Μαριάνθη Μπέλλα
Η έπαυλη
κτίστηκε το 1831 από τον Βρετανό ναύαρχο Πότνεϋ Μάλκολμ, αντικαταστάτη του
Κοδριγκτώνος στη διοίκηση της αγγλικής ναυτικής μοίρας της Μεσογείου. Τα σχέδιά
της εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες Σταμάτιος Κλεάνθης και Έντουαρντ Σάουμπερτ.
Στον Μάλκολμ
άρεσε το κλίμα και τα τοπία της Αθήνας. Γι'αυτό αγόρασε μεγάλο κτήμα δέκα
στρεμμάτων από Τούρκους γαιοκτήμονες κοντά στο «χωριό Πατήσια, μισή ώρα μακριά
από την πόλη». Στην έκταση αυτή αποφάσισε να κτίσει την έπαυλή του, πάνω σε
ύψωμα για να μπορεί να επιβλέπει άνετα τον αγγλικό στόλο, που ήταν αραγμένος
στο Φάληρο. Η περιοχή ήταν τότε ερημική και η ανασφάλεια μεγάλη. Έτσι, οι
εργάτες που δούλευαν για την κατασκευή της έπαυλης και οι αρχιτέκτονες που
επέβλεπαν τις οικοδομικές εργασίες πήγαιναν οπλισμένοι λόγω του φόβου των
ληστών. Τα οικοδομικά υλικά μεταφέρονταν με δύο δίτροχα κάρα, πρωτοφανή
μεταφορικά μέσα για την εποχή εκείνη, τα οποία ο Μάλκολμ είχε φέρει από την
Μάλτα. Για το κτίσιμο της έπαυλης ξόδεψε ένα τεράστιο για την εποχή ποσό (3.000
λίρες), θέλοντας με την ενέργεια αυτή να εκφράσει τα φιλελληνικά του αισθήματα,
αλλά και την αισιοδοξία του για το μέλλον της Ελλάδας.
Ο Μάλκολμ
έμεινε στην έπαυλη μέχρι το 1842. Στη συνέχεια αυτή κατοικήθηκε από
επιφανείς ενοίκους, όπως από τον Ρώσο πρέσβη στην Αθήνα Αλέξανδρο Οζερώφ, τον
Γάλλο πρέσβη Τεομπάλντ Πισκατορύ, τη Δούκισσα της Πλακεντίας Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρέν και τον
ιστορικό της Επανάστασης και πολιτικό Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ο γιος του τελευταίου, ο πολιτικός
και πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, την πούλησε στον Συριανό λογοτέχνη και
φιλότεχνο Δημήτριο Ροδοκανάκη.
Το 1902 η έπαυλη
νοικιάστηκε και στέγασε το Άσυλο Ανιάτων, το οποίο είχε δημιουργηθεί από τον
Σύλλογο Κυριών "Η Καλή προαίρεσις" και μέχρι τότε στεγαζόταν σε
ανεπαρκές κτίριο. Το καταστατικό και ο εσωτερικός κανονισμός του Ασύλου
επικυρώθηκαν τον Ιούνιο του 1893 με βασιλικό διάταγμα και όριζαν ότι στο Άσυλο
θα γινόταν δεκτός «πας ασθενής πάσχων εξ ανιάτου νόσου, εντελώς άπορος και
πάσης εθνικότητος πλην των φρενοβλαβών, των πασχόντων εκ μεταδοτικών νοσημάτων,
των φυματιόντων και των νηπίων». Στο διοικητικό συμβούλιο συμμετείχαν πολλές
Αθηναίες γνωστές για τη φιλανθρωπική τους δράση. Πρόεδρος ήταν η Ναταλία
Σούτσου, ταμίας η Ζωή Βαλτινού, γραμματέας η Μπέση Μάσσωνος και σύμβουλοι η
Καλλιρρόη Παρρέν, αρχισυντάκτρια της «Εφημερίδος των Κυριών», η Μαρία Α. Πάλλη,
η Ελένη Μητσάκη, η Ερμιόνη Ιορδανοπούλου και πολλές άλλες.
Το 1905 η
έπαυλη αγοράστηκε με χρήματα φιλάνθρωπων και έγινε ιδιοκτησία του Ασύλου. Με
την πάροδο του χρόνου, το κτίριο υπέστη προσθήκες και αλλοιώσεις και σήμερα
στεγάζει τις διοικητικές υπηρεσίες του Ασύλου. Καθώς οι αιτήσεις των ασθενών
αυξάνονταν, ανοικοδομήθηκαν στο βάθος του κήπου δύο μεγάλες πτέρυγες που
σταδιακά επεκτάθηκαν και έτσι δόθηκε η δυνατότητα για περισσότερα κρεβάτια.
Σήμερα το Άσυλο Ανιάτων είναι φιλανθρωπικό σωματείο ιδιωτικού δικαίου,
διοικείται από 15μελές συμβούλιο και οι πόροι του προέρχονται από μισθώματα και
πωλήσεις ακινήτων, δωρεές και κληρονομιές φιλάνθρωπων. Στο Άσυλο απασχολούνται
110 εργαζόμενοι και φιλοξενούνται περίπου 180 ασθενείς. Διανύει τον δεύτερο
αιώνα της κοινωνικής προσφοράς του στους χρονίως πάσχοντες, για την οποία
άλλωστε έχει βραβευτεί πολλές φορές από τον πολιτεία.
Στα δυτικά της
έπαυλης Μάλκολμ (σημερινή συμβολή της Νάξου με την Καλλιφρονά) προπολεμικά
υπήρχε βουστάσιο, οι ιδιοκτήτες του οποίου μοίραζαν γάλα στα σπίτια της
περιοχής. Σήμερα, στο ίδιο σημείο αναπτύσσεται ο κήπος του Ασύλου με σιντριβάνι και πανύψηλα Τζακαράντα, που με τα μωβ φίνα άνθη τους
σηματοδοτούν κάθε χρόνο τον ερχομό της άνοιξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου