η Ελληνική ψυχή μου
ελευθέρως πάντα ζη.
      Του Βουλγαρισμού η ψώρα
Μακεδόνας δεν μολύνει
ουδέ τους απομακρύνει
από του Ελληνισμού.             


H ανάλυση των αναγνωστικών βιβλίων των δημοτικών σχολείων την περίοδο 1914-1917

Το 1913 εισήχθησαν τα αναγνωστικά της κ. Γαλάτειας Καζαντζάκη στα εξατάξια δημοτικά σχολεία της Ελλάδας. Πρόκειται για τα βιβλία α) Οι τρεις φίλοι, για τη Δευτέρα τάξη (παιδιά από 7 έως 8 ετών) β) Τα δύο βασιλόπουλα, για την Τρίτη τάξη (παιδιά από 8 έως 9 ετών) γ) Ο νέος γεωργός, για την Τετάρτη τάξη (παιδιά από 9 έως 10 ετών) δ) Ο στρατιώτης, για την Πέμπτη τάξη (παιδιά από 10 έως 11 ετών)  ε) Η Μεγάλη Ελλάς, για την έκτη τάξη (παιδιά από 11 έως 12 ετών). Επιγραμματικά, θα παρουσιάσουμε βασικά σημεία της κριτικής του Γληνού:

  • Τα βιβλία διαπνέονται από έναν καισαρικό μεσσιανισμό που θα μεγαλώσει την πατρίδα μέχρι την Κων/πολη (Τα δύο βασιλόπουλα, τρίτη τάξη, σ. 45). 
Δεν είναι εδώ η Πατρίδα μας
Μα φθάνει πέρα ως πέρα
Που κλαιν’ οι σκλάβοι αδελφοί
Στο σκλαβωμένο αέρα.

Δεν είναι εδώ η Πατρίδα μας.
Φθάνει μακρυά και γύρα,
Ως την μεγάλην Εκκλησιά
Με την κλεισμένη θύρα!

Δεν είναι εδώ η πατρίδα μας
Μα φθάνει πέρα ως πέρα,
Που το σπαθί μας κι’ ο Σταυρός
Θα φθάσουνε μια μέρα!

  • Αναφορές στο παρελθόν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την ιστορία της οποίας δεν έχουν ακόμη μάθει οι μαθητές ηλικίας 9 ετών με τρόπο που να εγγράφεται στους μαθητές μια συγκεκριμένη εικόνα της ιστορίας που απέχει πολύ από την πραγματικότητα: «Να οι μεγάλοι μας αυτοκράτορες. Να ο Άγιος Κωνσταντίνος, και η μητέρα του, η Αγία Ελένη. Έπειτα να η μεγάλη μας Εκκλησία, με τους θόλους της […] Αίφνης, η μεγάλη Εκκλησία γεμίζει από ανθρώπους που κλαίουν και οδύρονται· ο λαός παραμερίζει και εισέρχεται ο τελευταίος αυτοκράτωρ, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» (Τα τρία βασιλόπουλα, σ. 123).

  •   Μια μητέρα, καταγόμενη από τη Μάνη, κατά συνέπεια Σπαρτιάτισσα, έγραψε στίχους στο γιό της που πολεμούσε. Το γράμμα βρέθηκε πάνω στον νέο, που σκοτώθηκε στη μάχη (Ο στρατιώτης, πέμπτη τάξη).

 Πολέμα Παναγιώτη μου,
με λόγχη και με βόλι,
ν’ ανοίξεις δρόμο για να μπη
ο Βασιλέας στην Πόλη.

 Πολέμα Παναγιώτη μου,
Όσο βαστά η ψυχή σου.
Κι αν σκοτωθής, παιδάκι μου,
Η ευχούλα μου μαζί σου!


  • Οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι αποκαλούνται «οι μεγαλύτεροι εχθροί του ελληνισμού» με πιο επικίνδυνους τους δεύτερους:

«Δύο υπήρξαν οι μεγαλύτεροι εχθροί του ελληνισμού, οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι· οι πρώτοι είναι πλέον επίφοβοι και απάνθρωποι. Φρίσσει κανείς όταν διαβάζη εις την ιστορίαν μας τας σκληρότητας και τας κακουργίας των θηρίων αυτών, οι οποίοι τολμούν να λέγωνται χριστιανοί. Είναι Τάταροι, συγγενείς με τους Τούρκους» (Η Μεγάλη Ελλάς, έκτη τάξη, σ. 61).

Η μελέτη των Γληνού – Κουγέα δείχνει, στις αρχές του 20ού αιώνα, πως το σχολείο κατασκευάζει την εικόνα του «εθνικού εαυτού» και των «άλλων» με κύρια υλικά το βασιλιά κατακτητή, την επέκταση του κράτους μέχρι και την Κων/πολη, το μίσος για τους εμπόλεμους γείτονες. Στη συνέχεια του κειμένου τους παρουσιάζουν τα βιβλία της μεταρρύθμισης του 1917, στα οποία κυριαρχεί μια διαφορετική αντίληψη. Πρόκειται για βιβλία που είναι παιδικές «Ροβινσωνιάδες» και «Οδύσσειες», χωρίς αναφορές στον πόλεμο, τον εθνικό διχασμό και τον επεκτατικό Μεγαλοϊδεατισμό καθώς προβάλλουν σταθερά την ανάγκη τα παιδιά να συμμετέχουν ενεργά στην προοδευτική οικοδόμηση της χώρας τους.  



 Δημοσιεύτηκε στο ένθετο Παιδεία και Κοινωνία, εφημερίδα Αυγή, 30/12/2017.




[1] Démètre Glinos et Socrate Kougeas, « Les livres scolaires grecs pendant et après la Grand Guerre» in Dotation Carnegie pour la paix internationale, Enquête sur les livres scolaires d’ Après Guerre, Centre Europeen de la Dotation Carnegie, Paris 1927, p. 117-200. Την μετάφραση του κειμένου από την γαλλική γλώσσα έκανε η Μαριάνθη Μπέλλα. 


[2] Φίλλιπος Ηλιού, «Σχολικά βιβλία και εθνικισμός. Η προσέγγιση του Δημήτρη Γληνού» στο Λύντια Τρίχα (επιμ.), Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέμων 1910-1914, ΕΛΙΑ, Αθήνα 1993, σσ.   259-278.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου