Σελίδες

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964


Μαριάνθη Μπέλλα





Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964 η Ένωση Κέντρου συγκέντρωσε το 52,72% των ψήφων (171 έδρες) έναντι 35,3% της ΕΡΕ και σχημάτισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Η Ένωση Κέντρου ανταποκρινόμενη στις συσσωρευμένες προσδοκίες μεγάλης μερίδας της ελληνικής κοινωνίας για δημοκρατικό εκσυγχρονισμό των πολιτικών και εκπαιδευτικών θεσμών, δρομολόγησε ορισμένες σημαντικές μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964. Υπουργός Παιδείας ήταν ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου και υφυπουργός ο Λουκής Ακρίτας. Η γενική εποπτεία της μεταρρύθμισης ανατέθηκε στον Γενικό Γραμματέα του υπουργείου Παιδείας, τον καταξιωμένο φιλόσοφο και παιδαγωγό Ευάγγελο Παπανούτσο. Είχαν προηγηθεί οι κινητοποιήσεις των νέων για «15% του προϋπολογισμού για την παιδεία», για «προίκα στην παιδεία και όχι στη Σοφία», οι οποίες αποτελούσαν εκφράσεις της απαίτησης του λαού για μια καλύτερη εκπαίδευση.
Η μεταρρύθμιση του 1964 προσάρμοσε, με 20 χρόνια καθυστέρηση, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στις μεταπολεμικές τάσεις που επικράτησαν στη δυτική Ευρώπη. Οι νέοι προσανατολισμοί εκφράστηκαν με αντίστοιχα νομοθετήματα, τα οποία απέβλεπαν στην παροχή πρόσβασης στην εκπαίδευση σε μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες, με ίσες ευκαιρίες για όλους, και στον προσανατολισμό της εκπαίδευσης προς τις οικονομικές απαιτήσεις της νέας εποχής: επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, ριζική αλλαγή των προγραμμάτων, ανάπτυξη της τεχνικο-επαγγγελματικής εκπαίδευσης, ρυθμίσεις για τη διεύρυνση της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση[1].
Σύμφωνα με τον Νούτσο, η μεταρρύθμιση ήταν προϊόν της ανάγκης αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της οικονομικής αναδιάρθρωσης (αύξηση βιομηχανικής παραγωγής, σύνδεση της χώρας με την Κοινή Αγορά το 1961). Τα στρώματα της ελληνικής αστικής τάξης, τα οποία συνειδητοποίησαν την αναγκαιότητα αυτών των διαρθρωτικών, οικονομικών και θεσμικών αλλαγών, εκφράστηκαν πολιτικά μέσω της Ένωσης Κέντρου και διεκδίκησαν την εξουσία, συμμαχώντας με ένα μεγάλο τμήμα της μικροαστικής, της εργατικής και της αγροτικής τάξης. Με τη νίκη της Ένωσης Κέντρου το 1964 δημιουργήθηκαν οι πολιτικές προϋποθέσεις για τον αναπροσανατολισμό της εκπαίδευσης με την θεσμοθέτηση διπλού εκπαιδευτικού δικτύου[2].


Τα νομοσχέδια της μεταρρύθμισης
Στη Βουλή κατατέθηκαν προς ψήφιση τρία εκπαιδευτικά νομοσχέδια: το 1964 το πρώτο «Περί οργανώσεως και διοικήσεως της Γενικής (Στοιχειώδους και Μέσης) Εκπαιδεύσεως» (μετέπειτα Ν.Δ. 4379/1964), και τον Μάιο του 1965 το δεύτερο «Περί Τεχνικής Εκπαιδεύσεως» και το τρίτο «Περί ιδρύσεως Πανεπιστημίων»[3].
Στις τρεις ξεχωριστές εισηγήσεις των παραπάνω νομοσχεδίων αναλύεται διαχρονικά και σε βάθος η ελληνική κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική και εκπαιδευτική πραγματικότητα και παρουσιάζεται η φιλοσοφία που διέπει τη μεταρρύθμιση.
Η εισηγητική έκθεση του Ν.Δ. 4379 θεωρεί ότι η παιδεία πρέπει να έχει «κατά βάσιν ουμανιστικόν χαρακτήρα», αποτελεί δε «προϋπόθεσιν και εγγύησιν δια την οικονομικήν ανάπτυξιν της χώρας και την πνευματικήν προκοπήν του έθνους». Στην έκθεση για την τεχνική εκπαίδευση τονίζεται ότι «Οικονομική ανάπτυξις δεν είναι δυνατή χωρίς τεχνικήν πρόοδον. Και επειδή η τεχνική πρόοδος προϋποθέτει, κατά κύριον λόγον, ανθρώπινον δυναμικόν, θεωρητικώς και πρακτικώς κατηρτισμένον, […] είναι αυτονόητον ότι τίποτε δεν είναι δυνατον να κατορθωθή εις τον τομέα τούτον της εθνικής δραστηριότητος χωρίς μίαν επιμελώς συγκεκροτημένην και καλώς λειτουργούσαν Τεχνικήν Εκπαίδευσιν». Τέλος στην εισηγητική έκθεση του τρίτου νομοσχεδίου για την ίδρυση πανεπιστημίων επισημαίνεται η ανάγκη η χώρα να αποκτήσει επιστήμονες υψηλού επιπέδου, γιατί «…ούτε η πνευματική, ούτε η οικονομική μας πρόοδος θα πραγματοποιηθεί με ταχύν ρυθμόν, εάν δεν αποκτήσωμεν περισσοτέρους και καλυτέρους επιστήμονας»[4].

Σύμφωνα με το Ν.Δ. 4379/64 «Περί Οργανώσεως και Διοικήσεως της Γενικής (Στοιχειώδους και Μέσης) Εκπαιδεύσεως»:
Καθιερώνεται η δωρεάν εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες από την Πρωτοβάθμια μέχρι και την Ανώτατη. Ο Θεσμός αυτός αποτελεί «απόρροια της πεποιθήσεως ότι θεμέλιον και εγγύησις της αληθούς Δημοκρατίας είναι η ισότης όλων αδιακρίτως των πολιτών εις την κτήσιν των αγαθών της παιδείας […] Το Κράτος επωμίζεται του λοιπού όλας τας δια την δημοσίαν εκπαίδευσιν απαιτουμένας δαπάνας»[5].
Η υποχρεωτική εκπαίδευση επεκτείνεται σε 9 πλήρη σχολικά έτη (από το 6ο μέχρι το 15ο έτος της ηλικίας), η οποία περιλαμβάνει:
α) το Δημοτικό, το οποίο παρέχει «την βασικήν μόρφωσιν κατά τρόπον προσαρμοζόμενον εις τον ψυχικόν κόσμον της παιδικής ηλικίας», επί 6 χρόνια (από το 6ο μέχρι το 12ο). 
β) το Γυμνάσιο, γενικό ή τεχνικό (3 τάξεις), που «θα δώση εις τους εφήβους ευκαιρίας να εκδηλώσουν τα ενδιαφέροντά και να αναπτύξουν τας ικανότητάς των δια να επιτύχουν ορθόν προσανατολισμόν εις την ζωήν. Θα προπαιδεύση αυτούς θεωρητικώς και πρακτικώς, είτε για να συνεχίσουν κατόπιν τας σπουδάς των εις ανώτερα σχολεία (γενικής ή επαγγελματικής εκπαιδεύσεως), είτε δια να επιδοθούν εις επαγγέλματα, τα οποία με την σημερινήν εξέλιξιν της Οικονομίας και της Τεχνικής απαιτούν εγκυκλίους γνώσεις υψηλοτέρου επιπέδου εν συγκρίσει προς τας παρεχομένας εις το Δημοτικόν σχολείον». Οι εισιτήριες εξετάσεις από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο καταργούνται ώστε οι απόφοιτοι του Δημοτικού να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη φοίτησή τους για 9 χρόνια, πράγμα το οποίο θα ενέτεινε στην γενική άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του ελληνικού λαού. Η επέκταση της υποχρεωτικής φοίτησης  στο τρίχρονο Γυμνάσιο προβλεπόταν να γίνει σταδιακά και μετά από έκδοση σχετικών Βασιλικών Διαταγμάτων[6].

Ο εμπνευστής της μεταρρύθμισης Ε. Παπανούτσος
Επιπλέον εισάγονται μεταρρυθμίσεις στο πρόγραμμα μαθημάτων των σχολείων της Μέσης Εκπαίδευσης με σκοπό την «ανακαίνισή» του. Στο Γυμνάσιο η διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών θα γίνεται από δόκιμες μεταφράσεις, καθώς «είναι καιρός να απαλλαγώμεν από την προκατάληψιν ότι μόνον εκ του πρωτοτύπου μελετάται το κλασσικόν κείμενον». Έτσι ο μαθητής θα έρθει σε επαφή με τα αγαθά της κλασικής παιδείας, χωρίς πρώτα να μάθει την αρχαία γλώσσα (γραμματική και συντακτικό), διότι «δεν είναι επιτρεπτόν να περιμένωμεν πρώτον να εκμάθη την γλώσσαν των αρχαίων ελληνικών κειμένων και έπειτα να τον φέρομεν εις άμεσον προς αυτά επικοινωνίαν διότι τότε θα έπρεπε και τα τρία έτη του Γυμνασίου να αναλωθούν εις το επίπονον τούτο έργον, χωρίς να προφθάσωμεν τίποτε από τον ωραίον εκείνον κόσμον ιδεών να προσφέρωμεν…». Όμως στα σχολικά βιβλία, θα υπάρχει απέναντι από τη μετάφραση το αρχαίο κείμενο και στην Γ΄ τάξη θα γίνονται ειδικές γραμματικές και φραστικές ασκήσεις από περικοπές αρχαίων κειμένων, ώστε οι μαθητές να γνωρίσουν την μορφή και τους νόμους τους αρχαίου αττικού λόγου. Η εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας αρχίζει από την πρώτη τάξη του Λυκείου, και σύντομα οι μαθητές θα μελετήσουν τα κλασσικά κείμενα από το πρωτότυπο, με αποτελέσματα πιο θετικά από αυτά που έχουν παρατηρηθεί μέχρι τώρα. Στο Γυμνάσιο καταργείται η διδασκαλία της λατινικής γλώσσας «εκ της οποίας το μόνον που κατορθώνουν ανέκαθεν οι μαθηταί των Γυμνασίων μας είναι να ψελλίζουν ολίγας παιδαριώδεις εκφράσεις […] Την Λατινικήν χρειάζονται βεβαίως όσοι αργότερον θα σπουδάσουν φιλολογίαν, θεολογίαν, ίσως και νομικήν. Αυτοί ας τη διδαχτούν εις το Πανεπιστήμιον με συστηματικόν τρόπον…» Οι ώρες που κατείχε στο πρόγραμμα η λατινική δίνονται στην αρχαία ελληνική[7].  
Οι απόφοιτοι του Γυμνασίου εγγράφονται στο Λύκειο (3 τάξεις) μετά από εισαγωγικές εξετάσεις, καθώς επιδιώκεται ο «περιορισμός του πληθωρισμού του πνευματικού προλεταριάτου» και βελτίωση της ποιότητας της μόρφωσης. Στο νυκτερινό Λύκειο η φοίτηση είναι τετραετής.
Καθιερώνεται ενιαίος τύπος Λυκείου σε όλη τη χώρα. Από την Β΄ τάξη όμως θα υπάρχουν εκτός από τα υποχρεωτικά μαθήματα και μαθήματα «κατ’ επιλογήν» ιστορικοφιλολογικά ή φυσικομαθηματικά, τα οποία θα επιλέξει ο μαθητής, ανάλογα με τις ικανότητες και τις προτιμήσεις του. Εισάγεται επίσης η διδασκαλία μαθημάτων απαραίτητων για τους νέους που πρόκειται να ζήσουν σε μια εποχή μεγάλων πολιτικών και οικονομικών μεταβολών όπως: Στοιχεία της Οικονομικής Επιστήμης, Στοιχεία του Δικαίου (Δημόσιου και Ιδιωτικού), Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία και Εισαγωγή στην Φιλοσοφία (σύντομη ιστορία της Φιλοσοφίας και έκθεση των κύριων φιλοσοφικών προβλημάτων).
Το άρθρο 5 ορίζει ότι η Δημοτική Γλώσσα, όπως έχει διαμορφωθεί σε πανελλήνιο εκφραστικό όργανο από τον ελληνικό λαό και τους δόκιμους συγγραφείς, θα χρησιμοποιείται ελεύθερα στον γραπτό και τον προφορικό λόγο σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Θα είναι η γλώσσα του Δημοτικού Σχολείου και των βιβλίων του, ενώ στις δύο τελευταίες τάξεις οι μαθητές θα εξοικειώνονται με κείμενα της καθαρεύουσας. Η  διδασκαλία της καθαρεύουσας (γραμματική και σύνταξη) θα γίνεται στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, παράλληλα με τη διδασκαλία της Δημοτικής και της Αρχαίας γλώσσας, σε όσες τάξεις διδάσκεται η τελευταία. Παράλληλα, ως τα τέλη Αυγούστου 1965 ολοκληρώθηκαν η συγγραφή, η έγκριση και η εκτύπωση εννέα εγχειριδίων για τις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Από τα εννέα, μόνο τα τέσσερα γράφτηκαν ευθύς εξαρχής με βάση τα Αναλυτικά Προγράμματα της μεταρρύθμισης. Τα υπόλοιπα πέντε ήταν επανεκδόσεις για λογαριασμό του κράτους γνωστών βιβλίων[8].
Καταργούνται οι εισιτήριες εξετάσεις στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και καθιερώνεται το Ακαδημαϊκό Απολυτήριο ως τίτλος εγγραφής σε αυτά. Το απολυτήριο το οποίο θα παίρνει μετά τις τελικές εξετάσεις ο απόφοιτος Λυκείου θα σημαίνει την ολοκλήρωση των σπουδών της Γενικής Μέσης Εκπαίδευσης και θα αποτελεί ένα έγκυρο προσόν για κάθε χρήση, εκτός από την εγγραφή στις Ανώτατες Σχολές. Για την είσοδο σε αυτές απαιτείται στο εξής νέος τίτλος, το Ακαδημαϊκό Απολυτήριο, για την απόκτηση του οποίου ο ενδιαφερόμενος έπρεπε να λάβει μέρος σε γραπτές εξετάσεις με κοινά θέματα, πάνω στη διδακτέα ύλη του Λυκείου. Τα γραπτά θα βαθμολογούνται από καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης με την εποπτεία καθηγητών ανωτάτων σχολών. Στον γενικό βαθμό του Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου θα συνυπολογίζονται με ορισμένο συντελεστή και οι βαθμοί ενδεικτικού των δύο τελευταίων τάξεων του Λυκείου. Οι επιτυχόντες θα παίρνουν το Ακαδημαϊκό Απολυτήριο, είτε τον τύπο Α, ο οποίος δίνει δικαίωμα εγγραφής στην Θεολογική, τη Φιλοσοφική και τη Νομική Σχολή, είτε τον τύπο Β, ο οποίος δίνει δικαίωμα εγγραφής στην Φυσικομαθηματική, την Ιατρική, την Οδοντιατρική, την Κτηνιατρική, την Γεωπονική και τις Σχολές του Πολυτεχνείου[9].
Λαμβάνονται μέτρα για την εκπαίδευση των διδακτικών στελεχών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Γενικής εκπαίδευσης και για την επιλογή του Εποπτικού προσωπικού των σχολείων. Η φοίτηση στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες αυξάνεται από 2 σε 3 χρόνια και παράλληλα αναμορφώνεται και εμπλουτίζεται το πρόγραμμα των μαθημάτων τους, ώστε αυτά να προσφέρουν στους μελλοντικούς δασκάλους μόρφωση μεγαλύτερη σε έκταση και βάθος. Στην Μέση Εκπαίδευση παρατηρείται μεγάλη έλλειψη καθηγητών ορισμένων ειδικοτήτων (μαθηματικοί, φυσικοί και καθηγητές ξένων γλωσσών)[10]. Αυτό οφείλεται στην ανυπαρξία αιτήσεων για διορισμό ή στην απροθυμία όσων έκαναν αίτηση να αποδεχτούν θέσεις στην περιφέρεια.  Τα κενά αυτά αναμένεται να πολλαπλασιαστούν με την αύξηση των γυμνασιακών τμημάτων, μετά την καθιέρωση της δωρεάν παιδείας και την αύξηση των ετών της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης καθιερώνεται η υπερωριακή εργασία με ειδική αμοιβή των καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης. Επίσης, εισάγεται ο θεσμός της εντατικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης καθηγητών, με την παρεμβολή και τρίτου εξαμήνου σπουδών κατά τους θερινούς μήνες, έτσι ώστε να πάρουν πιο γρήγορα πτυχίο όσοι φοιτούν στις  «καθηγητικές» σχολές και να χρησιμοποιηθούν στα σχολεία για την κάλυψη των κενών. Ακόμα ρυθμίζονται θέματα στρατολογίας, ώστε να χορηγείται τριετής αναβολή κατάταξης στον στρατό σε πτυχιούχους καθηγητικών σχολών που επιθυμούν να διοριστούν σε σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης[11].
Ιδρύονται στο υπουργείο Παιδείας Συμβούλια Επιλογής Επιθεωρητών που αποτελούνται όχι μόνο από ανώτερους εκπαιδευτικούς αλλά και από ανθρώπους των Γραμμάτων. Αυτά θα επιλέγουν τους άριστους μετά από ειδική δοκιμασία και θα συντάσσουν κάθε χρόνο τον πίνακα αυτών κατά σειρά ικανότητας.
Ιδρύεται Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ως αυτοτελής δημόσια υπηρεσία στην οποία ανατίθενται: α) Η επιστημονική έρευνα των εκπαιδευτικών προβλημάτων β) Η μετεκπαίδευση του διδακτικού προσωπικού των σχολείων γ) η καθοδήγηση του εποπτικού προσωπικού της εκπαίδευσης για την ορθή άσκηση των καθηκόντων του και η εποπτεία της λειτουργίας των σχολείων όλων των τύπων[12].

Το Σχέδιο Νόμου «Περί της Τεχνικής Εκπαιδεύσεως» (Μάϊος 1965) προβλέπει:
Να προσαρμοστεί η Τεχνική Εκπαίδευση στο καθιερωμένο από το Ν.Δ. 4379/1964 σχήμα της 9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης. 
Εισάγεται ένα νέου τύπου σχολείο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης το Τεχνικό Γυμνάσιο, το οποίο θα αποτελεί, μετά το Δημοτικό Σχολείο, μέρος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Θα περιλαμβάνει 3 τάξεις και θα παρέχει τίτλους σπουδών ισοδύναμους με αυτούς τους κοινού Γυμνασίου. Θα έχει τον ίδιο κορμό μαθημάτων με το κοινό Γυμνάσιο και παράλληλα θα παρέχει στοιχειώδεις τεχνικές γνώσεις (θεωρητικές και πρακτικές) με μικρή προσθήκη ωρών (4 ώρες την εβδομάδα στην Α΄, 5 ώρες στη Β΄, και 6 ώρες στη Γ΄), ώστε να διεγείρει την έφεση των  μαθητών προς τα τεχνικά επαγγέλματα. Όσοι αποκτούν απολυτήριο Τεχνικού Γυμνασίου εγγράφονται χωρίς εξετάσεις στις Σχολές Εξειδικεύσεως Τεχνιτών (1-3 χρόνια), όπου θα αποκτούν την ειδικότητα μηχανοτεχνίτου, ηλεκτροτεχνίτου, ξυλουργού, οικοδόμου κ.λπ.. Όσοι όμως αποφοιτούν από το κοινό Γυμνάσιο, για να γίνουν δεκτοί στις Σχολές Εξειδικεύσεως Τεχνιτών, υποχρεούνται να παρακολουθήσουν τα τεχνολογικά μαθήματα και τις συναφείς πρακτικές ασκήσεις της Γ΄ τάξης του Τεχνικού Γυμνασίου  (6 ώρες την εβδομάδα) και μετά από ειδική εξέταση στο τέλος του διδακτικού έτους να πάρουν το απολυτήριο του Τεχνικού Γυμνασίου[13].
Δημιουργείται Τεχνικό Επαγγελματικό Λύκειο (3 χρόνια) το οποίο παρέχει μεγαλύτερης διάρκειας και βαθύτερη τεχνική μόρφωση σε σύγκριση με τις Σχολές Εξειδικεύσεως Τεχνιτών. Σε αυτό εγγράφονται μετά από εισιτήριες εξετάσεις (όπως και στο κοινό Λύκειο) όσοι μαθητές έχουν απολυτήριο είτε του Τεχνικού είτε του κοινού Γυμνασίου. Οι απόφοιτοι των Σχολών Εξειδικεύσεως Τεχνιτών εγγράφονται χωρίς εξετάσεις στην Β΄τάξη των Τεχνικών Λυκείων. Στις Σχολές Υπομηχανικών (3 χρόνια) γίνονται δεκτοί μετά από εισιτήριες εξετάσεις όσοι έχουν απολυτήριο κοινού Λυκείου. Όσοι έχουν απολυτήριο Τεχνικού Λυκείου εγγράφονται μετά  από κατατακτήριες εξετάσεις στην Β΄τάξη των Σχολών Υπομηχανικών σε τμήμα ανάλογο προς το πτυχίο της ειδικότητάς τους. Οι πτυχιούχοι των Σχολών Υπομηχανικών γίνονται δεκτοί μετά από κατατακτήριες εξετάσεις στο Β΄έτος αντίστοιχων προς την ειδικότητά τους Σχολών του Πολυτεχνείου[14].
Ιδρύεται Διδασκαλείο Τεχνικής Εκπαιδεύσεως ώστε τα Τεχνικά Σχολεία να αποκτήσουν διδακτικό προσωπικό τεχνολογικών μαθημάτων με άρτια θεωρητική και πρακτική μόρφωση. Θα περιλαμβάνει δύο τμήματα: το πρώτο (διετούς φοίτησης) θα δέχεται πτυχιούχους των Τεχνικών Λυκείων και θα τους καταρτίζει για να γίνουν δάσκαλοι στα Τεχνικά Γυμνάσια και τις Σχολές Εξειδικεύσεως Τεχνιτών, το δεύτερο (μονοετούς φοίτησης) θα δέχεται πτυχιούχους των Σχολών Υπομηχανικών και θα τους καταρτίζει για να γίνουν καθηγητές των Τεχνικών Λυκείων[15].


Διάρθρωση της Τεχνικής Εκπαίδευσης
Δ΄(Ανωτάτη) Βαθμίς = Πολυτεχνείον.
Γ΄(Ανωτέρα) Βαθμίς = Σχολαί Υπομηχανικών – Διδασκαλείον Τεχνικής εκπαιδεύσεως.
Β΄(Μέση) Βαθμίς = Τεχνικά Λύκεια.
Α΄(Πρώτη) Βαθμίς = Τεχνικόν Γυμνάσιον – Σχολαί Εξειδικεύσεως Τεχνιτών.

Το Σχέδιο Νόμου «Περί ιδρύσεως Πανεπιστημίων» (Μάιος 1965) προβλέπει:
Την ίδρυση στην Αθήνα ενός δεύτερου Πανεπιστημίου, του «Αττικού» το οποίο θα συμπεριλάβει τις Σχολές Α.Σ.Ο.Ε.Ε., Γεωπονική, Πάντειο και Βιομηχανική Πειραιώς. Επίσης προτείνεται η ίδρυση Πανεπιστημίων στα Ιωάννινα και την Κρήτη, παράρτημα του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης στη Λάρισα, και η ίδρυση της Ιονίου Ακαδημίας στην Κέρκυρα με Σχολή Καλών Τεχνών και Τουριστικής Οικονομίας.
Ιδρύθηκαν παράρτημα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στα Ιωάννινα ( Ν.Δ. 735/1964) και το Πανεπιστήμιο Πατρών με τη συμβολή του Ανδρέα Παπανδρέου (Ν.Δ. 4425/1964)[16].


Ελευθερία, 17/11/1963


Η κριτική της μεταρρύθμισης
Η αντίδραση απέναντι στη μεταρρύθμιση ήταν ένας συνδυασμός από ιδεολογικά και συντεχνιακά κίνητρα και προήλθε κυρίως από πρόσωπα και φορείς που και άλλοτε είχαν αντιταχτεί, με τα ίδια επιχειρήματα, σε μεταρρυθμιστικές προσπάθειες: Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων, εκκλησιαστικοί κύκλοι, Κωνσταντίνος Γεωργούλης[17], Ομοσπονδία λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως (μετά τους πρώτους ενθουσιασμούς).
Αιχμή της πολεμικής αποτέλεσε, όπως και στις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις, η δημοτική γλώσσα με τα παρεπόμενά της (αθεΐα, αντεθνικότητα, αριστερισμός), η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από μεταφράσεις, η κατάργηση των λατινικών και η εισαγωγή νέων μαθημάτων, κυρίως των Στοιχείων Δημοκρατικού Πολιτεύματος στο Γυμνάσιο[18].  Επικρίθηκαν ακόμα η εξαγγελία για «δωρεάν παιδεία» που θεωρήθηκε παραπλανητική γιατί δεν κάλυπτε όλες τις δαπάνες (γραφική ύλη μαθητών, έξοδα διαμονής φοιτητών κ.λπ.) και η ίδρυση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ως «μεταφύτευσις εις την Χώραν μας ξένου εκπαιδευτικού θεσμού»[19]. Την ίδια περίοδο αναπτύχθηκε διαμάχη για το βιβλίο της Β΄ Γυμνασίου Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική του Κώστα Καλοκαιρινού, το οποίο χαρακτηρίστηκε «προπαγανδιστικό φυλλάδιο» και επικρίθηκε έντονα ως αντίθετο με τις θέσεις της επίσημης εθνικής ιστορίας, και με τον στόχο που οφείλει να έχει κάθε σχολική ιστορία: την ενστάλαξη του εθνικού φρονήματος στη συνείδηση των μαθητών[20].
Στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή για το νομοσχέδιο για την Γενική εκπαίδευση, η επιχειρηματολογία της αξιωματικής αντιπολίτευσης (κόμμα της ΕΡΕ με βασικούς εισηγητές του Π. Κανελλόπουλο και Κ. Τσάτσο) επικεντρώθηκε στην υπεράσπιση της κλασικής παιδείας και στην επισήμανση των δυσκολιών που θα παρουσιάζονταν κατά την εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών μέτρων. Παράλληλα, ο εμπνευστής της μεταρρύθμισης Ε. Παπανούτσος κάλεσε τους διάφορους φορείς (κόμματα, τύπο, οργανώσεις) να «συζητήσουν νηφάλια και ειρηνικά το πρόγραμμα της ανακαίνισης της Εθνικής μας Παιδείας»[21].


Η τύχη της μεταρρύθμισης
Η μεταρρύθμιση του 1964 αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια αστικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής εκπαίδευσης διότι επιδιώκει να συνδέσει το σχολείο με την κοινωνία και την οικονομία. Δεν πρόλαβε όμως να γίνει πραγματικότητα, αφού τα νομοσχέδια , με εξαίρεση το Ν.Δ. 4379, δεν έγιναν νόμοι του κράτους. Οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις του 1965 (Ιουλιανά, πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου και πολιτική ρευστότητα των δύο πρώτων «κυβερνήσεων της αποστασίας») ανέκοψαν την πορεία της. Ο Παπανούτσος απομακρύνθηκε από το υπουργείο Παιδείας και τη θέση του κατέλαβε ο πολέμιος της μεταρρύθμισης Αθανάσιος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος σύστησε επιτροπές για να αποφανθούν αν τα νέα βιβλία θα διανέμονταν στα σχολεία ή θα στέλνονταν «προς πολτοποίησιν». Παράλληλα, επιχείρησε να σπιλώσει τους μεταρρυθμιστές κατηγορώντας τους για προχειρότητα και οικονομική κακοδιαχείριση.
Η μεταρρύθμιση καταργήθηκε σταδιακά το 1967 από τη δικτατορία των συνταγματαρχών: οι σπουδές στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες έγιναν πάλι διετείς, το μάθημα της Αγωγής του Πολίτη καταργήθηκε με τηλεγραφική διαταγή προς τα σχολεία, και η λειτουργία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ανεστάλη. Το μόνο που έμεινε ήταν  η «δωρεάν παιδεία» που επεκτάθηκε με την διανομή δωρεάν βιβλίων και στην τρίτη βαθμίδα, εξασφαλίζοντας τον έλεγχο του περιεχομένου των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων[22].

Συμπερασματικά, η μεταρρύθμιση του 1964 μπορεί να χαρακτηριστεί ως η δυναμικότερη στην ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης, αφού επιχείρησε να μεταρρυθμίσει και τις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Οι σημαντικότερες καινοτομίες που εισήγαγε ήταν: Η καθιέρωση της δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες, που συνετέλεσε στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού και παρείχε το δικαίωμα στη μόρφωση σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στο Δημοτικό σχολείο και η ισοτιμία της με την καθαρεύουσα στη μέση εκπαίδευση. Η θεσμοθέτηση της τεχνικής εκπαίδευσης.


[1] Αλέξης Δημαράς, «Σχολική εκπαίδευση, Οι νέες μεταρρυθμίσεις», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (1770-2000), τόμ. 9ος (Νέοι Ελληνικοί προσανατολισμοί: ανασυγκρότηση και ανάπτυξη), εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 178, σσ. 167-180.
[2] Χαράλαμπος Νούτσος, Προγράμματα Μέσης Εκπαίδευσης και κοινωνικός έλεγχος (1931-1973), εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1999, σ. 274.
[3] Το δεύτερο και το τρίτο νομοσχέδιο δεν συζητήθηκαν στη Βουλή λόγω πολιτικών εξελίξεων, της «αποστασίας», τον Ιούλιο του 1965 και όσων την ακολούθησαν  (Αλέξης Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε (Τεκμήρια Ιστορίας), τόμ. Β΄: 1895-1967, εκδ. Το Βήμα, Αθήνα 2017, σ. 267).
[4] Σήφης Μπουζάκης, Νεοελληνική Εκπαίδευση (1821-1999), εκδ. Gutenberg, Αθήνα 20034, σ. 122.
[5] Ο Γεώργιος Παπανδρέου κατά την αγόρευσή του στη Βουλή με αφορμή τη συζήτηση του Ν.Δ. 4379/1964 (1-9-1964) ανέφερε: «Αναγράφεται λοιπόν εις τον τρέχοντα προϋπολογισμόν δαπάνη πρόσθετος για την δωρεάν παιδείαν 350 εκατομμύρια, τα οποία τώρα είναι πολύ περισσότερα, λόγω των προβλεπομένων αυξήσεων του αριθμού. Και υπάρχει και ο ταυτόχρονος τριπλασιασμός των υποτροφιών εις 60 εκατομμύρια. Επομένως, από τούδε, διαθέτομεν δια την δωρεάν παιδείαν πλέον των 400 εκατομμυρίων τα οποία πορεύονται προς τα 500, προς το ήμισυ δισεκατομμύριον. Οι αριθμοί απαντούν. Αν ο λαός δεν το είχε τότε αντιληφθή, τώρα πλέον το αντιλαμβάνεται.» («Συνεδρίασις ΚΕ. Αγόρευση του Γεωργίου Παπανδρέου στη Βουλή με αφορμή τη συζήτηση του Ν.Δ. 4379 (1-9-1964)», στο Σήφης Μπουζάκης Γεώργιος Α. Παπανδρέου 1888-1968, Ο πολιτικός της Παιδείας, τόμ. Β΄: 1933-1968, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1999, σ. 373).
[6] «Εισηγητική Έκθεσις του Ν.Δ. 4379/1964 «Περί Οργανώσεως και Διοικήσεως της Γενικής (Στοιχειώδους και Μέσης) Εκπαιδεύσεως», στο Σήφης Μπουζάκης, Γεώργιος Α. Παπανδρέου 1888-1968, ό.π., σσ. 336-339.
[7] Στο ίδιο, σσ. 347-351.
[8] Χάρης Αθανασιάδης, Τα αποσυρθέντα βιβλία, Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2015, σσ. 148-149.
[9] «Εισηγητική Έκθεσις του Ν.Δ. 4379/1964», ό.π., σσ. 351-353.
[10] Την 29η Φεβρουαρίου 1964, σύμφωνα με αναφορά της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας, στα Γυμνάσια υπήρχαν 471 κενά Μαθηματικών, 422 κενά Φυσικών και 416 κενά καθηγητών ξένων γλωσσών, αγγλικής και γαλλικής (Στο ίδιο, σ. 354).
[11] Στο ίδιο, σσ. 353-355.
[12] Αλέξης Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, ό.π., σσ. 269-274.
[13] «Εισηγητική Έκθεσις επί του Σχεδίου Νόμου «Περί της τεχνικής εκπαιδεύσεως» (Μάϊος 1965)» στο Σήφης Μπουζάκης Γεώργιος Α. Παπανδρέου (1888-1968), ό.π., 364-367.
[14] Στο ίδιο.
[15] Στο ίδιο.
[16] Σήφης Μπουζάκης, Νεοελληνική εκπαίδευση (1821-1999), ό.π., σ. 125.
[17] Ο Κ. Γεωργούλης (1894-1968) ενώ προπολεμικά ήταν δημοτικιστής, μετά τον εμφύλιο έγινε ένας συντηρητικός διανοούμενος του εκπαιδευτικού χώρου και οπαδός της καθαρεύουσας. Θεωρείται μάλιστα ο εμπνευστής του Α.Ν. 1823/1951 στον οποίο για πρώτη φορά αναγράφηκε ως ένας από τους σκοπούς της εκπαίδευσης η μεταλαμπάδευση στους μαθητές των αξιών του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». (Χάρης Αθανασιάδης, ό.π., σσ. 149-150.)
[18] Η κριτική στο βιβλίο ασκήθηκε κυρίως από εισηγητή της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κ. Τσάτσο, ο οποίος θεώρησε «εντελώς περιττό, το ότι στο Νόμο εμπήκε και μάθημα περί «δημοκρατικού πολιτεύματος». Ποίου πολιτεύματος, τυχόν, θα έπρεπε να γίνη μάθημα; Αφού το πολίτευμά μας είναι δημοκρατία! Είναι εκδήλωσις πείσματος η διατύπωσις αυτής της λέξεως και όχι ουσίας […] Και υποψίας, ότι μπορεί αργότερον να έρθη ένας Υπουργός, να διατάξη την διδασκαλίαν του ολοκληρωτικού ή του φασιστικού πολιτεύματος!» (Αλέξης Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, ό.π., σ. 289).
[19] Στο ίδιο, σ. 279.
[20] Χάρης Αθανασιάδης, ό.π., σσ. 157-159.
[21] Ε.Π. Παπανούτσος, «Η ώρα των κρίσεων», Το Βήμα, 16-7/1964, στο Σήφης Μπουζάκης Γεώργιος Α. Παπανδρέου (1888-1968), ό.π., σσ. 435-437.
[22] Αλέξης Δημαράς, «Σχολική εκπαίδευση, Οι νέες μεταρρυθμίσεις», ό.π., σ. 179-180.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου