Μαριάνθη Μπέλλα
Γεννήθηκε
το 1830 στην Βρονκούρ, ένα μικρό χωρίο της Ωτ Μαρν, και ήταν νόθα κόρη της υπηρέτριας
Μαρί-Αν Μισέλ και άγνωστου πατέρα, μάλλον του Λωράν Ντεμαΐ, γιού του Ετιέν Σαρλ
Ντεμαΐ, ιδιοκτήτη του πύργου της Βρονκούρ.
Μεγάλωσε
με τη μητέρα της και τους γονείς του πατέρα της, οι οποίοι φρόντισαν για τη
μόρφωσή της. Ο παππούς της, που νέος συμμετείχε στην Γαλλική Επανάσταση
του 1789, τη μύησε στις αρχές του ορθολογισμού και της Πρώτης Γαλλικής
Δημοκρατίας. Από έφηβη μελέτησε το έργο των διαφωτιστών του 18ου αιώνα, ιδίως
του Ρουσσώ και του Βολταίρου, και ανέπτυξε αισθήματα συμπάθειας για τους
φτωχούς και καταπιεσμένους, καθώς και ένστικτο εξέγερσης ενάντια στην κοινωνική
αδικία και ανισότητα. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα ζώα και έγραφε ποιήματα, τα οποία
έστελνε στον Βίκτωρα Ουγκώ. Ο συγγραφέας των Αθλίων της
απαντούσε πάντα, θεωρούσε τα ποιήματά της «τρυφερά σαν την ηλικία της», και την
ενθάρρυνε να συνεχίσει να γράφει. Η Μισέλ τον θαύμαζε και αλληλογραφούσε μαζί
του επί είκοσι χρόνια.
Μετά
τον θάνατο των παππούδων της, φοίτησε στο σχολείο του Σωμόν, όπου εκπαιδεύτηκε
για να ασκήσει το επάγγελμα της δασκάλας. Μετά την αποφοίτησή της,
αρνούμενη να ορκιστεί πίστη στον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄, ίδρυσε το δικό της
«ελεύθερο» σχολείο στο Ωντελονκούρ (1853), όπου δίδασκε σε παιδιά αγροτών.
Αντιδρώντας στην αστική εκπαίδευση, ακολούθησε πρωτοποριακό σύστημα
διδασκαλίας, βγάζοντας τα παιδιά έξω από το σχολείο για να παρατηρήσουν τη
φύση, και μαθαίνοντάς τα να τραγουδούν την, απαγορευμένη τότε, «Μασσαλιώτιδα».
Οι παιδαγωγικές της μέθοδοι εμπνέονταν από τις αρχές: σχολείο για όλους,
συνεκπαίδευση των φύλων και των κοινωνικών τάξεων, σεξουαλική διαπαιδαγώγηση,
διαρκής επιμόρφωση των δασκάλων. Πολλοί γονείς διαμαρτυρήθηκαν και την
αποκαλούσαν «κόκκινη» για τα δημοκρατικά της φρονήματα και τις παιδαγωγικές
καινοτομίες της. Μετά από ένα σύντομο διάστημα παραμονής στο Παρίσι, επέστρεψε
στην Ωτ Μάρν και ίδρυσε σχολεία στο Κλεφμόν και στο Μιλλιέρ, όπου προσπαθούσε
να προετοιμάσει τους μαθητές της για την πρακτική ζωή. Η τάξη της, συχνά,
έμοιαζε με κήπο, αγρόκτημα ή πτηνοτροφείο.
Το
1856 εγκατέλειψε την συντηρητική επαρχία για να εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου
«η ζωή έβραζε και όλοι βιάζονταν να ξεφύγουν από τον παλιό κόσμο» (Αναμνήσεις,
1886). Εργάστηκε αρχικά ως δασκάλα στο οικοτροφείο Βουαλλιέ και το 1865 ίδρυσε
δικό της σχολείο στη Μονμάρτη, όπου δίδασκε με πάθος, εφαρμόζοντας την
πρωτοποριακή παιδαγωγική της. Θεωρούσε τη μόρφωση επαναστατικό όπλο για την
κοινωνική αλλαγή και υπογράμμιζε ότι «καθήκον των δασκάλων, αυτών των άσημων
στρατιωτών του πολιτισμού, είναι να δώσουν στον λαό τα πνευματικά εφόδια για να
εξεγερθεί» (Αναμνήσεις,
1886). Παράλληλα, αφοσιώθηκε στο διάβασμα και τη συμπλήρωση της μόρφωσής της,
με την παρακολούθηση λαϊκών μαθημάτων, από τους δημοκρατικούς Ζυλ Φαβρ και Εζέν
Πελλετάν, που διεύρυναν τον πολιτικό της ορίζοντα. Συνέχισε να γράφει ποιήματα,
τα οποία υπέγραφε με το ψευδώνυμο του ήρωα των Αθλίων Ενζολωράς,
ηγέτη των εξεγερμένων φοιτητών που εκτελέστηκε στα οδοφράγματα το 1830. Την
ίδια εποχή μπήκε στους επαναστατικούς κύκλους τους Παρισιού, έγινε οπαδός του
σοσιαλιστή επαναστάτη Ωγκύστ Μπλανκί και δυναμική φεμινίστρια. Όπως έγραφε στις
Αναμνήσεις
της: «Την θέση μας στην κοινωνία δεν πρέπει να τη ζητιανεύουμε αλλά να την
κατακτάμε». Δεν παντρεύτηκε ποτέ γιατί, όπως έλεγε η ίδια, «έβαζα το όνειρό μου
πολύ ψηλά» και δεν ήθελε να γίνει «η σούπα του άντρα».
Μετά
τη συντριπτική ήττα του γαλλικού στρατού στον γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870,
λαϊκές διαδηλώσεις στο Παρίσι προκάλεσαν την πτώση του αυτοκρατορικού
καθεστώτος. Η δημοκρατική αντιπολίτευση ανακήρυξε την Τρίτη Δημοκρατία στις 4
Σεπτεμβρίου 1870, και μια προσωρινή κυβέρνηση από μετριοπαθείς δημοκρατικούς
ανέλαβε να συνεχίσει τον πόλεμο.
Στις
19 Σεπτέμβρη τα πρωσικά στρατεύματα απέκλεισαν το Παρίσι και το πολιόρκησαν επί
τέσσερις μήνες. Ο λαός του Παρισιού οργανώθηκε σε πολιτικές λέσχες και η Μισέλ εξελέγη πρόεδρος της «Επιτροπής Επαγρύπνησης των Γυναικών Πολιτών της
Μονμάρτης», όπου γνώρισε τον μεγάλο και μοναδικό έρωτα της ζωής της Θεόφιλο
Φερρέ. Όταν, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, ο παρισινός λαός λιμοκτονούσε, η
Μισέλ αγωνίστηκε, με την βοήθεια του φίλου της δημάρχου της Μονμάρτης Ζορζ
Κλεμανσώ, να κρατήσει ανοιχτό το σχολείο της και δημιούργησε καντίνα για τη
σίτιση των μαθητών της. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η πραγματική εξουσία
περιήλθε στους δημάρχους των διαμερισμάτων (arrondissements)
και στην Εθνοφρουρά, μια λαϊκή, δημοκρατικά οργανωμένη ένοπλη δύναμη. Στις 28
Ιανουαρίου 1871 η προσωρινή κυβέρνηση υπέγραψε συνθήκη ανακωχής και το Παρίσι
παραδόθηκε στον εχθρό. Στις 17 Φεβρουαρίου εξελέγη νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό
τον Αδόλφο Θιέρσο, η οποία, στην προσπάθειά της να αφοπλίσει την Εθνοφρουρά,
προκάλεσε επανάσταση στις 18 Μαρτίου, που πήρε τη μορφή ανεξάρτητης κοινοτικής
οργάνωσης (Κομμούνα). Η Μισέλ έλαβε ενεργά μέρος σαν εθνοφρουρός, προπαγανδίστρια
και τραυματιοφορέας. Τότε, oι δυνάμεις του Θιέρσου υποχώρησαν και εγκαταστάθηκαν στις
Βερσαλλίες.
Η Κομμούνα
ανακηρύχτηκε σε κυβέρνηση στις 28 Μαρτίου και, στους δύο μήνες της ζωής της,
έλαβε μια σειρά από δημοκρατικά μέτρα (κατάργηση του μόνιμου στρατού και
αντικατάστασή του από τον ένοπλο λαό, θέσπιση της γενικής και δωρεάν
εκπαίδευσης, διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας, μείωση φόρων για τους φτωχούς,
κατάργηση της νυχτερινής εργασίας, ακύρωση των υποθηκών κατοικίας, ρύθμιση των
ληξιπρόθεσμων χρεών κ.ά.). Η Μισέλ ηγήθηκε της οργάνωσης «Ένωση Γυναικών για
την Άμυνα του Παρισιού και τη φροντίδα των τραυματιών», η οποία πρόβαλε
φεμινιστικές διεκδικήσεις (ισότητα των φύλων, δικαίωμα στο διαζύγιο,
ελεύθερη-μη εκκλησιαστική εκπαίδευση για τα κορίτσια, ισότητα μισθών, κατάργηση
της πορνείας) και ταυτόχρονα φρόντιζε για τον εφοδιασμό των εθνοφρουρών και την
περίθαλψη των τραυματιών.
Οι
Κομμουνάροι, όμως, δεν κατάφεραν να συντονίσουν τις δυνάμεις τους και έχασαν
πολύτιμο χρόνο, δίνοντας την ευκαιρία στα στρατεύματα της κυβέρνησης Θιέρσου να
ανασυγκροτηθούν, να επιτεθούν περνώντας μέσα από τις πρωσικές γραμμές, και να καταλύσουν
την Κομμούνα. Η τελευταία εβδομάδα (21-28 Μάη), η «Ματωμένη Εβδομάδα», όπως
ονομάστηκε, ήταν η αρχή μιας φοβερής θηριωδίας. Χιλιάδες Κομμουνάροι σκοτώθηκαν
στις μάχες ή σφαγιάστηκαν ανελέητα μετά από αυτές. Η Μισέλ πολέμησε μαζί με τον
σύντροφό της Θ. Φερρέ στα τελευταία οδοφράγματα, κοντά στο νεκροταφείο της
Μονμάρτης, και παραδόθηκε στον κυβερνητικό στρατό για να σώσει τη μητέρα της
που είχε συλληφθεί όμηρος. Φυλακίστηκε επί δύο χρόνια στο στρατόπεδο Σατορύ,
ενώ οι επαναστάτες φίλοι της και ο σύντροφός της Φερρέ καταδικάστηκαν σε θάνατο
και εκτελέστηκαν.
Στη
συνέχεια, η Μισέλ δικάστηκε από έκτακτο στρατοδικείο και προκάλεσε τους
δικαστές της λέγοντας: «Αν δεν είστε δειλοί, σκοτώστε με!» Αυτοί την
καταδίκασαν σε ισόβια εξορία στη Νέα Καληδονία. Ο φίλος της συγγραφέας Βίκτωρ
Ουγκώ, μαθαίνοντας τη γενναία στάση της στο στρατοδικείο, της αφιέρωσε το
ποίημα Βιρό Μαζόρ (πιο
μεγάλη από άντρα). Ήταν η εποχή που ο φιλοκυβερνητικός τύπος την παρουσίαζε ως
αιμοσταγή σφαγέα και την αποκαλούσε «κόκκινη λύκαινα».
Έζησε
εξόριστη στην Νέα Καληδονία επί εφτά χρόνια (1873-1880) και από την αρχή
αρνήθηκε να επωφεληθεί από ένα ιδιαίτερο καθεστώς που ίσχυε για τις εξόριστες
γυναίκες, διαφορετικό από αυτό των ανδρών. Κατά τη διάρκεια της εξορίας της, γνώρισε τον σοσιαλιστή δημοσιογράφο Ανρί Ροσφόρ και την φεμινίστρια μαχήτρια
της Κομμούνας Ναταλί Λεμέλ, η οποία τη μύησε στον αναρχισμό.
Ο
τόπος εξορίας αποτέλεσε για τη Μισέλ ένα νέο πεδίο μελέτης, εμπειρίας και
δράσης. Μελέτησε τη ζωή, τα ήθη και τα έθιμα των αυτόχθονων Κανάκ, εξέδωσε την
εβδομαδιαία εφημερίδα Μικρές ειδήσεις της
Νέας Καληδονίας και δημοσίευσε το έργο Θρύλοι και επικά
τραγούδια των Κανάκ (1875). Παράλληλα, οργάνωσε μαθήματα αλφαβητισμού για
τα παιδιά τους και, αντίθετα με ορισμένους εξόριστους Κομμουνάρους, πήρε το
μέρος τους όταν αυτοί εξεγέρθηκαν, το 1878, ενάντια στις γαλλικές αρχές. Τον
επόμενο χρόνο ζήτησε και πήρε άδεια να εγκατασταθεί στην πόλη Νουμεά και να
ασκήσει πάλι το επάγγελμα της δασκάλας. Δίδαξε αρχικά σε παιδιά εξορίστων,
μετατρέποντας μια καλύβα σε αίθουσα διδασκαλίας, και αργότερα σε σχολείο
κοριτσιών των αποίκων.
Μετά
από χορήγηση πολιτικής αμνηστίας το 1880, επέστρεψε στο Παρίσι όπου έγινε δεκτή
από ένα μεγάλο και ενθουσιώδες πλήθος. Ξανάρχισε τους αγώνες της συμμετέχοντας
σε διαδηλώσεις, μιλώντας σε πολιτικές συγκεντρώσεις, δίνοντας διαλέξεις,
αρθρογραφώντας, περιοδεύοντας στη Γαλλία και την Ευρώπη. Ο λόγος της, τολμηρός
και ανατρεπτικός, ξεσήκωνε τα πλήθη. Για τη δράση της αυτή συνελήφθη και
φυλακίστηκε πολλές φορές. Στις 22 Ιανουαρίου 1888, στη Χάβρη, μετά από ομιλία
της, δέχτηκε επίθεση από τον βασιλόφρονα Πιέρ Λυκά, που την πυροβόλησε δύο
φορές και την τραυμάτισε στο κεφάλι. Η πρώτη σφαίρα έγδαρε τον λοβό του αφτιού
και η δεύτερη σφηνώθηκε στο κρανίο της, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό της.
Ωστόσο, αρνήθηκε να κάνει μήνυση στον παραλίγο δολοφόνο της, ανέλαβε να του
βρει δικηγόρο και τον υπερασπίστηκε στη δίκη του, προβάλλοντας το επιχείρημα
ότι «είχε απλά παρασυρθεί από μια άθλια κοινωνία».
Το
1890, μετά τη σύλληψή της από την αστυνομία και για να αποφύγει τον εγκλεισμό
σε φρενοκομείο, αυτοεξορίστηκε στο Λονδίνο, όπου ίδρυσε και διεύθυνε για πέντε
χρόνια ένα «ελευθεριακό» σχολείο για παιδιά πολιτικών προσφύγων.
Την
τελευταία δεκαετία της ζωής της αναδείχτηκε σε μεγάλη μορφή της επανάστασης και
του αναρχισμού και συνέχισε ακαταπόνητη τη δράση της στη Γαλλία και το
εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας στη Νότια Γαλλία προσβλήθηκε από
πνευμονία και πέθανε στη Μασσαλία τον Ιανουάριο του 1905.
Οι
Γάλλοι τιμούν τη μνήμη της ως δασκάλας και επαναστάτριας. Το όνομά της δόθηκε
σε 137 δημόσια νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία της χώρας, σε ένα σταθμό του
παρισινού μετρό και στον χώρο μπροστά από το ναό της Σακρέ Κερ, στη Μονμάρτη.
Τον Ιανουάριο του 2005, με τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τον θάνατό της, η
πόλη του Παρισιού τίμησε τη μνήμη της με πλήθος εκδηλώσεων, μεταξύ των οποίων
και δύο συνέδρια με θέμα τη ζωή και τη δράση της.
Δημοσιεύτηκε
στο ένθετο Παιδεία και Κοινωνία της Αυγής, τεύχος 129, Μάϊος
2018, σσ. 22-23.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου