Μαριάνθη Μπέλλα
Γεννήθηκε στο Μακροχώρι, προάστιο της Κωνσταντινούπολης, με το οποίο
διατηρούσε πάντα ισχυρούς δεσμούς. Ήταν κόρη του εμπόρου Παναγιώτη Γρηγοράσκου
Γαϊτάνου και της δυναμικής Χιώτισσας Ουρανίας Καλπάκα. Οι γονείς της, ενεργά
μέλη της κοινότητας Μακροχωρίου, με τις δραστηριότητές τους συμβάλλουν στην
ανάπτυξη και εξέλιξή της. Η μικρή Αθηνά διαμορφώνει την προσωπικότητά της σε
έναν περίγυρο που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην μόρφωση και την πνευματική
ανάπτυξη του ανθρώπου. Φοιτά αρχικά στο Παρθεναγωγείο του Μακροχωρίου και
αργότερα στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο, που ιδρύθηκε το 1875 από τον «Σύλλογο
Κυριών υπέρ της γυναικείας Παιδεύσεως» της Κωνσταντινούπολης με διευθύντρια την
γνωστή παιδαγωγό Καλλιόπη Κεχαγιά.
Μετά την αποφοίτησή της από το Ζάππειο Παρθεναγωγείο, στα 1903 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Παρθεναγωγείου Μακροχωρίου. Την ίδια εποχή δέχεται την επίδραση του λόγιου δημοτικιστή Γιώργου Ροντάκη, που δίνει διάλεξη στο Μακροχώρι σε δημοτική γλώσσα με θέμα: «Τα Επτάνησα και η Τέχνη». Βέβαια, έχουν ήδη δημοσιευτεί από το 1899-1900, στην εφημερίδα Ταχυδρόμος της Πόλης, τα έξι γράμματα του γιατρού και φλογερού δημοτικιστή Φώτη Φωτιάδη με τον τίτλο «Το γλωσσικόν ζήτημα και η εκπαιδευτική μας αναγέννησις». Ο Φωτιάδης συνδέει το εκπαιδευτικό με το γλωσσικό πρόβλημα και ανοίγει το δρόμο για μια ουσιαστική, εθνική και ανθρωπιστική εκπαίδευση με όργανο την αληθινή, τη ζωντανή γλώσσα του λαού. Αποτέλεσμα της επιρροής που έλαβε η Αθηνά από τους δημοτικιστές ήταν η αλλαγή πορείας της, τόσο στην μέθοδο διδασκαλίας και αγωγής, όσο και στον τρόπο διοίκησης του Παρθεναγωγείου, στο οποίο προσπαθεί να εισάγει καινοτομίες και να εφαρμόσει νέες ιδέες. Προτρέπει τις μαθήτριες να γράφουν σε δημοτική γλώσσα και, παρά τις αντιδράσεις που αντιμετωπίζει μέσα και έξω από το σχολείο, αποσύρει τα αναγνωστικά και όλα τα βοηθητικά βιβλία που είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα. Έτσι, η αποστήθιση δίνει τη θέση της στην ελεύθερη δημιουργική έκφραση των μαθητριών και ο σχολαστικισμός στην παιδαγωγική ελευθερία των δασκάλων. Η ίδια διδάσκει στις δύο τελευταίες τάξεις και γεμίζει με την παρουσία της τη σχολική ζωή. Με τις ενέργειές της το εξατάξιο Παρθεναγωγείο Μακροχωρίου προάγεται σε Ημιγυμνάσιο και οι απόφοιτές του με δίπλωμα Β΄ Γυμνασίου μπορούν, αν θέλουν, να δώσουν εξετάσεις και να φοιτήσουν στην Γ΄ Γυμνασίου του Ζαππείου Παρθεναγωγείου.
Μετά την αποφοίτησή της από το Ζάππειο Παρθεναγωγείο, στα 1903 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Παρθεναγωγείου Μακροχωρίου. Την ίδια εποχή δέχεται την επίδραση του λόγιου δημοτικιστή Γιώργου Ροντάκη, που δίνει διάλεξη στο Μακροχώρι σε δημοτική γλώσσα με θέμα: «Τα Επτάνησα και η Τέχνη». Βέβαια, έχουν ήδη δημοσιευτεί από το 1899-1900, στην εφημερίδα Ταχυδρόμος της Πόλης, τα έξι γράμματα του γιατρού και φλογερού δημοτικιστή Φώτη Φωτιάδη με τον τίτλο «Το γλωσσικόν ζήτημα και η εκπαιδευτική μας αναγέννησις». Ο Φωτιάδης συνδέει το εκπαιδευτικό με το γλωσσικό πρόβλημα και ανοίγει το δρόμο για μια ουσιαστική, εθνική και ανθρωπιστική εκπαίδευση με όργανο την αληθινή, τη ζωντανή γλώσσα του λαού. Αποτέλεσμα της επιρροής που έλαβε η Αθηνά από τους δημοτικιστές ήταν η αλλαγή πορείας της, τόσο στην μέθοδο διδασκαλίας και αγωγής, όσο και στον τρόπο διοίκησης του Παρθεναγωγείου, στο οποίο προσπαθεί να εισάγει καινοτομίες και να εφαρμόσει νέες ιδέες. Προτρέπει τις μαθήτριες να γράφουν σε δημοτική γλώσσα και, παρά τις αντιδράσεις που αντιμετωπίζει μέσα και έξω από το σχολείο, αποσύρει τα αναγνωστικά και όλα τα βοηθητικά βιβλία που είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα. Έτσι, η αποστήθιση δίνει τη θέση της στην ελεύθερη δημιουργική έκφραση των μαθητριών και ο σχολαστικισμός στην παιδαγωγική ελευθερία των δασκάλων. Η ίδια διδάσκει στις δύο τελευταίες τάξεις και γεμίζει με την παρουσία της τη σχολική ζωή. Με τις ενέργειές της το εξατάξιο Παρθεναγωγείο Μακροχωρίου προάγεται σε Ημιγυμνάσιο και οι απόφοιτές του με δίπλωμα Β΄ Γυμνασίου μπορούν, αν θέλουν, να δώσουν εξετάσεις και να φοιτήσουν στην Γ΄ Γυμνασίου του Ζαππείου Παρθεναγωγείου.
Όμως, όντας πνεύμα ανήσυχο και τολμηρό, δεν θα παραμείνει για πολύ στη
διεύθυνση του Παρθεναγωγείου Μακροχωρίου. Το 1907 αρχίζει να διδάσκει στη
Νυχτερινή Σχολή αγραμμάτων βιοπαλαιστών στο Μακροχώρι και συμμετέχει δυναμικά
στην «Επτάδα», την ομάδα μορφωμένων νέων που εργάζεται για την πνευματική
ανάπτυξη και πρόοδο του Μακροχωρίου. Ένα χρόνο αργότερα, το 1908, αναλαμβάνει
την αρχισυνταξία του φιλολογικού περιοδικού Νέον Πνεύμα και παράλληλα,
παρακινούμενη από τον αρχαιολόγο Θεόδωρο Μακρίδη, μελετά και περιγράφει όλα τα
τμήματα του Αρχαιολογικού Μουσείου της Πόλης. Η μελέτη της «Αρχαιολογικόν
Μουσείον Κωνσταντινουπόλεως, μελέτη, περιγραφή» δημοσιεύεται σε συνέχειες στο
περιοδικό Ελεύθερο Πνεύμα, το οποίο κυκλοφορεί μέχρι το 1911. Την ίδια
εποχή γράφει και εκδίδει με το ψευδώνυμο Σίβυλλα μια συλλογή διηγημάτων στη
δημοτική γλώσσα, τα Οράματα που μιλούν για την θέση της γυναίκας στην
κοινωνία και την ανάγκη για την βελτίωσή της. Αργότερα τα διηγήματα αυτά
μεταφράζονται στα ιταλικά.
Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα παρατηρείται στην Πόλη μια σύντομη αλλά
σημαντική πολιτιστική και πνευματική άνθηση. Ακριβώς τότε διαδίδονται νέες
ιδέες που έρχονται από την Δύση, όπως ο σοσιαλισμός, ο δημοτικισμός και ο
φεμινισμός. Η Αθηνά συμμετέχει ενεργά στην πνευματική κίνηση και μαζί με άλλους
προοδευτικούς νέους δίνουν διαλέξεις σε δημοτική γλώσσα, εκδίδουν βιβλία και
εφημερίδες προσπαθώντας να μυήσουν στα νέα ρεύματα τους Έλληνες της Πόλης. Η
ίδια θεωρεί ότι πρόκειται για την «πρώτη ζωντανή λογοτεχνική περίοδο της
Πόλης στον αιώνα των κακών πολέμων». Στα 1908 Φώτης Φωτιάδης ιδρύει
το «Αδελφάτο της Δημοτικής» που έχει σκοπό την αναγέννηση της εκπαίδευσης με
την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας. Στο φιλολογικό σαλόνι του Φωτιάδη συχνάζουν
γνωστοί δημοτικιστές, όπως ο Αλέξης Πάλλης που μετέφρασε το Ευαγγέλιο στη
δημοτική γλώσσα, ο ποιητής Δημ. Τανταλίδης, η πεζογράφος Αλεξάνδρα
Παπαδοπούλου, ο καθηγητής Νίκος Γιαννιός γραμματέας του Ψυχάρη και
διευθυντής της εφημερίδας «Λαός», που ήταν όργανο του Αδελφάτου. Η Αθηνά
γνωρίζεται με τον νεώτερο της Νίκο Γιαννιό, τον ερωτεύεται τρελά και δέχεται
την επιρροή του. Αρχίζει να γράφει στην πρώτη σοσιαλιστική εφημερίδα της Πόλης
τον Εργάτη που εκδίδεται από το «Σοσιαλιστικό Κέντρο» και διευθύνεται
από τον ίδιο τον Γιαννιό. Μέσα από τα άρθρα της, που έχουν καθαρά φεμινιστικό
χαρακτήρα, προβάλει τις διεκδικήσεις των γυναικών για ισότητα στη μόρφωση και
την εργασία. Όμως, η δράση της, που όσο πάει και μεγαλώνει, αρχίζει να
ενοχλεί.
Το καλοκαίρι του 1908 ξεσπά στη Θεσσαλονίκη το κίνημα των Νεοτούρκων που
υποχρεώνουν τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ να παραχωρήσει σύνταγμα. Λίγο μετά
την επικράτησή τους γίνεται φανερό ότι κύριος στόχος τους είναι ο πλήρης
εκτουρκισμός του οθωμανικού κράτους, πράγμα που σημαίνει διώξεις σε βάρος των
αλλοεθνών πληθυσμών. Έτσι, αρχίζουν οι πολιτικές διώξεις και οι απελάσεις
Ελλήνων, ιδιαίτερα όσων έχουν αναπτύξει σοσιαλιστική δράση. Μεταξύ αυτών που
αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την Πόλη, τον Σεπτέμβριο του 1910, είναι και ο
Νίκος Γιαννιός. Σε λίγο καιρό η Αθηνά τον ακολουθεί προκαλώντας σκάνδαλο στην
κλειστή κοινωνία των Ελλήνων της Πόλης.
Η Αθηνά φτάνει γεμάτη ενθουσιασμό στην ταραγμένη Αθήνα του 1911. Δύο χρόνια
μετά την επανάσταση στο Γουδί και την επικράτηση του κόμματος των Φιλελευθέρων
του Ελευθερίου Βενιζέλου, που προώθησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στους
κρατικούς θεσμούς και την κοινωνική οργάνωση, η χώρα ετοιμαζόταν να εμπλακεί σε
πόλεμο για την πραγματοποίηση των εθνικών της στόχων. Παράλληλα, το εργατικό
κίνημα της χώρας δυνάμωνε και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ξεκινούσε με τη συμβολή
του Εκπαιδευτικού Ομίλου, που ιδρύθηκε το 1910 με σκοπό την εισαγωγή της
δημοτικής γλώσσας και την αναμόρφωση της εκπαίδευσης.
Ο Γιαννιός αμέσως μετά την άφιξή του στην Αθήνα αρχίζει να συμμετέχει στην
πολιτική ζωή του τόπου. Αρχικά γίνεται γραμματέας του «Συνδέσμου των Εργατικών
Τάξεων», που είχε ιδρύσει ο Πλάτων Δρακούλης, και αργότερα ιδρύει το
«Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών» (Σ.Κ.Α.), που σε λίγα χρόνια θα μετατραπεί σε
«Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας». Η Αθηνά συζεί με τον Γιαννιό χωρίς γάμο και
βρίσκεται πάντα δίπλα του. Παίρνει δυναμικά μέρος στις συνεδριάσεις του Σ.Κ.Α.
που γίνονται άλλοτε στο σπίτι τους στο Θησείο και άλλοτε στο περίφημο πατάρι
του τυπογραφείου που θα αποκτήσουν στην οδό Παπαρρηγοπούλου 15. Ο Γιαννιός
είναι από τους λίγους Έλληνες που είχε μυηθεί στις αρχές του επιστημονικού
σοσιαλισμού κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι και προσπαθεί να
μεταφέρει τις θεωρίες αυτές στους εργάτες της Αθήνας κάνοντας τους μαθήματα. Η
ζωή για την Αθηνά είναι δύσκολη, καθώς ο Γιαννιός συχνά συλλαμβάνεται και
φυλακίζεται για τη δράση του, ενώ μετά το ξέσπασμα των βαλκανικών πολέμων
(1912-1913) στρατεύεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Η Αθηνά παρακολουθεί ως ακροάτρια μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή και
παράλληλα συνεχίζει τον αγώνα για τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών και την
ισότητα των φύλων. Αρνούμενη να συντηρείται από τον άνδρα της, εργάζεται ως
δασκάλα στο ιδιωτικό σχολείο Μεταξά και στο Παρθεναγωγείο της Λασκαρίδου.
Παράλληλα, συνεχίζει τη συνεργασία με το περιοδικό της Πόλης Νέο Πνεύμα
και στα 1912 δημοσιεύει τη μελέτη της Η καταγωγή του ανθρώπου και η εξέλιξή
του στην κοινωνία: Λαμάρκ, Ντάρβιν, Μαρξ που δέχεται επαίνους ως πρότυπο
γραφής σε δημοτική γλώσσα από τον δημοτικιστή γλωσσολόγο Μανόλη Τριανταφυλλίδη.
Την ίδια εποχή μαζί με τον Γιαννιό εκδίδουν τα έντυπα Εργάτης και Σοσιαλισμός
και αποκτούν δικό τους τυπογραφείο στην οδό Παπαρρηγοπούλου, με χρήματα που
κληρονομεί ο Γιαννιός από την οικογένειά του. Η Αθηνά συνειδητοποιεί πόσο
δύσκολη είναι η ζωή για τους πνευματικούς ανθρώπους και πόσο κοινωνικά
παραγκωνισμένες είναι οι γυναίκες στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια των
βαλκανικών πολέμων δεν μένει αμέτοχη. Γίνεται μέλος του σωματείου «Πανελλήνιος
Σύλλογος Γυναικών», που δραστηριοποιείται στη βοήθεια των στρατιωτών και των
οικογενειών τους. Όντας φύση ευαίσθητη και φιλάνθρωπη συγκλονίζεται από τα
προβλήματα των προσφύγων γυναικών και προσπαθεί να σταθεί δίπλα τους και να τις
βοηθήσει με κάθε τρόπο. Μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων συνεχίζει την
πολιτική της δράση στο πλευρό πάντα του Γιαννιού και το 1914 φέρνει στον κόσμο
ένα κορίτσι, τη Μυρτώ-Αικατερίνη, που αναγνωρίζεται επίσημα από τον σύντροφό
της. Το 1916 διορίζεται γραφέας στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και παράλληλα
αρθρογραφεί σε διάφορα περιοδικά όπως ο Νουμάς και μεταφράζει
λογοτεχνικά έργα, όπως η Ζερμινάλ του Εμίλ Ζολά.
Μετά την κήρυξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου το 1914 ολόκληρη η Ευρώπη
βρίσκεται σε αναβρασμό. Στην Ελλάδα οι διαφορές μεταξύ Βενιζέλου και βασιλιά
Κωνσταντίνου οδηγούν στον Εθνικό Διχασμό που αποτυπώνεται με την διαίρεση της
χώρας σε δύο ανταγωνιστικά στρατόπεδα, το Κράτος των Αθηνών υπό τον Κωνσταντίνο
και το Κράτος της Θεσσαλονίκης υπό τον Βενιζέλο. Οι Αγγλογάλλοι
επιβάλλουν το ναυτικό αποκλεισμό του Πειραιά και απαιτούν την άμεση παραίτηση
του Κωνσταντίνου, ο οποίος εγκαταλείπει τη χώρα το 1917 παραδίδοντας τον θρόνο
στον δευτερότοκο γιό του Αλέξανδρο. Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν στην επανένωση
του κράτους και την επιστροφή της κυβέρνησης του Βενιζέλου. Η νέα κυβέρνηση
κηρύσσει επίσημα τον πόλεμο στις κεντρικές δυνάμεις και προσφέρει σημαντικό
νομοθετικό έργο, ψηφίζοντας δύο σημαντικές μεταρρυθμίσεις: την αγροτική και την
εκπαιδευτική που εισάγει τη διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας στο δημοτικό
σχολείο.
Τον Ιούλιο του 1917 ο Γιαννιός εκδίδει τον Ριζοσπάστη ως «εφημερίδα
δημοκρατικών αρχών» και η Αθηνά βοηθάει στην έκδοσή του. Τον Οκτώβριο του 1917
το ξέσπασμα της επανάστασης στη Ρωσία και η δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης
συγκλονίζουν το κόσμο και επηρεάζουν τα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Στις 21
Οκτωβρίου συγκαλείται το Α΄ Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο το οποίο ιδρύει τη
«Γενική Συνομοσπονδία Εργατών της Ελλάδος» (ΓΣΕΕ). Κατά τη διάρκεια των
εργασιών του, υπερψηφίζεται η αρχή «της πάλης των τάξεων», η δράση της
Συνομοσπονδίας «πέραν πάσης αστικής επιρροής» και καθιερώνεται ο επίσημος
εορτασμός της εργατικής τάξης την 1η Μαΐου. Λίγο αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου
1918, αρχίζει στον Πειραιά το Α΄ Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο, όπου
συναντιούνται για πρώτη φορά οι διάφορες τάσεις του κινήματος. Ο Γιαννιός
μιλάει με πάθος υπέρ της «Κοινωνίας των Εθνών» και της ένωσης «όλων των Κρατών
του Αίμου εις μιαν Δημοκρατικήν Βαλκανικήν Ομοσπονδίαν υπό την εγγύησιν της
Κοινωνίας των Εθνών». Στο συνέδριο κυριαρχούν δύο ρεύματα: ένα αριστερό ρεύμα
επηρεασμένο από τη ρωσική επανάσταση και τη διάσπαση των ευρωπαϊκών
σοσιαλιστικών κομμάτων και ένα σοσιαλδημοκρατικό, το οποίο υποστηρίζει την
ομαλή πορεία προς τον σοσιαλισμό και την πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου για
την Μεγάλη Ελλάδα. Ο Γιαννιός εντάσσεται στο δεύτερο αυτό ρεύμα, το οποίο
διαφωνεί με τους άλλους συνέδρους σε ζητήματα ιδεολογίας και εξωτερικής
πολιτικής και αποχωρεί από το συνέδριο. Συνέχεια αυτού του ρεύματος αποτελεί το
«Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος», που είναι προσανατολισμένο στην ευρωπαϊκή
σοσιαλδημοκρατία και συνεργάζεται αρκετές φορές με τους βενιζελικούς και τον
Αλ. Παπαναστασίου. Το Α΄ Σοσιαλιστικό Συνέδριο καταλήγει στην ίδρυση κόμματος
που ονομάζεται «Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος» (ΣΕΚΕ) (4-10 Νοέμβρη
1918), το μετέπειτα «Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας». Η Αθηνά βρίσκεται πάντα στο
πλευρό του συντρόφου της συμμεριζόμενη τις πολιτικές του θέσεις και απόψεις.
Αυτή την εποχή το ζευγάρι παντρεύεται μετά από πιέσεις της οικογένειας του
Γιαννιού αλλά και του μικροαστικού περιβάλλοντος της Αθήνας, που θεωρεί
σκάνδαλο την ελεύθερη συμβίωση.
Τον Οκτώβριο του 1919 η Αθηνά, πιστεύοντας ότι ο αγώνας για τη γυναικεία
χειραφέτηση συνδέεται με τον αγώνα για τον σοσιαλισμό, ιδρύει μαζί με άλλες
γυναίκες τον «Σοσιαλιστικό Όμιλο Γυναικών» (Σ.Ο.Γ.), σαν τμήμα του
«Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας». Το πρόγραμμα των σοσιαλιστριών με υπότιτλο
«Ζητούμε δικαιώματα οικονομικά, αστικά και πολιτικά» περιλαμβάνει τρία
κεφάλαια: ένα για τη γυναίκα (πολιτικός γάμος, ίσα δικαιώματα μητέρας και
πατέρα πάνω στα παιδιά, δωρεάν δημοτικά μαιευτήρια, δικαίωμα στην άμβλωση,
προστασία εργαζόμενης γυναίκας κ.ά.) ένα για το παιδί (δωρεάν εκπαίδευση,
εννεατάξιο υποχρεωτικό σχολείο, απαγόρευση ανθυγιεινής εργασίας, παιδικά
ιατρεία κ.ά.) και ένα για τον λαό γενικά (λαϊκά υγιεινά σπίτια, δημόσια
περίθαλψη φτωχών, συντάξεις στις πολύτεκνες χήρες και τα ορφανά από εργατικά
δυστυχήματα, υγιεινά σχολικά κτίρια κ.ά.). Το 1919 ο Σ.Ο.Γ. υποβάλλει υπόμνημα
στη Βουλή για την ισοπολιτεία των φύλων, στην προσπάθεια να στηρίξει την
πρόταση νόμου του βουλευτή Θάνου Τυπάλδου-Μπασιά για χορήγηση ψήφου στις
γυναίκες.
Λίγους μήνες μετά την ίδρυση του Σ.Ο.Γ. ιδρύεται ο «Σύνδεσμος υπέρ των
Δικαιωμάτων της Γυναικός» (Σ.Ε.Δ.Γ.) από μορφωμένες και δυναμικές γυναίκες που
συνειδητοποιούν ότι χωρίς πολιτικά δικαιώματα είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας
και ότι η ψήφος συνιστά απαραίτητο όπλο για την υπεράσπιση των συμφερόντων
τους. Θέτουν λοιπόν ως πρωταρχικό τους στόχο την επίτευξη της ισονομίας των
γυναικών στα αστικά και πολιτικά δικαιώματα, την εργασία, την εκπαίδευση, το
οικογενειακό δίκαιο. Πρώτη πρόεδρος του Σ.Ε.Δ.Γ. είναι η Μαρία Νεγρεπόντη και
αντιπρόεδρος η Αύρα Θεοδωροπούλου. Τα δύο σωματεία ο Σ.Ο.Γ. και ο Σ.Ε.Δ.Γ. θα
συνεργαστούν για την προώθηση του αιτήματος για πολιτική ισότητα. Ο Σ.Ο.Γ. θα
συνεργαστεί επίσης με «Εθνικό Συμβούλιο Ελληνίδων» που ιδρύεται το 1919, ως
ελληνικό τμήμα του μετριοπαθούς «Διεθνούς Συμβουλίου των Γυναικών» και αποτελεί
έναν συνασπισμό γυναικείων συλλόγων και σωματείων.
Αυτή την εποχή η ανάγκη της θέσπισης νεότερου Αστικού Κώδικα και ιδιαίτερα
της τροποποίησης του Οικογενειακού Δικαίου δίνουν την ευκαιρία για νέους αγώνες
των Ελληνίδων φεμινιστριών. Για πρώτη φορά γίνονται αντικείμενο συζήτησης και
διεκδίκησης θέματα που αποτελούν ταμπού για την κοινωνία της εποχής, όπως η
προστασία της μητρότητας μέσα και έξω από τον γάμο, η προστασία των εξώγαμων
παιδιών, ο πολιτικός γάμος, το δικαίωμα στην άμβλωση, το δικαίωμα ψήφου των
γυναικών. Οι φεμινίστριες χρησιμοποιούν για την επίτευξη των στόχων τους ένα
ευρύ φάσμα μορφών αγώνα όπως τη συγγραφή θεωρητικών κειμένων και εργασιών, τη
δημοσίευση άρθρων στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, την οργάνωση διαλέξεων και
ομιλιών, την ίδρυση σχολών, την κατάθεση διαβημάτων, υπομνημάτων και
νομοσχεδίων στη Βουλή, τα οποία όμως καταψηφίζονται. Οι δραστηριότητες αυτές
κινούν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και τη συμπαράσταση των σπουδαιότερων
εργατικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Μέσα στο ταραγμένο κλίμα που επικρατεί μετά τις εκλογές του 1920, με την
ήττα του Βενιζέλου, την επικράτηση των φιλοβασιλικών και την επιστροφή του
βασιλιά Κωνσταντίνου, οι φεμινίστριες συνεχίζουν τον αγώνα τους. Το 1921, η
Αθηνά, σε συνεργασία με άλλες δυναμικές και μορφωμένες γυναίκες, όπως η
Αγγελικη Χατζημιχάλη, η Ελένη Σιφναίου και η Σωτηρία Αλιμπέρτη, ιδρύει τον
"Διεθνή Σύνδεσμο Γυναικών" και γίνεται Γραμματέας του. Παράλληλα,
συνεργάζεται με το «Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων Γυναικών» για την έκδοση του
φεμινιστικού περιοδικού Ελληνίς, στο οποίο γράφει κριτική βιβλίου,
κριτική για καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, νέα από την διεθνή και την ελληνική
φεμινιστική κίνηση και μαχητικά άρθρα για τα δικαιώματα των γυναικών. Στο άρθρο
της «Η Ελληνίδα και η ψήφος» εκφράζει την άποψη ότι είναι πρόωρη η διεκδίκηση
του δικαιώματος ψήφου και ότι οι Ελληνίδες πρέπει πρώτα να μορφωθούν και να
συνειδητοποιηθούν ως πολίτες για να χρησιμοποιήσουν σωστά το δικαίωμά τους
αυτό. «Είμεθα άραγε προετοιμασμένες για το υψηλό αυτό καθήκον; Έχουμε την
ωριμότητα να μείνουμε ανεπηρέαστες από τον άνδρα και μπαίνοντας μες στη Βουλή
να εργαστούμε για την χειραφέτησή μας; […] πολιτειακή προπόνηση και
διαπαιδαγώγηση συστηματική για να μάθουμε όλες έως την τελευταία εργάτρια και
χωρική να ξεχωρίζουμε το τι συμφέρει και τι δε συμφέρει σε εμάς τις γυναίκες.
Έτσι θα πάρουμε την ψήφο όχι από μίμηση αλλά από συναίσθηση της ανάγκης να την
πάρουμε»[1]. Τη θέση της αυτή θα αναθεωρήσει το 1930 όταν
θα δοθεί στις γυναίκες δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές με δύο σημαντικούς
περιορισμούς σχετικούς με την ηλικία και τη μόρφωση. Τότε η Αθηνά θα ζητήσει να
δοθεί δικαίωμα ψήφου σε όλες τις γυναίκες, χωρίς περιορισμούς.
Τα τραγικά γεγονότα που συμβαίνουν στη χώρα το 1922 με την Μικρασιατική Καταστροφή και την συρροή των προσφύγων δεν αφήνουν ασυγκίνητες τις Ελληνίδες φεμινίστριες. Τα γυναικεία σωματεία επικεντρώνουν τη δράση τους στην ηθική και υλική υποστήριξη των προσφύγων, την εποπτεία των προσφυγικών καταυλισμών και κυρίως την προσπάθεια να εφοδιάσουν τις γυναίκες πρόσφυγες με μια τέχνη που να τους εξασφαλίζει βιοποριστική εργασία. Έτσι, ο Σ.Ε.Δ.Γ. ιδρύει το 1922 το «Γραφείο πληροφοριών για πρόσφυγες» και το ορφανοτροφείο «Εθνική Στέγη» και δίνει έμφαση στο ζήτημα της εδραίωσης της ειρήνης στα Βαλκάνια, με την ίδρυση της «Μικρής Αντάντ Γυναικών» (1923), σε συνεργασία με φεμινιστικές οργανώσεις άλλων χωρών (Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας). Παράλληλα, ο «Διεθνής Σύνδεσμος Γυναικών» ιδρύει το οικοτροφείο «Το σπίτι του κοριτσιού» που στεγάζεται αρχικά σε χώρους της Βουλής και αργότερα σε κτίριο της οδού Νάξου 56, στην Κυψέλη. Στο ίδρυμα αυτό στεγάζονται δωρεάν και μαθαίνουν γράμματα και τέχνες ορφανά κορίτσια με σκοπό να αποκτήσουν επαγγελματικά εφόδια, που θα τους επιτρέψουν να εργαστούν και να γίνουν οικονομικά ανεξάρτητα. Η Αθηνά αναλαμβάνει τη διεύθυνση του οικοτροφείου και αφοσιώνεται στο έργο αυτό μέχρι το 1937, που παραιτείται λόγω προβλημάτων υγείας.
Γαϊτάνου-Γιαννιού Α.,
"Η Ελληνίδα και η ψήφος", Ελληνίς, έτος Α΄, αριθ. 3, Μάιος
1921 (https://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=39642&seg=)
|
Τα τραγικά γεγονότα που συμβαίνουν στη χώρα το 1922 με την Μικρασιατική Καταστροφή και την συρροή των προσφύγων δεν αφήνουν ασυγκίνητες τις Ελληνίδες φεμινίστριες. Τα γυναικεία σωματεία επικεντρώνουν τη δράση τους στην ηθική και υλική υποστήριξη των προσφύγων, την εποπτεία των προσφυγικών καταυλισμών και κυρίως την προσπάθεια να εφοδιάσουν τις γυναίκες πρόσφυγες με μια τέχνη που να τους εξασφαλίζει βιοποριστική εργασία. Έτσι, ο Σ.Ε.Δ.Γ. ιδρύει το 1922 το «Γραφείο πληροφοριών για πρόσφυγες» και το ορφανοτροφείο «Εθνική Στέγη» και δίνει έμφαση στο ζήτημα της εδραίωσης της ειρήνης στα Βαλκάνια, με την ίδρυση της «Μικρής Αντάντ Γυναικών» (1923), σε συνεργασία με φεμινιστικές οργανώσεις άλλων χωρών (Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας). Παράλληλα, ο «Διεθνής Σύνδεσμος Γυναικών» ιδρύει το οικοτροφείο «Το σπίτι του κοριτσιού» που στεγάζεται αρχικά σε χώρους της Βουλής και αργότερα σε κτίριο της οδού Νάξου 56, στην Κυψέλη. Στο ίδρυμα αυτό στεγάζονται δωρεάν και μαθαίνουν γράμματα και τέχνες ορφανά κορίτσια με σκοπό να αποκτήσουν επαγγελματικά εφόδια, που θα τους επιτρέψουν να εργαστούν και να γίνουν οικονομικά ανεξάρτητα. Η Αθηνά αναλαμβάνει τη διεύθυνση του οικοτροφείου και αφοσιώνεται στο έργο αυτό μέχρι το 1937, που παραιτείται λόγω προβλημάτων υγείας.
Στα 1922 ο Σ.Ο.Γ. ακολουθώντας την πολιτική του «Σοσιαλιστικού Κόμματος»
αναστέλλει κάθε δραστηριότητα για να υποστηρίξει τη νεαρή Δημοκρατία ενώ
παράλληλα στέλνει γραπτή διαμαρτυρία προς τις πρεσβείες των Δυνάμεων για την
αυτονομία της Μικράς Ασίας. Στα 1923 η Αθηνά συνεργάζεται με το περιοδικό Ο
Αγώνας της Γυναίκας που εκδίδει ο Σ. Ε.Δ.Γ. και συμμετέχει στις εκδηλώσεις
του. Στις 24 Απριλίου 1923 δίνει διάλεξη σε αίθουσα του Ελληνικού Ωδείου με
θέμα: «Γυναίκα και πολιτική», στην οποία προσπαθεί να αναλύσει τη σχέση της
γυναίκας με την πολιτική και να εξηγήσει τι είναι ο Φεμινισμός. «Φεμινισμός
είναι η γυναίκα να σκέφτεται με το δικό της κεφάλι. Ν’αρχίσει να
αυτοδιοικείται, να συμμετέχει με το δικό της το εγώ σ’όλη την ανθρώπινη ζωή.
Φεμινισμός δεν είναι να οπλίσουμε τους εαυτούς μας με λίγες γνώσεις, με λίγη
μουσική, με λίγη τέχνη, τέλος με λίγη εξωτερική χειραφέτηση… Φεμινισμός είναι
να βγούμε από την επίδραση του ανδρός και εν ανάγκη να τον αναγκάσουμε να μας
δώσει τα ανθρώπινα δικαιώματά μας…»[2].
Στις 2 Ιανουαρίου 1924, η επαναστατική κυβέρνηση παραδίδει επίσημα την
εξουσία στη Δ΄ Συντακτική Συνέλευση, η οποία στις 25 Μαρτίου ψηφίζει ομόφωνα
την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Το τετελεσμένο αυτό γεγονός εγκρίνεται με
ποσοστό 70% από τον δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924. Η μικρή «πολιτική
άνοιξη» συνοδεύεται από μια επίσης μικρή «εκπαιδευτική άνοιξη», κατά την οποία
οι Γληνός και Δελμούζος κάνουν μια νέα προσπάθεια για την αναμόρφωση της
ελληνικής εκπαίδευσης, ο πρώτος στην Παιδαγωγική Ακαδημία και ο δεύτερος στο
Μαράσλειο Διδασκαλείο. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα ο Σ.Ο.Γ.
επαναδραστηριοποιείται και συμμετέχει στο Β΄ Γυναικείο Συνέδριο της
Σοσιαλιστικής Διεθνούς στη Μασσαλία, όπου η Αθηνά καταθέτει έκθεση για την
φεμινιστική και σοσιαλιστική κίνηση στην Ελλάδα, παρουσιάζει στατιστικά
στοιχεία για την εργασία των γυναικών και αναλύει την κατάσταση της εργαζόμενης
γυναίκας.
Εντωμεταξύ η Κυβέρνηση Παπαναστασίου το 1924 υποβάλλει
στη Δ΄ Εθνική Συνέλευση τροπολογία στο νόμο περί δήμων και κοινοτήτων, µε την
οποία οι γυναίκες αποκτούν δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές και κοινοτικές
εκλογές. Όµως, η Κυβέρνηση αναγκάζεται να την αποσύρει λόγω των αντιδράσεων της
Εθνικής Συνέλευσης. Η δικτατορία του Πάγκαλου που επιβάλλεται το 1925
εξαπολύει συστηματική επίθεση ενάντια σε κάθε προοδευτική έκφραση. Είναι η
εποχή που ξεσπά το σκάνδαλο των «Μαρασλειακών», με πολλές εκθέσεις,
καταγγελίες, και ανακρίσεις που δεν σταματούν ούτε με την απόλυση του Δελμούζου
και του Γληνού από τις θέσεις τους, το 1926. Ένα χρόνο αργότερα, τον Μάρτιο του
1927, θα διασπαστεί ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, μετά τη διαφωνία του Γληνού και του
Δελμούζου για την πολιτική τοποθέτηση του σωματείου και τη σχέση του με τους
κοινωνικούς αγώνες.
Η Αθηνά συνεχίζει τους αγώνες της για τα δικαιώματα των γυναικών και τη
συνεργασία της με τα περιοδικά Ελληνίς και Αγώνας της Γυναίκας,
καθώς και την αρθρογραφία της στο μηνιαίο περιοδικό Σοσιαλιστική Ζωή που
εκδίδει ο Σ.Ο.Γ. από τον Οκτώβριο του 1928, με αρχισυντάκτρια την Αθηνά και
μέλη της Συντακτικής Επιτροπής τις Μαρίκα Μπότση, Ναταλία Χριστοδουλοπούλου και
Αιμιλία Φοντάνα. Ο Σ.Ο.Γ. θα συνεργαστεί με τα άλλα γυναικεία σωματεία για την
διεκδίκηση του δικαιώματος ψήφου και θα επιχειρήσει να συνδέσει άμεσα τον
γυναικείο με τον κοινωνικό αγώνα. Ο αγώνας αυτός κλιμακώνεται με δημόσιες
συγκεντρώσεις, όπως η συγκέντρωση στο θέατρο «Απόλλων» στις 18 Μαρτίου 1928 και
στο θέατρο «Κεντρικόν» στις 31 Μαρτίου 1929 που έχουν μεγάλη απήχηση και
συμμετοχή, στις οποίες μιλάει και η Αθηνά Γιαννιού. Αποτέλεσμα αυτών των
κινητοποιήσεων και των κοινωνικών πιέσεων ήταν να υπογραφεί στις 30 Ιανουαρίου
1930 από τον υπουργό Εσωτερικών Γ. Σιδέρη το διάταγμα που χορηγεί στις γυναίκες
ψήφο στις δημοτικές εκλογές με δύο σημαντικούς περιορισμούς σχετικούς με την
ηλικία και τη μόρφωση (οι γυναίκες-ψηφοφόροι πρέπει να έχουν συμπληρώσει τα
τριάντα τους χρόνια και να γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή). Ο Σ.Ο.Γ. έρχεται σε
πλήρη αντίθεση με τον Σ.Ε.Δ.Γ. που δέχεται αυτόν τον περιορισμό σαν ένα πρώτο
βήμα και σαν προσωρινή λύση, που θα οδηγούσε στην γενίκευση της γυναικείας
ψήφου. Η Αθηνά με άρθρο της στην Σοσιαλιστική Ζωή, με τίτλο «Η στάση μας
προς την ψήφο» καυτηριάζει το διάταγμα ως αντίθετο στα συμφέροντα των γυναικών,
ζητά να καταργηθούν οι περιορισμοί και να δοθεί δικαίωμα ψήφου σε όλες
ανεξαιρέτως τις γυναίκες.
Το καλοκαίρι του 1931 συμμετέχει στη Δ΄ Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη Γυναικών
στη Βιέννη, όπου παρουσιάζει την κατάσταση των γυναικών στην Ελλάδα, και
γνωρίζεται και συνδέεται με την Γερμανίδα σοσιαλίστρια Λουίζα Κάουτσκι. Με τη
δικτατορία του Μεταξά που επιβάλλεται την 4η Αυγούστου 1936, η χώρα μπαίνει σε
μια νέα περιπέτεια. Τα φεμινιστικά σωματεία αναστέλλουν τη δράση τους και τα
φεμινιστικά περιοδικά την κυκλοφορία τους. Ο Γιαννιός αποκόβεται από το
σοσιαλιστικό κίνημα, ενώ η Αθηνά ασχολείται με την διεύθυνση του «Σπιτιού του
Κοριτσιού» μέχρι το 1937 που παραιτείται για λόγους υγείας.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Αθηνά χωρίζει με τον Γιαννιό και ζει
μαζί με την κόρη της στην Κυψέλη. Αν και η υγεία της είναι κλονισμένη, ασχολείται
με ιστορικές μελέτες που αφορούν την πατρίδα της το Μακροχώρι και την επαρχία
Δέρκων, όπως «Από την Ανατολικήν Θράκην, η επαρχία Δέρκων» (1940), «Τα
φιλολογικά σαλόνια της Πόλης» (1948). Το 1951 εκδίδει το βιβλίο Το
πνευματικό Μακροχώρι του καιρού μου που το αφιερώνει στους νέους της
ιδιαίτερης πατρίδας της και στο Μορφωτικό τους Σύλλογο. Τον Φλεβάρη του 1952
πεθαίνει στην Αθήνα χωρίς να προλάβει να δει την δικαίωση των αγώνων της, καθώς
τον Μάιο του 1952 οι Ελληνίδες αποκτούν πλήρη εκλογικά δικαιώματα. Η ζωή της
ήταν αφιερωμένη στον αγώνα για τον σοσιαλισμό και την ισότητα των φύλων. Το
1958 πεθαίνει στην Αθήνα φτωχός και ξεχασμένος και ο σύντροφός της Ν. Γιαννιός.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αβδελά, Ε.,
& Ψαρρά Α., Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Μια ανθολογία,
Γνώση, Αθήνα 1985.
Αβδελά, Ε., «Οι
γυναίκες, κοινωνικό ζήτημα», στο: Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τομ.
Β1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002, σσ. 337-359.
Αυδή-Καλκάνη,
I., Μια αντάρτισσα της Πόλης στην ταραγμένη Αθήνα. Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού
(1880-1952), ΕΛΙΑ., Αθήνα 1997.
Γαϊτάνου-Γιαννιού,
Α., «Η Ελληνίδα και η ψήφος», Ελληνίς, έτος Α΄, τευχ. 3, Μάιος 1921, σσ. 68-70.
Γαϊτάνου-Γιαννιού,
Α., Γυναίκα και Πολιτική, Αθήνα 1925.
Κάτσικας, Χ.,
& Θεριανός, Κ., Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης. Από την ίδρυση του
ελληνικού κράτους μέχρι το 2007, Σαββάλας, Αθήνα 20072.
Μαυρογορδάτος,
Γ.Θ., «Οι πολιτικές εξελίξεις. Από το Γουδί ως τη Μικρασιατική Καταστροφή»,
στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ. 6ος,
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 9-30.
Μαυρογορδάτος,
Γ.Θ., «Μεταξύ δύο πολέμων. Πολιτική ιστορία 1922-1940», στο: Ιστορία του
Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ. 7ος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
2003, σσ. 9-32.
Μόσχου-Σακορρράφου,
Σ., Ιστορία του ελληνικού φεμινιστικού κινήματος, Αθήνα 1990.
Σαμίου, Δ., «Τα
πολιτικά δικαιώματα των Ελληνίδων (1864-1952)», Μνήμων, 12 (1989), σσ.
161-172.
[1] Γαϊτάνου-Γιαννιού Α., "Η Ελληνίδα και η ψήφος", Ελληνίς, έτος Α΄, τευχ. 3, Μάιος 1921, σσ. 68-70 (https://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=39642&seg=).
[2] Γαϊτάνου-Γιαννιού Α., Γυναίκα και Πολιτική,
Αθήνα 1925.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου