Μαριάνθη Μπέλλα
19ος
αιώνας
«Πάλιν
στα Πατήσια, τα Κάτω λεγόμενα τότε. Στο σπίτι ενός ηλικιωμένου, ψηλόχοντρου, με
φουσκωμένα μάτια και με αθηναϊκά κοντοβράκια κτηματίου, Κοπίδη επονομαζομένου
[…] Το σπίτι αυτό ήτο ένα ψηλό, τετραγωνικό οικοδόμημα, από τα εξοχικά των
Αθηναίων πυργάκια, όπως τα ονόμαζαν. Δεν διετήρει πλέον τα ψηλά, μικρά
παραθυράκια και την μικρήν και στενήν είσοδον των πύργων αυτών της
τουρκοκρατίας με αμυντικά κατά των ληστών και των μικροεπιδρομέων οχυρώματα […]
Απέναντί μας ήτο το παλιόν και ωραίον εξοχικόν σπίτι του Σταύρου Βλάχου. Εις
αυτό παρέμεινε η γριά Βλάχενα, από την διαπρεπή των Αθηνών οικογένειαν των
Τρικαλινών, με τον μεγάλον της υιόν Άγγελον, ο οποίος όμως σπανίως εφαίνετο, απασχολημένος
στας Αθήνας, εξ αιτίας των εργασιών του» (Καμπούρογλου, Δ. Γρ., Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής 1852-1932, Βιβλιοπωλείο Δ.Ν.
Καραβία, Αθήνα MCMLXXXV, σσς. 288-290).
«Απ’
την Ομόνοια όμως το τραμ συνεχίζει. Φτάνει τώρα μέχρι τα Πατήσια. Έχει πολλές
ενδιάμεσες στάσεις. Μια απ’ αυτές είναι στη μπυραρία του Κλωναρίδη. Δίπλα στο
εργοστάσιο της μαύρης μπύρας του Μονάχου έχει ανοίξει ένα θαυμάσιο κέντρο με
ωραιότατο κήπο και πολυτελέστατα σαλόνια. Εκεί συγκεντρώνονται εκλεκτές
συντροφιές […] Στην οδό Πατησίων υπάρχουν πολλές ωραίες επαύλεις με ολάνθιστους
κήπους. Την άνοιξη μάλιστα με τ’ ανθισμένα δέντρα μοσχοβολάει το τόπος […]
Ανάμεσα στα σπίτια υπάρχουν ακόμη πολλά περιβόλια. Όσο μάλιστα προχωρείς προς
το τέρμα Πατησίων τα χωράφια είναι φυτεμένα με λογής-λογής λαχανικά. Η
Πατησιώτικη πατάτα είναι ονομαστή στην Αθήνα. Δεν λιώνει και οι νοικοκυρές την
προτιμούν»
(Καιροφύλας, Γ., Η
Αθήνα της Μπελ Επόκ, εκδ. Ίρις, Αθήνα 2001, σσ. 29-30).
«Η χθεσινή εορτή της Πρωτομαγιάς. Εν Αθήναις και Πειραιεί
Η οδός Πατησίων
Εξ' όλων των οδών της πόλεως η την μεγαλειτέραν κίνησιν συγκεντρούσα και πληρεστέρα την εικόνα της εορτής της Πρωτομαγιάς δίδουσα, ήτο η οδός Πατησίων. Από της πλατείας Ομονοίας μέχρι του Ποδονίφτη, η οδός αύτη διεσχίζετο υπό τεσσάρων ρευμάτων επωχουμένων ανθρωπίνων μαζών. Το αυτοκίνητον του πλουσίου ηκολούθη το μόνιππον το οποίον μετέφερε τα μέλη μιας οικογενείας προηγούμενον της "βιττωρίας" του δανδή και του ευπόρου αστού.
Τα τραμ κατήρχοντο και ανήρχοντο στολισμένα με άνθη, φέροντα εις τα εξοχικά κέντρα των Πατησίων άλλον πλήθος.
Φαινόμενον παράδοξον, παρατηρούμενον μόνον εφέτος ίσως, ότι εις τα αμάξια και αυτοκίνητα οι εορτασταί της Πρωτομαγιάς εστιβάζοντο ο εις επί του άλλου ενώ εις τα τραμ επεκράτη θαυμαστή τάξις και ευρυχωρία πρωτοφανής. Ευθύς ως συνεπληρούτο ο κεκανονοσμένος αριθμός των επιβατών, χωροφύλακες επί τούτω τεταγμένοι, απηγόρευον την είσοδον εις τους μη προλαβόντας να εισέλθουν.
Η θεαματικωτέρα όμως απόλαυσις δια τον διασχίζοντα την οδό Πατησίων ήτο το πλαίσιον των εξωστών και των παραθύρων. Εκεί ήνθιζε ζων ο "Μάης", εκεί τα άνθη είχον εμψυχωθή. Δεν υπήρχεν εξώστης και παράθυρον το οποίον να μην είχε καταληφθή από κυρίας και δεσποινίδας. Εφ' όσον κατήρχετό τις προς την Αλυσσίδα τόσον η εορτή καθίστατο εκφραστικωτέρα και λαϊκωτέρα.
Εις την Αλυσσίδα
Η Αλισσίδα όπως πάντα και χθες κατείχε τα σκήπτρα της κινήσεως. Τα δύο τρίτα τουλάχιστον των εορταστών υπεδέχθησαν εκεί τον Μάη.
Η κίνησις ήρχισε ενωρίς το απόγευμα ογκουμένη διαρκώς δια να φθάση εις το ζενίθ προς το βράδυ.
Τραμ, αυτοκίνητα, αμάξια καταφθάνουν διαρκώς υπερπλήρη και αποβιβάζουν τους εορταστάς, οι οποίοι σπεύδουν διαγκωνιζόμενοι ν' ανεύρουν θέσεις εις τα κέντρα και τους πέριξ κήπους. Τα υπαίθρια ανθοπωλεία με τους κρεμασμένους μάηδες προσδίδουν μίαν γραφικότητα εις το εν γένει θέαμα [...].
Το θεατράκι της Αλυσσίδας δια προγραμμάτων προαναγγέλει παραστάσεις... μέχρι πρωίας. Και τρέχουν οι θεαταί και πλημμυρίζουν την πλατείαν του.
Το "Αϊ Λάϊφ" υπερπλήρες επίσης, καθώς και οι κήποι των παραπλεύρως ζυθοπωλείων. Εις τα "Παναθήναια" αληθινή κοσμοπλημμύρα. Κάτω από τα δένδρα αμέτρητοι οι εορτασταί. Από τα λαικώτερα κέντρα ακούονται οι ήχοι λατέρνας και φωνογράφων [...].
Κατά τας μεσονυκτίους ώρας ήρχισε επικρατούν κάποιο κέφι, το οποίον εζωήρευε εφ' όσον η ώρα προχωρούσε. Τα τραμ μέχρι των πρωινών ωρών πηγαινοήρχοντο στενάζοντα υπό το βάρος αμετρήτων εορταστών» (Εμπρός, 1/5/1916, σ. 2).
«... Ήρθεν ο Παύλος ο <...>ρίτης κι' αποφασίσαμε να γιορτάσουμε μαζί την παραμονή του Μάη. Εδειπνήσαμε νωρίς. Στας 7 πήγαμε στα Πατίσσια. Ο κόσμος ανέβαινε και κατέβαινε. Αλλά η εορτή δεν έχει καμμιά διοργάνωση. Δεν πηγάζει από παράδοσιν, δεν έχει τύπον, ούτε νεωτέραν διάταξιν πηγαίνουν όλοι όπως μπορούν άλλοι γυρίζουν. Αγοράζουν ένα στεφάνι. πίνουν λίγο στα καφενεία και τις μπύρες. Τρώγουν κάτι και γυρίζουν. Αυτό κάνουν όλοι ποιος ενωρίτερα ποιος αργότερα. Όλοι με πόζα χωρίς ευθυμία, χωρίς λήθη του εγώ. Ούτε ένα άνθος δεν προσφέρεται ούτε ρίχνεται. Ούτε συμβολισμός στα άνθη. ούτε αίσθηση της φ<...> της ωραίας εορτής. Μουσικοί πλανόδιοι παίζουν ότι τύχει. Λείπουν και τα κατημέρια, οι μυζυθρόπηττες, οι λουκουμάδες, τα ωραία πικ-νικ στη Σμύρνη. Μόνον η κίνηση είναι μεγάλη. αμάξια, τραμ, λεωφορεία, σούστες και σκόνη σκόνη που νομίζει κανείς ότι όλοι είναι αλευράδες. Αυτά είταν που είδα εκεί έξω που έμεινα σχεδόν έως τις δώδεκα...» Ημερολόγιο, 24 Απριλίου - 6 Μαϊου 1903. (Γληνός, Δ., Άπαντα, τόμ. Α΄, εκδ. Θεμέλιο 1983, σ. 443).
Μεσοπόλεμος
«Κι
αφού δεν μπορούσανε να πάνε μακριά, αποφασίσανε να κατηφορίσουν την οδό
Πατησίων κι όπου τους βγάλει η άκρη! Έτσι για ν’ ανασάνουνε λιγάκι τον αέρα του
υπαίθρου, να χαρούνε τα χλοϊσμένα λιβάδια και τα φουντωμένα περιβόλια και να
λουστούνε στην πλημμύρα του φωτός. Χρόνια είχανε να κάνουν αυτόν τον αναπάντεχο
περίπατο: από φοιτητές, όταν η Αλυσίδα με τα θέατρά της, τις
ταραντέλες της και τα ρεστοράν της ήτανε το πρώτο εξοχικό κέντρο της Αθήνας» (Βάρναλης, Κ., Αττικά. 400 χρονογραφήματα (1939-1958) για
την Αθήνα και την Αττική, φιλολογική επιμέλεια–κείμενα Ν. Σαραντάκος, εκδ.
Αρχείο, Αθήνα 2016, σ. 392).
«Στα
πολύ μικρά μου χρόνια, πριν αρχίσει ο πόλεμος και πριν πάω ακόμα στο σχολείο,
πηγαίναμε στην Αγία Παρασκευή. Στο δρόμο περνούσαμε από το βουστάσιο του
Φιλίππου. Η μυρωδιά από τις αγελάδες και το σανό ερχόταν βαριά ως έξω γιατί το
βουστάσιο ήταν υπαίθριο μ’ ένα απλό στέγαστρο για τις αγελάδες. Είχα μπει μέσα
και ήξερα πώς είναι. Η γιαγιά μου διηγόταν πως από ‘κει έπαιρνε το γάλα όταν
ήμουν μωρό. Είχε μάλιστα απαιτήσει να της δίνουν από μια ορισμένη αγελάδα που
την είχε ξεχωρίσει σαν την πιο υγιή» (Σεϊζάνη, Ρ., Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τα Πατήσια,
εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 2007, σσ. 43-45).
«Καθώς προχωρούσε προς την οδό Πανεπιστημίου, άλλαξε
γνώμη. Προτίμησε να πάει στην Πλατεία Αγάμων, όπου σύχναζε ο Ρομπέρ Κοέν, και
πήρε σιγά, με τα πόδια την οδό Πατησίων. Όταν έφτασε στου Αγγελοπούλου, είχε
νυχτώσει ολότελα. Ο δρόμος ήταν κακοφωτισμένος κι οι πάροδοι σκοτεινές. Μια
ελαφρότατη ανοιξιάτικη ομίχλη μισοσκέπαζε τα πράματα. Ο Βάσιας περπατούσε
αρκετά αφηρημένος. Ένα ταξί, στρίβοντας να μπει στην οδό Τροίας, παρ’ ολίγο να
τον χτυπήσει» (Καραγάτσης, Μ., Γιούγκερμαν, τόμ. Α΄, εκδ. Real News, Αθήνα 2014, σσ.
392-393).
Πόλεμος-Κατοχή
«Φτάσαμε
στην πλατεία Αγάμων. Στην Πατησίων γινότανε χαμός. Περνούσαν φορτηγά γεμάτα
στρατιώτες. Τραγουδούσαν κι ο κόσμος τους πετούσε λουλούδια. Στα τραμ και τα
λεωφορεία ο κόσμος ξεχείλιζε και κρεμότανε σαν τσαμπιά από τις πόρτες.
Μπερδευτήκαμε με το πλήθος.
-Αν χαθούμε, φώναξε ο θείος Θεόδωρος, σε μισή ώρα ραντεβού στο σπίτι μας.
Ο κόσμος με είχε σπρώξει και είχα ξεμακρύνει λίγο. Μια γριούλα δίπλα μου σταυροκοπιόταν και φώναζε στους στρατιώτες:
- Στο καλό, στο καλό[...].
Μπήκαμε σπίτι. Ο μπαμπάς ούτε μας πρόσεξε, ήτανε κολλημένος στο ραδιόφωνο. Τη μαμά τη βρήκαμε στο δωμάτιο της Θοδώρας να γαζώνει ένα σκούρο ύφασμα.
-Καλά που το είχα, έκανε μόλις μας είδε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της, πρέπει να βάλουμε διπλές κουρτίνες να μην περνάει καθόλου το φως. Το είπαν στο ραδιόφωνο [...]
Κι οι μέρες περνούσαν κι ο στρατός μας όλο νικούσε. Πήραμε το Αργυρόκαστρο, πήραμε το Τεπελένι. "Ακόμα και στη Ρώμη θε να στήσουμε σημαία ελληνική" ακούγεται όλη μέρα η φωνή στης Βέμπο στο ραδιόφωνο. Ο μπαμπάς πήγε στη δουλειά του στην τράπεζα. Μόνο τα σχολεία δεν ανοίγουν, κι εμείς βαριόμαστε, και το χειρότερο, μας δώσανε να πλέκουμε κάλτσες για τον στρατό» (Ζέη, Α., Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, εκδ.
Μεταίχμιο, 2013, σ. 168-172).
«Για μας στην Αθήνα, εκείνος ο χειμώνας
ήταν μεγαλειώδης και όχι πικρός σαν αυτόν του χιονιού. Κάθε τόσο χτυπούσαν οι καμπάνες κι έκλειναν
τα σχολεία από χαρά. Οι γείτονες
έβγαιναν στις πόρτες και φώναζαν ο ένας στον
άλλον: «έπεσε το Αργυρόκαστρο, έπεσε η Κορυτσά!.
Είχαμε όλοι έναν μεγάλο χάρτη της Αλβανίας
κρεμασμένο στον τοίχο. Βλέπαμε πόλεις, χωριά και βουνά με το υψόμετρό τους.
Βάζαμε χάρτινες σημαιούλες στα μέρη που έπαιρνε ο στρατός μας. Μικρές ελληνικές
σημαιούλες που τις πουλούσαν έτοιμες στα χαρτοπωλεία, με τις καρφίτσες
κολλημένες πάνω τους. Είχαμε πάρει και μπλε κόλλες, ίδιες με αυτές που ντύναμε τα τετράδιά μας.
Είχαμε σκεπάσει τα τζάμια με μια έξυπνη ευρεσιτεχνία για συσκότιση. Το μπλε
χαρτί ήταν στερεωμένο πάνω στην κάσα του παραθύρου με πινέζες, αλλά μόνο στο
επάνω μέρος.
Το πρωί τυλίγαμε την μπλε κόλλα ρολό προς
τα πάνω και τη δέναμε με μια κορδέλα. Το βράδυ την αφήναμε να πέσει κάτω. Έτσι
είχαμε φως τη μέρα και συσκότιση τη νύχτα. Για να μη σπάσουν τα τζάμια από τους
βομβαρδισμούς και μας τραυματίσουν, τους είχαμε κολλήσει άσπρες χάρτινες
ταινίες.
Στα Πατήσια ευτυχώς δεν είχαμε
βομβαρδισμούς κι έτσι ξεχνούσαμε τη συσκότιση. Κάποιος πιο ευσυνείδητος
γείτονας ή ο αστυφύλακας που περιπολούσε χτυπούσε το τζάμι για να μας το
θυμίσει. Όσο πολεμούσαμε μόνο με τους Ιταλούς, άρχιζε καμιά φορά να χτυπάει συναγερμό η σειρήνα. Τις πρώτες
μέρες τρέχαμε στα καταφύγια. Ποτέ όμως δεν ακούσαμε να πέφτουν βόμβες. Οι
εφημερίδες έγραφαν πως τα ιταλικά αεροπλάνα φοβούνταν τα δικά μας αντιαεροπορικά
και περνούσαν πολύ ψηλά. Έτσι, βαρεθήκαμε το άνοιξε-κλείσε για τη συσκότιση,
κιτρίνισαν τα μπλε χαρτιά, σκίστηκαν και δεν αντικαταστάθηκαν.
Τα πράγματα χειροτέρεψαν την άνοιξη όταν επιτέθηκαν οι Γερμανοί. Όλοι παγώσαμε όταν ακούσαμε πως ήρθε η σειρά μας. Ο πατέρας μου είπε "δεν πειράζει, θα τους νικήσουμε κι αυτούς", αλλά ήταν σαν ψεύτικη η φωνή του [...]
Ήταν
ωραία στο νηπιαγωγείο στην Παμμακάριστο, τάξεις με μεγάλα παράθυρα που κοίταζαν
τον ήλιο, διάδρομοι απλόχωροι, όπου, όταν έβρεχε, κάναμε διάλλειμα και παίζαμε
κιόλας. Οι καλόγριες που λειτουργούσαν το σχολείο, δασκάλες, καθαρίστριες,
μαγείρισσες ήταν ευχάριστες ή στρυφνές κατά περίπτωση […] Στην Κατοχή η
Παμμακάριστος εξακολουθούσε να είναι σχολείο και κάθε μεσημέρι οι καλόγριες
μοίραζαν συσσίτιο, όχι μόνο στις μαθήτριές τους αλλά και σε πολλά κορίτσια της
γειτονιάς που πήγαιναν σ’ άλλα σχολεία» (Σεϊζάνη, Ρ., Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τα Πατήσια,
εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 2007, σσ. 12-14, 29-30).
«Η οικογένεια Καραγιάννη, με τα επτά παιδιά, ήταν εγκατεστημένη πριν απ' τον πόλεμο του '40 σε μια διώροφη μονοκατοικία, στην οδό Λήμνου αρ. 1. Η περιοχή αυτή εθεωρείτο μια "καλή γειτονιά", με την ευρύτερη έννοια, της Πλατείας Αμερικής, την οποία οι τότε Αθηναίοι ονόμαζαν "Πλατεία Αγάμων". Οι οικογένειες οι οποίες κατοικούσαν εκεί ανήκαν στη λεγόμενη μεσοαστική τάξη, και μάλιστα στην αρκετά ευκατάστατη κλίμακά της. Υπήρχαν φυσικά και πτωχότερες μικροαστικές οικογένειες που ζούσαν σε μικρές μονοκατοικίες.
Η Λέλα πριν απ' τον πόλεμο είχε ασχοληθεί εντατικά με φιλανθρωπικά έργα. Είχε δε ιδιαίτερα αδυναμία στα παιδιά και συχνά φιλοξενούσε παιδόκοσμο στο σπίτι της [...]
Οι Αθηναίοι που σύχναζαν στην περιοχή της αρχής της οδού Πατησίων θυμούνται το αρωματοπωλείο Καραγιάννη κοντά στη στοά Φέξη, το οποίο λειτουργούσε και μεταπολεμικώς.
Μέσω του αρωματοπωλείου και της φαρμακαποθήκης προσφέρθηκαν μεγάλες υπηρεσίες στην Αντίσταση, καθώς με έσοδά τους καλύφθηκαν συχνά οι οικονομικές ανάγκες του Αγώνα. Η Λέλα βρισκόταν συχνά εκεί και σε ορισμένες περιπτώσεις το αρωματοπωλείο μετατράπηκε σε "επιχειρησιακή βάση" της οργάνωσης που ίδρυσε η Καραγιάννη και εύστοχα ονομάστηκε "Μπουμπουλίνα" (Ζαούσης Αλ., Λέλα Καραγιάνη Η Μπουμπουλίνα της Κατοχής 1941-1944, εκδ. Ωκεανίδα, σ. 17)
«Την Αθήνα δεν τη θυμόμουν πια. Όταν μου έλεγαν ότι εκεί
τα σπίτια ήταν κολλητά το ένα με το άλλο, μου φαινόταν πολύ παράξενο. Ήξερα
όμως το τέρμα Πατησίων, όπου τα σπίτια δεν ήταν κολλητά και είχαν κήπους σαν
τον δικό μας. Κι αυτό γιατί κάθε τόσο ξεκινούσαμε με μια μεγάλη παρέα ενηλίκων,
αλλά και παιδιών, για να πάμε στο σπίτι του Λίνου Πολίτη, όπου έπαιζα με τα
παιδιά του και τρώγαμε και σπιτικό παγωτό. Για να πάμε εκεί έπρεπε να περάσουμε
από τα Τουρκοβούνια» (Καλογεροπούλου, Ξ.,
Γράμμα στον Κωστή, εκδ. Πατάκη, Αθήνα
20157, σ. 96).
«Ήταν από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που κατάφερε να
δημιουργήσει και να οργανώσει παιδικό συσσίτιο στον Άγιο Λουκά Πατησίων. Έτρεξε
στην Αρχιεπισκοπή, στις αρμόδιες υπηρεσίες, στον Ερυθρό Σταυρό, στις γνωριμίες
που είχε, από τις οποίες μια ζωή ποτέ του δεν είχε ζητήσει τίποτε, ζητιάνεψε,
παρακάλεσε για τα παιδιά. Για ένα πιάτο ζεστά νερόβραστα φασόλια, για μερικές
σταγόνες λάδι, για λίγες σταφίδες. Και
τα κατάφερε. Έστησε το συσσίτιο, ίσως το πρώτο συσσίτιο στην Αθήνα […] Όμως η
μεγάλη καρδιά του δεν άντεξε πολύ. Οι μέρες του Γενάρη του 1942 ήταν γκρίζες
και παγωμένες. Ο Γιαγκος (Τορναρίτης) έπεσε στο δρόμο, στην Πλατεία Αγάμων, έξω
από το φαρμακείο της Ρένας Χρήστου. Ερχόταν με τα πόδια από το συσσίτιο για τα
παιδιά του Αγίου Λουκά και πήγαινε στο γραφείο του στην Ακαδημία Αθηνών»
(Μιχαηλίδης,
Π. Μ., Αγαθουπόλεως 7. Μικρές ιστορίες
από την μεγάλη Κατοχή, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1991, σ. 36).
«Είχαμε
πάρει την οδό Πάρνηθος και γυρίζαμε με τα πόδια στα σπίτια μας, Μια στιγμή ο
Γιώργος σταμάτησε απότομα το τραγούδι. Ακουστήκαν κάτι τρεχαλητά και μετά φωνές
γερμανικές κι ο απαίσιος θόρυβος από τις μπότες και τις πιστολιές που έπεφταν.
Μ’ αγκάλιασε και σταθήκαμε ακούνητοι» (Ζέη, Α., Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, εκδ. Μεταίχμιο, 2013, σ. 307).
Τα μεταπολεμικά χρόνια
«Κοντά
στις πολυκατοικίες ήρθαν και τα ωραία σινεμά. Στην αρχή ένας νεωτερισμός:
πρώτες προβολές μέσα στο καλοκαίρι. Οι κινηματογραφόφιλοι (άγνωστος όρος το
«σινεφίλ» τότε) έτρεχαν στην Πατησίων. Η Αθήνα δεν καιγόταν ακόμα από καύσωνες
του τσιμέντου κι οι περισσότεροι ήταν εδώ. Οι γαλλικές ταινίες πέρασαν πρώτες
στις οθόνες του «Μετροπόλ», της «Αελλώ» κ.ά. Ύστερα ήρθαν οι ωραίες χειμερινές
αίθουσες. «Ελληνίς», «Άντζελα», «Άττικα», κάθε τετράγωνο με τον κινηματογράφο
του»
(Σεϊζάνη, Ρ., Στην
ιδιαίτερη πατρίδα μου τα Πατήσια, εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 2007, σ. 171).
«Στο τέρμα της οδού Πατησίων εκείνη την εποχή άρχισε να
χτίζεται σε μεγάλο οικόπεδο ένα συγκρότημα, που έμοιαζε με μικρή πόλη. Το
οικόπεδο βρισκόταν στο τετράγωνο Πατησίων, Αννίνου, Τσίλερ και Δαίρπελδ. Στα
τεχνικά περιοδικά του 1963 γινόταν λεπτομερής αναφορά στο τεράστιο αυτό
κτιριακό συγκρότημα, γιατί το γεγονός ότι όλα τα δωμάτια των διαμερισμάτων
βρίσκονταν σε προσόψεις και είχαν άφθονο φως και αέρα, ισοδυναμούσε με
επανάσταση στην ελληνική αρχιτεκτονική. Δωμάτια εσωτερικά δεν υπήρχαν σ’ αυτήν
την υπερσύγχρονη πολυκατοικία, όπου στο βορειοδυτικό τμήμα της προβλεπόταν και
χώρος για εγκατάσταση παιδικής αναψυχής» (Καιροφύλας,
Γ., Η Αθήνα στη δεκαετία του ’60,
εκδ. Φιλιππότης, Αθήνα 1997, σ. 218).
«Η κίνηση στην κατάφωτη Πατησίων, με την έξοδο απ’ τους
κινηματογράφους, ήτανε μεγάλη. Ο κόσμος απ’ τη ζέστη βάδιζε νωθρά. Στα
μπαλκόνια και τις βεράντες εξακολουθούσε το πολιτικό κουβεντολόι. Πότε-πότε
κάποιο αμάξι, περνώντας με ταχύτητα, ξεσήκωνε τα περίεργα βλέμματα. Είχαν όλοι
τόσους λόγους να υποψιάζονται τις μεσονύχτιες αυτές ώρες, όπου
πραγματοποιούνταν τα περισσότερα κακά».
«Πρώτη
φορά έβγαινε η Ζαφείρα εκείνο το νοεμβριάτικο απόβραδο απ’ το σπίτι, ύστερα απ’
το θάνατο του πατέρα της. Πήγαινε στην πλατεία Κολιάτσου να δει δυό φίλες της,
που είχαν γυρίσει απ’ τη Σάμο […] Μένανε σ’ ένα τεσσάρι, που το ‘χε αγοράσει ο
πατέρας τους, πλούσιος κρασοβιομήχανος, για τις μετακινήσεις του απ’ το νησί.
Απ’ την κοσμοσυρροή με την επέτειο του Πολυτεχνείου, είχε παραλύσει στη γραμμή
Πατησίων η συγκοινωνία. Έτσι έφτασε καθυστερημένη» (Αθανασιάδης, Τ., Οι τελευταίοι εγγονοί, τόμ. Α΄,
Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 19842, σ. 42 και σ. 252).
Φωτογραφίες: Αρχείο Φωτογραφιών Μαριάνθης Μπέλλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου