του Κώστα Θεριανού
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η ελληνική
κοινωνία βρέθηκε στο μεταίχμιο οικονομικών και κοινωνικών μετασχηματισμών. Η
επανάσταση του 1909 οδήγησε στην ανάληψη της εξουσίας από νέες πολιτικές δυνάμεις.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το Κόμμα των Φιλελευθέρων επεδίωκαν τον αστικό
εκσυγχρονισμό της χώρας ταυτόχρονα με το στόχο της εδαφικής της επέκτασης. Ο
αστικός εκσυγχρονισμός μπορεί να οριστεί ως εξευρωπαϊσμός, ως αλλαγή των θεσμών
με πρότυπο τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Το ίδιο
το όνομα του κόμματος του Βενιζέλου (Κόμμα των Φιλελευθέρων) παραπέμπει στην
πρόσληψη του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού στην Ελλάδα με κομβικά σημεία την
οικονομία της αγοράς και της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας.
Η προσπάθεια του Βενιζέλου για αστικό εκσυγχρονισμό
δημιούργησε ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Το Σύνταγμα του 1911
προστάτευε αποτελεσματικότερα τον πολίτη από την αυθαιρεσία του κράτους. Η
μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων ήταν ανάχωμα στην εξάρτηση τους από την
εκάστοτε κυβέρνηση. Μια σειρά από μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις δημιούργησαν τους
όρους συγκρότησης μιας κοινωνικής συμμαχίας ανάμεσα στο Κόμμα των Φιλελευθέρων
και τα λαϊκά στρώματα. Η αναγνώριση των εργατικών σωματείων, η θέσπιση
κανονισμών εργασίας στις βιομηχανίες, η καθιέρωση κατώτατων ορίων μισθών για
τις εργαζόμενες γυναίκες και τα παιδιά ήταν μεγάλες αλλαγές στις εργασιακές
σχέσεις, οι οποίες δημιουργούσαν στοιχειώδεις ασπίδες προστασίας των
εργαζομένων που μέχρι τότε ήταν στο απόλυτο έλεος των βουλήσεων των εργοδοτών
τους. Η εισαγωγή της φορολογίας εισοδήματος οδήγησε στη δικαιότερη κατανομή των
εσόδων του κράτους στους πολίτες. Η αναλογία έμμεσων και άμεσων φόρων άλλαξε
υπέρ των δεύτερων με αποτέλεσμα ένα κοινωνικά δικαιότερο φορολογικό σύστημα.
Ταυτόχρονα, ο Βενιζέλος προσπάθησε μαζί με τις ρήξεις προς όφελος των λαϊκών
στρωμάτων να κρατήσει ισορροπίες με την μέχρι τότε καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
Η προστασία του στέμματος απέναντι στο αίτημα για αβασίλευτη δημοκρατία και η
συνταγματική καθιέρωση της καθαρεύουσας ήταν ιστορικοί συμβιβασμοί απαραίτητοι
για τη διατήρηση της εθνικής ενότητας στις επερχόμενες πολεμικές αναμετρήσεις
των Βαλκανικών Πολέμων[1].
Στο πλαίσιο αυτών των κινήσεων του Βενιζέλου
συγκροτήθηκε ο όρος «βενιζελισμός». Ο βενιζελισμός ήταν κίνημα αστικού
εκσυγχρονισμού, το οποίο ξέφευγε από τα στενά όρια του Κόμματος των
Φιλελευθέρων. Όραμα του βενιζελισμού ήταν η ανασυγκρότηση της ελληνικής
οικονομίας, κοινωνίας και πολιτείας με πρότυπο τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές
κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης. Συνιστώσα αυτής της ανασυγκρότησης ήταν η
αναγέννηση της παιδείας και η καθιέρωση της ζωντανής γλώσσας του λαού στο
κράτος και την εκπαίδευση.
Στην κατεύθυνση της αναγέννησης της παιδείας και
της καθιέρωσης της δημοτικής γλώσσας στο κράτος και την εκπαίδευση αρκετοί
διανοούμενοι με σοσιαλιστικές ιδέες εντάχθηκαν στο ρεύμα του βενιζελισμού. Μέσα
από τη συνεργασία τους αποσκοπούσαν την υλοποίηση προοδευτικών αλλαγών, οι
οποίες θα δημιουργούσαν τους όρους για παραπέρα μεταρρυθμίσεις[2].
Οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλιστές διανοούμενοι
θεωρούσαν καθοριστικό παράγοντα κοινωνικής αλλαγής την άνοδο του μορφωτικού
επιπέδου του λαού. Η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση και το
κράτος ήταν προϋπόθεση για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού. Αυτοί οι
διανοούμενοι ασκούσαν κριτική στον άγονο κλασικισμό και την προσκόλληση στην
αρχαία ελληνική γλώσσα.
Ο Δημήτρης Γληνός ήταν ένας από αυτούς τους
διανοούμενους, οι οποίοι προσπάθησαν μέσα από τη συνεργασία τους με τις
κυβερνήσεις του Ελευθέριου Βενιζέλου να προωθήσουν ριζοσπαστικές για την εποχή
τους μεταρρυθμίσεις[3]. Ο
Γληνός ήταν υπέρμαχος της εισαγωγής της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση και
το κράτος. Ένα μεγάλο μέρος του έργου του αποτελεί κριτική στο ιδεώδες της
εκπαίδευσης, το οποίο ήταν προσκολλημένο στο παρελθόν και στις ιδεολογικές
απολήξεις αυτής της κατάστασης στη συνείδηση του ελληνικού λαού: «Τον δίδαξαν (το λαό) πως για να ζήσει, να γίνει μεγάλος και δοξασμένος
σαν τους μεγάλους και δοξασμένους προγόνους του, πρέπει να ξαναζωντανέψει τις
φόρμες της ζωής τους. Ανάσταση του αρχαίου Πολιτισμού! Στη νεότερη Αθήνα θα
ξαναπερπατήσουν Σωκράτηδες, Πλάτωνες, Φειδίες... Αρκεί να ξαναγράψουμε και να
μιλήσουμε την αρχαία ελληνική γλώσσα»[4].
Σύμφωνα με τον Αλέξη Δημαρά (2003) η
διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας κυριαρχούσε στα προγράμματα του
ελληνικού σχολείου και του γυμνασίου και μάλιστα εις βάρος της διδασκαλίας των
θετικών επιστημών. Πιο συγκεκριμένα η
διδασκαλία του τυπικού της αρχαίας ελληνικής γλώσσας κάλυπτε:
-
Το 42,4% του
ωρολογίου προγράμματος στο Ελληνικό Σχολείο.
-
Το 32,3% στο
Γυμνάσιο.
Στις Θετικές Επιστήμες αφιερωνόταν περίπου
-
Το 16,3% του
ωρολογίου προγράμματος στο Ελληνικό Σχολείο.
-
Το 21,9% στο Γυμνάσιο[5].
Σχολική γλώσσα σε όλες τις βαθμίδες ήταν η
καθαρεύουσα.
Ιδεολογική βάση της κυριαρχίας της καθαρεύουσας
ήταν ότι η καθαρεύουσα διασφαλίζει την εθνική ενότητα των Ελλήνων και την
σύνδεση με το ένδοξο παρελθόν της Αρχαίας Ελλάδας. Αυτή την ιδεολογική βάση προσπάθησε
να αποδομήσει ο Δημήτρης Γληνός. Τμήμα αυτής της προσπάθειας ιδεολογικής
αποδόμησης της καθαρεύουσας είναι το δοκίμιο Έθνος και Γλώσσα το οποίο
δημοσιεύθηκε το 1922 στο Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Το πρώτο μέρος του
δοκιμίου είχε γραφτεί το 2015, ανάμεσα σε δύο προσπάθειες εκπαιδευτικής
μεταρρύθμισης, του 1913 και του 1917. Η πρώτη μεταρρύθμιση δεν είχε καν
ξεκινήσει να εφαρμόζεται αφού τα νομοσχέδια που είχε καταθέσει στη Βουλή ο
υπουργός Ιωάννης Τσιριμώκος δεν είχαν ψηφιστεί. Στα νομοσχέδια δεν είχε καν
περιληφθεί η πρόταση για εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στο δημοτικό σχολείο
εξαιτίας της αντίδρασης που συνάντησαν. Άλλωστε, δύο χρόνια πριν, το 1911,είχε
κατοχυρωθεί συνταγματικά η καθαρεύουσα ως γλώσσα του κράτους[6].
Η δεύτερη μεταρρύθμιση εφαρμόστηκε μόλις δύο χρόνια, καθώς το Νολεμβριο του 192ο
ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές. Η μεταρρύθμιση του 1917 εισήγαγε την
αποκλειστική διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας στις 4 πρώτες τάξεις του
δημοτικού σχολείου. Στο πλαίσιο αυτής της μεταρρύθμισης εκδόθηκαν πρωτοποριακά
σχολικά βιβλία στη δημοτική γλώσσα (Τα
Ψηλά Βουνά, Το Αλφαβητάρι με τον Ήλιο)
και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης συνέταξε έναν «κανονισμό» της δημοτικής γλώσσας
λόγω έλλειψης ολοκληρωμένης και συστηματικής γραμματικής. Η μεταρρύθμιση του
1917 έτυχε δυναμικής επίθεσης από την πλευρά της αντίδρασης[7].
Οι αντιδράσεις δεν εστίασαν μόνο στην εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στο
δημοτικό σχολείο, αλλά προχώρησαν και σε ένα ζήτημα το οποίο διαίρεσε και τους
δημοτικιστές: το ζήτημα των αξιών που πρόβαλε το αναγνωστικό Τα Ψηλά Βουνά. Δεν είναι μόνο η πλευρά
των συντηρητικών που τα πολέμησε για τις αξίες που πρόβαλαν, όπως φαίνεται
χαρακτηριστικά από τα όσα αναφέρει ο Γ. Χατζιδάκης: «ουδεμία αρετή ή ηθική δεν
εξαίρεται...Έπειτα, περί των μεγάλων ιδανικών, της πατρίδος, της θρησκείας, ουδείς
γίνεται λόγος...Οι μαθηταί...ούτε πρωί, ούτε εσπέρας, ούτε προ του φαγητού ούτε
μετ’ αυτό προσεύχονται...διδάσκονται οι μαθητές της τρίτης του δημοτικού...να
μη φροντίζουν περί των γονέων των, αλλά μόνο περί της κοινότητος αυτών, του Soviet»[8].
Υπήρχαν και δημοτικιστές που έγραψαν επικριτικά σχόλια για το συγκεκριμένο
αναγνωστικό. Όπως αναφέρει ο Χάρης Αθανασιάδης η Γαλατεία Καζαντζάκη,
προβεβλημένη οπαδός του δημοτικισμού, κυκλοφόρησε το 1919 δεκαεξασέλιδο κριτικό
σημείωμα όπου ανέφερε μεταξύ των άλλων για το αναγνωστικό Τα Ψηλά Βουνά:
«Να γιατί το βιβλίο αυτό είναι αναίσθητο και άψυχο: Παραπέταξαν ως άχρηστες
τις δύο έννοιες […], το Θεό και το Έθνος, που μόνο μπορούσαν να του δώσουν την
ανώτερη πνοή της δημιουργίας, που του λείπει»[9].
Η
διαρκής και μόνιμη συμπλοκή της γλώσσας και του έθνους όλη αυτή την περίοδο
είναι το κίνητρο του Γληνού προκειμένου να γράψει μια αναλυτική μελέτη το 1915
και να την συμπληρώσει το 1922, έχοντας ζήσει και την εμπειρία της επίθεσης στα
πεπραγμένα της μεταρρύθμισης του 1917. Ο Γληνός εστιάζει στην αντίληψη ότι η
πατρίδα και το έθνος είναι ιστορικά και ψυχοκοινωνικά και όχι βιολογικά
φαινόμενα. Η ενότητα ενός έθνος στηρίζεται στην αίσθηση του «ανήκειν» σε μια
συλλογικότητα, η οποία δεν μπορεί να οικοδομηθεί μέσω της διδασκαλίας του
τυπικού μιας γλώσσας, η οποία δεν μιλιέται, δεν είναι η ζωντανή γλώσσα του
λαού. Άλλωστε, η γλώσσα δεν είναι ούτε ο
πρώτος ούτε ο μόνος συντελεστής της εθνικής ενότητας. Σε κάθε περίπτωση, η
καθαρεύουσα είναι ανεπαρκής για να δυναμώσει και να συντηρήσει την ψυχική ένωση
των Ελλήνων. Στο δοκίμιο του ο Γληνός αντικρούει τη θεωρία του Φαλμεράγιερ: «όσο
πολύ κι αν είναι το ξένο αίμα, που χύνεται μέσα σ’ ένα λαό, η σημασία του δεν
είναι απόλυτη, όσο δεν επηρεάζεται το δεύτερο, το πολύ σημαντικό στοιχείο της
ιστορικής ενότητας. Και το στοιχείο αυτό είναι η συνείδηση της ιστορικής
συνέχειας»[10]. Σημαντικότερος συντελεστής της ιστορικής και
εθνικής συνείδησης είναι η γλώσσα που μιλάει ένας λαός, οι παραδόσεις του, τα
τραγούδια και τα παραμύθια του, τα ήθη και τα έθιμα, τα κοινά εθνικά ιδανικά
και η ψυχική σύσταση και ροπή του.
Κατά
συνέπεια έχει μεγάλη σημασία η στάση ενός λαού απέναντι στο παρελθόν του. Η
στάση αυτή είναι για τον Γληνό η έννοια του Ιστορισμού. Ιστορισμός δεν είναι η
ιστορική επιστήμη. Η ιστορική επιστήμη ενδιαφέρεται να γνωρίσει το παρελθόν. Ο
ιστορισμός είναι η στάση απέναντι στο παρελθόν. Ο Ιστορισμός διακρίνεται σε δύο
είδη:
α)
Άγονος Ιστορισμός: είναι η προγονοπληξία,
η προσκόλληση στο παρελθόν, η αυτούσια μεταφορά και η δουλική μίμηση αξιών. Το
παρόν θεωρείται η διαφθορά ενός ένδοξου παρελθόντος. Άγονος ιστορισμός είναι η
καθαρεύουσα, η πεποίθηση ότι η Ελλάδα θα γνωρίσει τη δόξα του αρχαίου
παρελθόντος, αν οι νεοέλληνες μιλούν και γράφουν χρησιμοποιώντας τη γραμματική
και το συντακτικό της αρχαίας γλώσσας, της αττικής διαλέκτου. Άγονος ιστορισμός
είναι και η υποτίμηση της ιστορίας του ελληνισμού σε σχέση με την αρχαία
ελληνική ιστορία.
β) Δημιουργικός Ιστορισμός: είναι η
δημιουργική μετουσίωση των αξιών του παρελθόντος με σκοπό την
γονιμοποίηση του παρόντος. Είναι η δημιουργική ενασχόληση με το παρελθόν και
όχι η άκριτη αντιγραφή του. Ο Γληνός αναφέρει στο δοκίμιο του δύο σημαντικά
ιστορικά παραδείγματα δημιουργικής μετουσίωσης του παρελθόντος: την Αναγέννηση
και τα «δάνεια» των Πατέρων της Εκκλησίας από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία.
Ποιοι,
όμως, είναι οι λόγοι που σε κάθε χρονική περίοδο επικρατεί το ένα ή το άλλο
είδος ιστορισμού; Ο Γληνός θέτει το ερώτημα στο δοκίμιο του και το απαντά,
εισάγοντας πρωτοποριακά μια έννοια που θα συγκροτηθεί στις κοινωνικές επιστήμες
50 περίπου χρόνια αργότερα: την έννοια της ιδεολογικής διαχείρισης του
παρελθόντος. Το παρελθόν υπάρχει ως σειρά γεγονότων και επιτευγμάτων, όμως η
ανάγνωση του από κάθε εποχή είναι διαφορετική. Σε κάθε εποχή, ανάλογα με τις συνθήκες που
επικρατούν, ένας λαός προσλαμβάνει το παρελθόν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Το
τι «αξίζει» από το παρελθόν να προβληθεί και να κρατηθεί, εξαρτάται από το τι
θέλει το παρόν. Η καθαρεύουσα, μια κατασκευασμένη γλώσσα από στοιχεία μιας
περασμένης μορφής της ελληνικής γλώσσας, τι ρόλο μπορούσε να παίξει στο παρόν;
Το δοκίμιο του Γληνού Έθνος και Γλώσσα είναι πρωτοπόρο και
μοναδικό για την εποχή του, διότι συμπυκνώνει την ιστορική και
κοινωνικοπολιτική θεώρηση του έθνους που κυριαρχεί σήμερα, 90 χρόνια μετά, στις
κοινωνικές επιστήμες.
[1] Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, «Οι
πολιτικές εξελίξεις. Από το Γουδί ως τη Μικρασιατική Καταστροφή» στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 – 2000,
τόμος 6ος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.
[2] Μαριάνθη Μπέλλα, Η Ανωτέρα Γυναικεία Σχολή του Δημήτρη Γληνού
(1921 – 1923) και η εκπαίδευση των γυναικών στην Ελλάδα, Αδημοσίευτη
διπλωματική εργασία, ΠΤΔΕ – ΕΚΠΑ, Αθήνα 2011.
[3] Ανάλογες
αναφορές και περιγραφές αυτής της κατάστασης βρίσκουμε και σε άλλους
δημοτικιστές διανοούμενους των αρχών του 20ου αιώνα. Ο ιστορικός
Γιάνης Κορδάτος περιγράφει, επίσης, την κατάσταση που διαμόρφωνε στην
εκπαίδευση η εμμονή στην αρχαία ελληνική γλώσσα: «Η προστακτική, οι παρακείμενοι, οι υπερσυντέλικοι, το αράτω, το εστί,
το εισί, τα αρχαία μόρια, επιρρήματα, προθέσεις, απαρέμφατα, τα μέσα ρήματα,
όλες αυτές οι γλωσσικές μούμιες νεκραναστήθηκαν.[...] Ο λογιωτατισμός στη νέα
του μορφή δεν έδινε πεντάρα για τις πραγματικές ανάγκες του λαού. Για ένα μόνο
φρόντιζε: να αλλάξει τη γλώσσα. Να μιλάει ο χωριάτης σαν αρχαίος Αθηναίος. Το
χωριατόπουλο να μη λεει: μάνα, γιαγιά, πατέρα, νερό, ψωμί, αλλά: μήτερ, μάμμη,
πάτερ, ύδωρ, άρτος». Ο Παύλος Νιρβάνας, το 1905, σημείωνε επίσης για τη
νοοτροπία που έχει διαμορφώσει η
προσκόλληση στην αρχαία ελληνική γλώσσα στην ελληνική κοινωνία: «Ο κόσμος ζητεί να τους φτάσει (τους
αττικιστές), όσο λιγότερα γράμματα ξέρει, τόσο περισσότερο. Ο μπακάλης, όταν
θέλει να μάθει το παιδί του γράμματα, το όνειρο του είναι να το ακούει μια
ημέρα και να μη το καταλαβαίνει. Τότε λεει: «Νυν απολύεις το δούλο σου
δέσποτα». Νοιώθει πως το παιδί του έγινε κάτι παραπάνω απ’ αυτόν. Όχι στη
σοφία, όχι στη μάθηση, όχι στη γνώση. Όχι στην αρετή. Αυτά είναι δευτερεύοντα.
Στη γλώσσα. Και όπως πάντα η δίψα της αριστοκρατίας είναι φυσική για τον
άνθρωπο, ο χωριάτης ονειρεύεται να ιδεί το παιδί του αριστοκράτη. Αριστοκράτη
του γένους; Όχι. Τέτοια αριστοκρατία δεν έχουμε, του πλούτου; Σα δύσκολο.
Έχουμε μια αριστοκρατία εύκολη, την αριστοκρατία της γλώσσας. Τι ωραίο όνειρο,
να ιδεί κανείς το παιδί του να μιλεί στο δικαστήριο, στον άμβωνα, στο μπαλκόνι,
στο σχολείο, στο ιατρικό συμβούλιο και να μην το καταλαβαίνει ο ίδιος! Να μιλεί
μονάχα, αυτό φθάνει. Να μην το καταλαβαίνει μόνο, αυτό είναι η απόλαυση»
(Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία του Γλωσσικού
Ζητήματος, εκδ. Μπουκουμάνης, Αθήνα 1973).
[4] Δ. Γληνός, Δημοκοπία, αντίδραση,
παιδεία, περ. ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ, φυλ. 2, 1927. Το κείμενο είναι ανατυπωμένο στο Δ.
Γληνού, Εκλεκτές Σελίδες, τόμος τρίτος, Στοχαστής, και στο Εκπαιδευτική
Μεταρρύθμιση, Συζητήσεις – Κρίσεις - Απόψεις, 1956 – 1965, Προοδευτική
παιδεία, Αθήνα, 1966.
[5] Αλέξης Δημαράς, «Η Εκπαίδευση 1909 – 1922», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 – 2000,
τόμος 6ος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.
[6] Σύμφωνα με το άρθρο 107 του Συντάγματος
του 1911 «Επίσημος γλώσσα του Κράτους
είναι εκείνη, εις την οποία συντάσσονται το πολίτευμα και της ελληνικής
νομοθεσίας τα κείμενα πάσα· παραφθοράν ταύτης επέμβασις απαγορεύεται».
[7] Αλέξης Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης. Το
«ανακοπτόμενο άλμα». Τάσεις και αντιστάσεις στην ελληνική εκπαίδευση 1833-200,
Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο 2013.
[8] Αλέξης Δημαράς, Η μεταρρύθμιση
που δεν έγινε, Αθήνα, εκδ. Εστία, τεκμήριο 134, τόμος Β΄, σ. 128
[9] Χάρης Αθανασιάδης, «"Παραπέταξαν το Θεό και το
Έθνος": Η Διαμάχη για το αναγνωστικό του Ζαχαρία Παπαντωνίου "Τα Ψηλά
Βουνά"», ανακοίνωση στο Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας, Αθήνα 2011 (υπό
έκδοση). Εδώ, όμως, αξίζει να επισημανθεί χωρίς να
υποβαθμίζεται στο αξιακό ζήτημα που έθεσε η Καζαντζάκη ότι τα αναγνωστικά που
αντικαταστάθηκαν από αυτά του 1917 ήταν τα δικά της, τα οποία επανήρθαν στην
εκπαίδευση το 1922.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου