Σελίδες

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

Μαρία Δεσύπρη-Σβώλου (1892-1976) Μια ιστορική μορφή του φεμινιστικού κινήματος και της Αριστεράς

Πηγή εικόνας:


Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1892.  Ήταν κόρη του διευθυντή του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στη Λάρισα. Αποφοίτησε από το Αρσάκειο ∆ιδασκαλείο Λαρίσης το 1907 και είχε αρτιότατη μόρφωση για την εποχή της. Από το 1921 ως το 1923 παρακολούθησε τα μαθήματα της Ανωτέρας Γυναικείας Σχολής του Δημήτρη Γληνού.

'Οντας φύση ανήσυχη και προοδευτική, δραστηριοποιήθηκε από πολύ νέα στο δημοτικιστικό και το φεμινιστικό κίνημα της εποχής της. Έγινε μέλος του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», που ιδρύθηκε το 1910 με σκοπό την μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης με την εισαγωγή της διδασκαλίας της δημοτικής γλώσσας στο σχολείο. Συμμετείχε επίσης ενεργά στον «Σύνδεσμο για τα ∆ικαιώματα της Γυναίκας» (εφεξής Σ.Ε.Δ.Γ.) ο οποίος ιδρύθηκε το 1920, με πρωτοβουλία της Αύρας Θεοδωροπούλου και της Μαρίας Νεγροπόντη, και διεκδικούσε τη χορήγηση αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στις Ελληνίδες.  Η Σβώλου διετέλεσε Γενική Γραμματέας του Δ.Σ. του Σ.Ε.Δ.Γ. από την ίδρυσή του μέχρι το 1932 που αποχώρησε για ιδεολογικούς λόγους. Παράλληλα, αρθρογραφούσε στο φεμινιστικό περιοδικό-όργανο του Σ.Ε.Δ.Γ. Ο Αγώνας της Γυναίκας, παρουσιάζοντας θέματα όπως η γυναικεία και παιδική εργασία, η εκπαίδευση, η προστασία της μητρότητας και των εξώγαμων παιδιών, η κατάργηση του κρατικού διακανονισμού της πορνείας και η αποκατάσταση των προσφύγων του 1922. Πρόβαλε πάντα το αίτημα για ισονομία των γυναικών στην εργασία, την εκπαίδευση, το οικογενειακό δίκαιο, τα αστικά και τα πολιτικά δικαιώματα[1].


Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Α΄, αριθ. 8, 1924, σ. 9.

Έγινε η πρώτη γυναίκα Επόπτρια Εργασίας στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας όπου γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της καθηγητή της Νομικής Σχολής Αλέξανδρο Σβώλο. Μέσα από τα άρθρα και τις διαλέξεις της ανέδειξε τις άθλιες συνθήκες ζωής και δουλειάς των εργαζόμενων γυναικών, και ιδιαίτερα των εργατριών, καθώς και τη διαφορά στο ημερομίσθιο της εργάτριας και του εργάτη. Ασχολήθηκε με το θέμα των ανήλικων εργατριών στη βιοτεχνία και τη βιομηχανία, οι οποίες ήταν σε μεγάλο βαθμό ανειδίκευτες και αναλφάβητες, λόγω της έλλειψης εσπερινών σχολείων στα οποία θα μπορούσαν να φοιτήσουν, και χαμηλά αμειβόμενες. Αναφέρθηκε στην αδυναμία του Υπουργείου να εφαρμόσει το νόμο «περί κατώτατου ορίου ηλικίας των παιδιών στην εργασία (12 χρόνια και τελευταία έγινε 14)» και αυτό γιατί στις υπάρχουσες οικονομικές συνθήκες το ημερομίσθιο των μικρών παιδιών ήταν απαραίτητο για την επιβίωσή τους και τη συμπλήρωση του εισοδήματος της οικογένειάς τους. Τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας Ιδρυμάτων Κοινωνικής Πρόνοιας για το εργαζόμενο παιδί, της λειτουργίας επαγγελματικών και τεχνικών σχολών που θα πρόσφεραν γενική και επαγγελματική μόρφωση και της οργάνωσης της μαθητείας με την καθιέρωση υποχρεωτικής σύμβασης μαθητείας[2].

Στη διάλεξή της με θέμα «Η γυναίκα εις την κοινωνικήν πρόνοιαν» (25/3/1921) υποστήριξε την αναγκαιότητα της οργάνωσης της κοινωνικής πρόνοιας για την εργαζόμενη γυναίκα και το παιδί, καθώς και της συνεργασίας των γυναικείων οργανώσεων με τις κρατικές υπηρεσίες για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων. Συνηγόρησε υπέρ της οργάνωσης της λαϊκής κατοικίας, των σχολικών συσσιτίων, των εξωτερικών ιατρείων, πρότεινε την ίδρυση βρεφικών σταθμών για τη φύλαξη των παιδιών των εργατριών μητέρων, καθώς και τη δημιουργία σχολικών ταμείων για τα άπορα παιδιά[3].


Τον Μάρτιο του 1924 παρουσίασε στην αίθουσα του Ελληνικού Ωδείου την ενδιαφέρουσα διάλεξη «Η θέση του φεμινισμού στην Ελλάδα» που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Ο Αγώνας της Γυναίκας και αργότερα εκδόθηκε στη σειρά «Φεμινιστική Βιβλιοθήκη». Στη διάλεξη αυτή αρχικά παρουσίασε την ιδεολογία και τους σκοπούς του φεμινισμού. Στη συνέχεια  ανέλυσε τη νομική θέση της γυναίκας στην κοινωνία και την οικογένεια, επισημαίνοντας ότι η νομική ανισότητα είναι συνέπεια της κοινωνικής ανισότητας. Πρόβαλε τα αιτήματα για ισότητα δικαιωμάτων των δυο γονέων ως προς τα παιδιά, αναγνώριση της νομικής ευθύνης του πατέρα για την ανατροφή του παιδιού που αποκτήθηκε εκτός γάμου και ενιαία ηθική για τους δυο συζύγους. Ζήτησε την ισότιμη συμμετοχή της γυναίκας στη δημόσια ζωή, την εργασία και την πολιτική και κατέρριψε όλα τα επιχειρήματα που είχαν διατυπωθεί εναντίον της απονομής ψήφου στις γυναίκες, υπογραμμίζοντας ότι οι γυναίκες ζητούν ψήφο για να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους και να προωθήσουν τις νομικές διεκδικήσεις τους. Επισήμανε ότι αν η γυναίκα αποκτούσε συνείδηση πολίτη και συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή, το όφελος για την κοινωνία και την οικογένεια θα ήταν μεγάλο, καθώς η γυναίκα θα μετέδιδε στα μέλη της οικογένειάς της το ενδιαφέρον για τα κοινά και θα διαμόρφωνε υπεύθυνους και ενεργούς πολίτες. Υποστήριξε τη συμμετοχή της γυναίκας στην εργασία, η οποία θα συνέβαλε στην εξάλειψη της ανισότητας στην κοινωνία και την οικογένεια, θα πρόσφερε οικονομική ανεξαρτησία στη γυναίκα και θα συντελούσε στο να αποκτήσει συνείδηση των δυνατοτήτων και των υποχρεώσεών της. Τάχτηκε υπέρ της καθιέρωσης της ισότητας στην άσκηση των επαγγελμάτων, την αμοιβή και την προαγωγή. Τέλος, πρόβαλε τα αιτήματα για την κατάργηση του κρατικού διακανονισμού της ανηθικότητας και την καταπολέμηση της σωματεμπορίας, την οποία χαρακτήρισε ως «την πιο εξευτελιστική σκλαβιά που είδε ποτέ ο κόσμος, που μέσα της θάβεται και το τελευταίο ίχνος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας»[4].

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή ο Σ.Ε.Δ.Γ. επικέντρωσε τη δράση του στην ηθική και υλική υποστήριξη των προσφύγων, την εποπτεία καταυλισμών, την προσπάθεια να εξασφαλίσει ασφαλές περιβάλλον διαβίωσης στις γυναίκες πρόσφυγες και να τις εφοδιάσει με μια τέχνη που θα τους επέτρεπε να ενταχτούν στην αγορά εργασίας και να γίνουν οικονομικά ανεξάρτητες. Η Σβώλου ασχολήθηκε με ζητήματα επαγγελματικής αποκατάστασης και πρόβαλε την αναγκαιότητα συντονισμού των προσπαθειών μεταξύ του κράτους, των δήμων και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας των γυναικών προσφύγων. Πρότεινε την ίδρυση επαγγελματικών σχολείων, τη μετατροπή των υπαρχόντων οικοτροφείων και ορφανοτροφείων σε επαγγελματικές σχολές, καθώς και την δημιουργία βιομηχανικών εργαστηρίων ταπητουργίας, μεταξοϋφαντουργίας και κονσερβοποιίας για την απασχόληση των γυναικών προσφύγων. Επίσης, τη δημιουργία ιδρυμάτων κοινωνικής πρόνοιας για τη φροντίδα των παιδιών των εργαζόμενων μητέρων (βρεφοτροφείων, νηπιακών κήπων και σχολικών συσσιτίων)[5]. Πρόβαλε επίσης την αναγκαιότητα ίδρυσης «Γραφείων για την εξεύρεση εργασίας» τα οποία να διαθέτουν ιδιαίτερο τμήμα για γυναίκες και να παρέχουν επαγγελματικό προσανατολισμό και επανεκπαίδευση τόσο για τα τεχνικά όσο και για τα υπαλληλικά επαγγέλματα[6].

Ο Αγώνας της γυναίκας, έτος Ε΄, αριθ. 101, 1929, σ. 7.


Με δική της πρωτοβουλία ιδρύθηκε το 1925 από τον Σ.Ε.Δ.Γ η «Εσπερινή Σχολή Γυναικών Υπαλλήλων», με σκοπό να δώσει στις Ελληνίδες υπαλλήλους τη δυνατότητα να συμπληρώσουν τη μόρφωσή τους, τόσο τη γενική όσο και την επαγγελματική. Η Σχολή παρά τις αντιξοότητες (οικονομικές δυσχέρειες, δύσκολες κοινωνικές συνθήκες, δικτατορία Μεταξά, Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος) λειτούργησε συνεχώς επί 40 χρόνια (1925-1965). Τα δύο πρώτα χρόνια (1925-1927) διέθετε εμπορικό τμήμα και τμήμα γραμματέων. Παράλληλα με τα ειδικά επαγγελματικά μαθήματα και στο πλαίσιο της διεκδίκησης της πολιτικής ισότητας των γυναικών και της προετοιμασίας τους για τα καθήκοντα της πολίτισας, στη Σχολή διδάσκονταν μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας και Πολιτικής Αγωγής (η θέση της γυναίκας στο Αστικό Δίκαιο και στοιχεία Δημοσίου Δικαίου). Το 1927 η Σχολή αναγνωρίστηκε επίσημα από το Κράτος, έγινε ισότιμη με τις δημόσιες σχολές του ίδιου τύπου και μετονομάστηκε σε «Εσπερινή Επαγγελματική Σχολή Γυναικών Υπαλλήλων». Διέθετε διτάξιο τμήμα εμπορικών και λογιστικών σπουδών και μονοτάξιο τμήμα τεχνικών μαθημάτων (στενογραφία, δακτυλογραφία, καλλιγραφία)[7].

Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Ε΄, αριθ. 100, 1929, σ. 6.


Η Σβώλου πρωτοστάτησε επίσης στη δημιουργία της «Σχολής παιδικών παιχνιδιών και διακοσμητικής εφηρμοσμένης εις την βιοτεχνίαν» (1928), η οποία αρχικά λειτούργησε ως παράρτημα της «Εσπερινής Επαγγελματικής Σχολής Γυναικών Υπαλλήλων» και ένα χρόνο αργότερα αυτονομήθηκε. Στη σχολή διδάσκονταν πρακτικά τμήματα κατασκευής παιχνιδιών, διακοσμητικής σε ξύλο, μέταλλο, δέρμα, γυαλί και ύφασμα, καθώς και μαθήματα γενικής παιδείας. Στεγάστηκε αρχικά σε κτίριο της οδού Σόλωνος, αργότερα σε ένα διαμέρισμα στα Πατήσια και τέλος μεταφέρθηκε στον Υμηττό και μετονομάστηκε σε Παπαστράτειο Δημοτική Σχολή Παιχνιδιών και Διακοσμητικής. Η ίδρυσή της ήταν πολύ σημαντική γιατί η τέχνη της κατασκευής παιχνιδιών ήταν καινούργια στη χώρα μας, επρόκειτο να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και να καλύψει τις ανάγκες των παιδιών για παιχνίδια κατασκευασμένα από ελληνικά χέρια που ήταν σύμφωνα με τις παραδόσεις και τις συνήθεις του τόπου. Τα παιχνίδια που εισάγονταν από το εξωτερικό ήταν πανάκριβα και μόνο τα παιδιά των εύπορων οικογενειών μπορούσαν να τα αποκτήσουν και να τα χαρούν. Με τη δημιουργία του νέου επαγγέλματος του/της κατασκευαστή/στριας παιχνιδιών θα περιοριζόταν το συνάλλαγμα για την εισαγωγή παιχνιδιών από άλλες χώρες και θα δημιουργούνταν παιχνίδια φτηνά και προσιτά για τα παιδιά όλων των κοινωνικών τάξεων[8].

Η Σβώλου συνέχισε τη δράση της συμμετέχοντας στο «Α΄ Πανελλήνιο Συνέδριο προστασίας μητρότητος και παιδικών ηλικιών» (19-26 Οκτωβρίου 1930) με τη διάλεξη «Προστασία εργαζόμενου παιδιού», όπου παρουσίαζε τα προβλήματα του εργαζόμενου παιδιού στην Ελλάδα και ζητούσε τη θέσπιση  κατώτατου ημερομίσθιου, κοινωνικής ασφάλισης, 8ωρης εργασίας και παροχή δωρεάν γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης[9].

Τα επόμενα χρόνια ο Σ.Ε.Δ.Γ. συμμετείχε ενεργά σε όλα τα συνέδρια της «Μικρής Αντάντ Γυναικών» (1923-1929)[10], στα συνέδρια της «Διεθνούς Ένωσης για τη Γυναικεία Ψήφο»[11] και συνέχισε τον αγώνα για απόκτηση του δικαιώματος ψήφου οργανώνοντας δημόσιες συγκεντρώσεις. Η πρώτη μεγάλη συγκέντρωση έγινε στο θέατρο «Απόλλων» στις 18 Μαρτίου 1928 με τη συμμετοχή 53 γυναικείων και μικτών σωματείων (Σ.Ε.Δ.Γ., Σοσιαλιστικός Όμιλος Γυναικών, Εθνικό Συμβούλιο Ελληνίδων, Φοιτητική Συντροφιά, Διεθνής Σύνδεσμος Γυναικών κ.ά) και πέντε ομοσπονδιών (Διδασκαλική Ομοσπονδία, Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων, Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, Συνομοσπονδία Δημοσίων Υπαλλήλων, Παμπροσφυγική Οργάνωσις Αμύνης Δικαιούχων Ανταλλαξίμων). Ομιλήτριες ήταν η Μαρία Σβώλου (Σ.Ε.Δ.Γ.), η Αγνή Ρουσοπούλου (Εθνικό Συμβούλιο Ελληνίδων), η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού (Διεθνής Σύνδεσμος Γυναικών και Σοσιαλιστικός Όμιλος Γυναικών), η Δώρα Βουρλούμη (Φοιτητική Συντροφιά) κ.ά. Η συγκέντρωση ενέκρινε ψήφισμα στο οποίο οι εκπρόσωποι των γυναικείων σωματείων ζητούσαν: «1. Να αναγνωριστεί το δικαίωμα της γυναικός, το απορρέον από του Συντάγματος, να συμμετέχει εξ΄ίσου με τον άνδρα εις την διοίκησιν της Πολιτείας δια της εκλογής των αντιπροσώπων του λαού  εις το νομοθετικό σώμα. 2. Να εκδοθεί  το ταχύτερον παρά της κυβερνήσεως Διάταγμα δια του οποίου να δίδεται εις την γυναίκα άνευ περιορισμών το δικαίωμα να εκλέγη και να εκλέγηται εις τας δημοτικάς και κοινοτικάς εκλογάς»[12].

Στις 30 Ιανουαρίου 1929 εκπρόσωποι των γυναικείων σωματείων επισκέφτηκαν τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, του επέδωσαν το ψήφισμα της συγκέντρωσης και ζήτησαν η κυβέρνησή του να εκδώσει το προσδοκώμενο διάταγμα. Ο Βενιζέλος, υιοθετώντας την κλασική πλέον τακτική, απάντησε ότι ο ίδιος ήταν σύμφωνος με την έκδοση του διατάγματος, αλλά έπρεπε να πεισθούν και οι συνεργάτες του και κυρίως ο υπουργός εσωτερικών Κων/νος Ζαβιτσάνος που ήταν αρμόδιος για το ζήτημα. Κατόπιν τούτου, τα γυναικεία σωματεία (Σ.Ε.Δ.Γ. και Εθνικό Συμβούλιο Ελληνίδων), διαπιστώνοντας ότι τα αιτήματά τους δεν προχώρησαν, οργάνωσαν δεύτερη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 31 Μαρτίου 1929 στο θέατρο «Κεντρικόν» που είχε μεγαλύτερη επιτυχία από την προηγούμενη συγκέντρωση. Συμμετείχαν ογδόντα σωματεία της Αθήνας και της επαρχίας και υπέγραψαν το σχετικό ψήφισμα που υποβλήθηκε στην κυβέρνηση Βενιζέλου[13].

Αποτέλεσμα των κινητοποιήσεων και των κοινωνικών πιέσεων ήταν να υπογραφεί στις 30 Ιανουαρίου 1930 από τον υπουργό Εσωτερικών Γ. Σιδέρη, και να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 5 Φεβρουαρίου 1930, το Διάταγμα που χορηγούσε στις γυναίκες ψήφο στις δημοτικές εκλογές αλλά με δύο σημαντικούς περιορισμούς σχετικούς με την ηλικία και τη μόρφωση: Οι γυναίκες-ψηφοφόροι έπρεπε να έχουν συμπληρώσει τα τριάντα τους χρόνια και να γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή[14]. Οι περιορισμοί αυτοί δεν ίσχυαν για τους άνδρες ψηφοφόρους.


Ο Αγώνας της Γυναίκας, αριθ. 107, 1929, σ. 2


Ο Σ.Ε.Δ.Γ. θεώρησε το διάταγμα ως «θετική νίκη» μεγάλης σημασίας για την Ελληνίδα και ως μια πρώτη κατάκτηση του φεμινιστικού κινήματος που θα οδηγούσε στην γενίκευση της γυναικείας ψήφου. Η Σβώλου με άρθρο της στον Αγώνα της γυναίκας με τίτλο «Η πρώτη νίκη» χαρακτήρισε την εξέλιξη αυτή «πρώτο πραγματικό σταθμό της πολιτικής ισότητας» γιατί η παροχή δημοτικής ψήφου ήταν «αναπότρεπτο γεγονός» και «δικαίωμα αναφαίρετο», το οποίο καθιέρωνε τη συμμετοχή των γυναικών στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ολοκλήρωνε το άρθρο της με την παραδοχή ότι «Με το 1929 κλείνει πια αναπότρεπτα η παλιά εποχή. Με το 1930 ανοίγει διάπλατα μια νέα. Και στο χέρι μας είναι πιά να δημιουργήσουμε με τα ίδια μας τα χέρια τη νέα μας θέση μέσα σε αυτή»[15]. Υπήρχαν όμως και αντίθετες απόψεις φεμινιστριών που εξέφραζαν διαμαρτυρίες για τους περιορισμούς και ζητούσαν πλήρη ισοπολιτεία. Η σοσιαλίστρια Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού με άρθρο της στο περιοδικό Σοσιαλιστική Ζωή (μηνιαίο όργανο του «Σοσιαλιστικού Ομίλου Γυναικών») με τίτλο «Η στάση μας προς την ψήφο» καυτηρίασε το διάταγμα ως αντίθετο στα συμφέροντα των γυναικών και ζήτησε «κατάργηση των αντιλαϊκών περιορισμών της ψήφου, γενίκευση του δικαιώματος της γυναίκας να εκλέγει σαν άνθρωπος ελεύθερος και όχι σαν κατηγορία ανθρώπου παρακατιανού»[16].

Ωστόσο, στις δημοτικές εκλογές του Φεβρουαρίου 1934 η αποχή των γυναικών ήταν πολύ μεγάλη. Στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας είχαν γραφτεί  2.655 γυναίκες από τις οποίες μόνο 439 ψήφισαν. Το γεγονός αυτό οφείλεται στις κοινωνικές αντιλήψεις για τη συμμετοχή των γυναικών στα κοινά, στις δυσκολίες για την εγγραφή τους στους εκλογικούς καταλόγους και στο μεγάλο ποσοστό των αναλφάβητων γυναικών άνω των τριάντα ετών[17].

Η Σβώλου το 1932 αποχώρησε από τον Σ.Ε.Δ.Γ. και εντάχτηκε στην Αριστερά, καθώς πίστευε ότι η θέση της γυναίκας δεν μπορεί να αλλάξει μέσα στο υπάρχον κοινωνικό σύστημα και οι φεμινιστικές διεκδικήσεις δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν χωρίς μια ριζικότερη κοινωνική αλλαγή[18]. Συνέχισε τους αγώνες της διατελώντας αντεπιστέλλον µέλος του «∆ιεθνούς Γραφείου Εργασίας για τα γυναικεία ζητήματα» (1932-1936), πρωτοστατώντας στην ίδρυση του «Συνδέσμου Εργαζόμενων Γυναικών» και συμμετέχοντας στην «Πανελλήνια Επιτροπή Γυναικών ενάντια στον Πόλεμο και το Φασισμό».

Στην δικτατορία του Μεταξά ο Σ.Ε.Δ.Γ. διαλύθηκε με απόφαση της αστυνομίας, τα γραφεία του έκλεισαν και το αρχείο του κατασχέθηκε. Η Σβώλου ανέστειλε τη δράση της και ακολούθησε τον σύζυγό της  Αλέξανδρο Σβώλο στην εξορία στην Ανάφη.  

Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμος και στην Κατοχή έγινε γραμματέας και αντιπρόεδρος της «Εθνικής Αλληλεγγύης», μιας οργάνωσης που ιδρύθηκε τον Μάιο του 1941 και ανέλαβε την φροντίδα των διωκόμενων κομμουνιστών, την νοσοκομειακή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την εκπαίδευση, τους παιδικούς σταθμούς, τη σίτιση των απόρων, τη φροντίδα για τους αστέγους και τους πυροπαθείς, τον τομέα της ψυχαγωγίας και του πολιτισμού. «Ψυχή» της οργάνωσης ήταν οι γυναίκες που συμμετείχαν μαζικά σε όλες τις δράσεις, γι’ αυτό και η οργάνωση ονομάστηκε «Μάνα του αγώνα». Ήταν μια από τις οργανώσεις που, τον Σεπτέμβριο του 1941, συμμετείχαν στην ίδρυση του ΕΑΜ. Συνέχισε τη δράση της και μετά την απελευθέρωση, με πρόεδρο τη Μαρία Σβώλου, με σκοπό τη βοήθεια των θυμάτων πολέμου και την ηθική και νομική υποστήριξη των φυλακισμένων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Τέθηκε εκτός νόμου και διαλύθηκε τον Δεκέμβριο του 1947.

Τον Απρίλιο 1944 η «Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης» (Π.Ε.Ε.Α.) έδωσε το δικαίωμα στις γυναίκες να εκλέξουν και να εκλεγούν αντιπρόσωποι-εκλέκτορες, και στη συνέχεια να αναδείξουν τα μέλη του «Εθνικού Συμβουλίου». Οι ψηφοφόροι έπρεπε να είναι 18 ετών και άνω και οι υποψήφιοι 21 ετών και άνω. Η συμμετοχή των γυναικών στην ψηφοφορία ήταν μεγάλη και εκλέχτηκαν πέντε γυναίκες εθνοσύμβουλοι, μεταξύ των οποίων και η Σβώλου ως εθνοσύμβουλος Αθηνών. Μιλώντας στο Εθνικό Συμβούλιο για την ισονομία και τα πολιτικά δικαιώματα της γυναίκας τόνισε: «Δεν το ζητάμε (χορήγηση ψήφου) σαν έπαθλο για τους αγώνες της. Το ζητάμε εν ονόματι του μισού πληθυσμού της χώρας». Και συνέχισε: «Θα μας συγχωρήσετε εξάλλου να μη θελήσομε να αρκεστούμε πια στο ρόλο του άγνωστου στρατιώτη που ύστερα απ' τις θυσίες του μπροστά σ' ένα κακότεχνο ως επί το πολύ μνημείο του αραδιάζουν κάθε χρόνο μερικά πανηγυρικά. Ο σημερινός αγώνας των γυναικών της Ελλάδας τους δίνει όλο το δικαίωμα να ζητήσουν να εργασθούν στη ζωή. Αφού μονάχες πήραν το δικαίωμα να εξισωθούν μπρος στο θάνατο»[19].

Για την αντιστασιακή της δράση  και τη συμμετοχή της στην «Εθνική Αλληλεγγύη» φυλακίστηκε κατά τα έτη 1948-1949 και για λίγους μήνες το 1951.

Το 1952, μετά την ψήφιση του Συντάγματος, κατετέθη στη Βουλή προς ψήφιση νομοσχέδιο για την απονομή εκλογικού δικαιώματος στις γυναίκες και στις 7 Ιουνίου 1952 με το νόμο 2151 οι Ελληνίδες απέκτησαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Όμως, πολλές γυναίκες δεν ψήφισαν στις εκλογές του Νοεμβρίου 1952 διότι δεν είχαν ανανεωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι. Ωστόσο, σε επαναληπτική ψηφοφορία που έγινε το 1953 στη Θεσσαλονίκη εκλέχτηκε με την παράταξη «Ελληνικός Συναγερμός» η πρώτη Ελληνίδα βουλευτής, Ελένη Σκούρα[20].

Μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1956, η Σβώλου εντάχτηκε στην «Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά» (Ε.Δ.Α.), το μεγαλύτερο νόμιμο κόμμα της Αριστεράς, η οποία στις εκλογές της 11ης Μαΐου 1958 συγκέντρωσε το 24,42% των ψήφων, κατέλαβε 78 έδρες και αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση. Στις εκλογές αυτές η Σβώλου εκλέχτηκε πρώτη βουλευτής στη Β΄ περιφέρεια Αθηνών με μεγάλη πλειοψηφία και ανέπτυξε σημαντική κοινοβουλευτική δράση. Το 1961 εκλέχτηκε για δεύτερη φορά βουλευτής στην ίδια εκλογική περιφέρεια με το «Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο Ελλάδος» (Π.Α.Μ.Ε.), παρά τις επιθέσεις και διώξεις που υπέστη κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου[21]


Το 1964 συνέβαλε στην ίδρυση της «Πανελλαδικής Ένωσης Γυναικών» (Π.Ε.Γ), μιας μαζικής γυναικείας οργάνωσης που ιδρύθηκε το Μάιο του 1964 µε βασικούς σκοπούς την πλήρη ισοτιμία της γυναίκας σε πολιτικό, κοινωνικό, νομικό και οικονομικό επίπεδο, την προστασία της μητρότητας και του παιδιού, την προβολή των αιτημάτων των εργαζόμενων γυναικών και γενικότερα τη βελτίωση των όρων ζωής και μόρφωσης. Το 1967 η δικτατορία των συνταγματαρχών ανέστειλε τις δραστηριότητες της Π.Ε.Γ.[22].

Η Σβώλου πέθανε τον Ιούνιο του 1976 έχοντας προλάβει να δει τη δικαίωση των αγώνων μιας ολόκληρης ζωής, καθώς στο Σύνταγμα του 1975 καθιερώθηκε η αρχή της ισότητας των φύλων.




ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ

Φωτογραφία της Μαρίας Σβώλου:  https://xyzcontagion.wordpress.com/tag/%CF%83%CE%B5%CE%BA%CE%B5/#jp-carousel-13733

Δημοσιεύματα του περιοδικού Ο Αγώνας της Γυναίκας, από την Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων: https://digitallib.parliament.gr/library.asp?item=40129.

Δημοσίευμα της εφημερίδας Ελευθερία, από την Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και περιοδικού τύπου της ΕΒΕ: http://efimeris.nlg.gr/ns/pdfwin.asp?c=64&dc=15&db=5&da=1958.

 

 


[1] Τα άρθρα της Σβώλου που δημοσιεύτηκαν στον Αγώνα της Γυναίκας: «Η γυναικεία προσφυγική ανεργία», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Α΄, αριθ. 1-2, 1923. «Η Ελληνίδα εργάτρια», έτος Α΄, αριθ. 7, 1924. «Η θέση του φεμινισμού στην Ελλάδα», έτος Α΄, τεύχη 9-10, 11, 12, 1924. «Η σωματεμπορία γυναικών και παιδιών και η Κοινωνία των Εθνών», έτος Β΄, αριθ. 17, 1925. «Το δίκιο της τηλεφωνήτριας», έτος Β΄, αριθ. 20, 1925. «Αντίλαλοι απ’ όλο τον τύπο για τα ζητήματά μας. Γύρω από τη γυναικεία ψήφο», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Β’, αριθ. 22-23, 1925. «Γραφεία για την εξεύρεση εργασίας», έτος Β΄, αριθ. 22-23, 1925. «Ομιλία της κας Μαρίας Σβώλου για την επαγγελματική μόρφωση»,  έτος Γ΄, αριθ. 25, 1925. «Η στάση του τύπου», έτος Γ΄, αριθ. 26-27, 1926. «Για την ειρήνη», έτος Γ΄, αριθ. 27-28, 1926. «Γεωργική οικοκυρική μόρφωση», έτος Γ΄, αριθ. 31, 1926. «Επιστημονικά ζητήματα - Οικογενειακά επιδόματα», έτος Γ΄, αριθ. 32, 1926. «Η γυναίκα στην εργασία - Τα ημερομίσθια», έτος Δ΄, αριθ. 38 και 39, 1927. «Η γυναίκα στην εργασία – Οι νοσοκόμες», έτος Δ΄, αριθ. 39, 1927. «Οι εργάτριες ταπητουργίας», έτος Δ΄, αριθ. 41, 1927. «Η γυναίκα στην εργασία», έτος Δ΄, αριθ. 42, 1927. «Το Δ΄ Συνέδριο της μικρής Αντάντ των γυναικών», έτος Δ΄, αριθ. 46-47, 1927. «Το 7ο συνέδριο για την καταπολέμηση της σωματεμπορίας γυναικών και παιδιών», έτος Δ΄, αριθ. 48-49, 1927. «Το νέο ελληνικό σύνταγμα σχετικά με τη γυναίκα»,  έτος Δ’, αριθ. 48-49, 1927. «Τα εργατικά νομοσχέδια», έτος Δ΄, τεύχη 53 και 54, 1927. «Γυναίκες αστυνομικοί», έτος Δ΄, αριθ. 58, 1927. «Η γυναίκα στον δήμο και την κοινότητα», έτος Ε΄, αριθ. 63, 1928. «Η επίσκεψη ξένων φεμινιστριών – Οι διαλέξεις», έτος Ε΄, αριθ. 68, 1928. «Η προστασία της γυναίκας στην εργασία», έτος Ε΄, αριθ. 70, 1928. «Εσπερινή Επαγγελματική Σχολή», έτος Ε΄, αριθ. 73, 1928. «Διακοσμητική μόρφωση», έτος Ε΄, αριθ. 87, 1929. «Η σημασία της ψήφου», έτος Ε΄, αριθ. 93, 1929. «Οι εργαζόμενες σε διωγμό», έτος Ε΄, αριθ. 95, 1929. «Το ζήτημά μας», έτος Ε΄, αριθ. 95, 1929. «Η δημοτική ψήφος», έτος, Ε΄, αριθ. 98-99, 1929. «Η οικοκυρική μόρφωση», έτος Ε΄, αριθ. 103, 1929. «Προς την οικονομική ισότητα», έτος Ε΄, αριθ. 104, 1929. «Η πρώτη νίκη», έτος Ε΄, αριθ. 107, 1929. «ΟΙ εργάτριες ιματισμού στρατού», έτος ΣΤ΄, αριθ. 112-113, 1930. «Ο διωγμός των γυναικών υπαλλήλων», έτος ΣΤ΄, αριθ. 114, 1930. «Ο διωγμός εξακολουθεί», έτος ΣΤ΄, αριθ. 116, 1930. «Ο διωγμός της υπαλλήλου και οι επαγγελματικές οργανώσεις», έτος ΣΤ΄, αριθ. 117, 1930. «Για την κατάργηση του κρατικού διακανονισμού», έτος ΣΤ΄, αριθ. 117, 1930. «Δύο μέτρα, δύο σταθμά», έτος ΣΤ΄, αριθ. 119, 1930. «Εργασία και μητρότης», έτος ΣΤ΄, αριθ. 127, 1930. «Το εργαζόμενο παιδί», έτος ΣΤ΄, αριθ. 130-131, 1930. «Το ψέμμα – Η θέση της γυναίκας στην πατριαρχική οικογένεια», έτος Ζ΄, αριθ. 132, 1931. «Η δασκάλα μητέρα», έτος Ζ΄, αριθ. 139, 1931. 

[2] Μ. Σβώλου, «Η Ελληνίδα εργάτρια», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Α΄, αριθ. 7, 1924. «Ομιλία της κας Μαρίας Σβώλου για την επαγγελματική μόρφωση»,  Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Γ΄, αριθ. 25, 1925.

[3] «Τέχνη», Ελληνίς, έτος Α΄, αριθ. 1, 1921, σελ. 27-28.

[4] Μ. Σβώλου, Η θέση του φεμινισμού στην Ελλάδα, Φεμινιστική Βιβλιοθήκη, Σύνδεσμος Ελληνίδων υπέρ των Δικαιωμάτων της Γυναικός, Αθήνα, χ.χ.

[5] Μ. Δεσύπρη, «Η γυναικεία προσφυγική ανεργία», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Α΄, αριθ. 1-2, 1923, σσ. 5-6.

[6] Μ. Σβώλου, «Γραφεία για την εξεύρεση εργασίας», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Β΄, αριθ. 22-23, 1925.

[7] Μ. Μπέλλα, Εσπερινή Σχολή Γυναικών Υπαλλήλων (1925-1965). Ανακτήθηκε στις 2/11/2022, από τον διαδικτυακό τόπο https://criticeduc.blogspot.com/2018/11/1925-1965.html?view=snapshot.

[8] «Επίκαιρα», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Ε΄, αριθ. 100, 1929. «Οι Σχολές μας», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Ε΄, αριθ. 101, 1929. «Επαγγελματική Σχολή Παιχνιδιών και Διακόσμησης», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Ε΄, αριθ. 103, 1929. Α. Θεοδωροπούλου, «Παπαστράτειος Δημοτική Σχολή Συνοικισμός Υμηττού»,  Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Ζ΄, αριθ. 143, 1931.

[9] «Α΄ Πανελλήνιο Συνέδριο προστασίας μητρότητος και παιδικών ηλικιών», Ελληνίς, έτος Ι, αριθ. 8-9, 1930, σσ. 188-189 και αριθ. 11, 1930, σσ. 233-234.

[10] Το 1923 ιδρύθηκε η «Μικρή Αντάντ Γυναικών» από φεμινιστικές οργανώσεις της Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας και Ελλάδας. Ο στόχος της ήταν διπλός: αφενός να ενθαρρύνει την πρόοδο στα γυναικεία ζητήματα της ισοπολιτείας, της μητρότητας, της υπερεκμετάλλευσης των γυναικών ως εργαζομένων και ως θυμάτων κακοποίησης και δουλεμπορίου και αφετέρου να ενθαρρύνει την οικονομική και πολιτισμική επικοινωνία των χωρών που συμμετείχαν, την τελωνειακή τους ένωση, την αποτροπή της αύξησης των στρατιωτικών εξοπλισμών και των πολεμικών συγκρούσεων προς όφελος της ειρήνης. Δ. Σαμίου, «Οι Ελληνίδες 1922-1940. Κοινωνικά ζητήματα και φεμινιστικές διεκδικήσεις», στο Β. Παναγιωτόπουλος (Επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 7ος (Από την Αβασίλευτη δημοκρατία στη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου), εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 65-76.

[11] Γνωστή και ως Αλλιάνς, ήταν η μεγαλύτερη και μαχητικότερη γυναικεία οργάνωση, μέλος της οποίας ήταν  ο Σ.Ε.Δ.Γ.

[12] «Η πρώτη δημοσία συγκέντρωση για τη γυναικεία ψήφο»,  Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Ε΄, αριθ. 65, 1928, σ. 15.

[13] Σ. Μόσχου-Σακοράφου, Ιστορία του ελληνικού φεμινιστικού κινήματος, Αθήνα 1990, σσ. 229-230.

[14] «Το διάταγμα για την ψήφο», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Στ΄, αριθ. 109-110, 1930.

[15] Μ. Σβώλου, «Η πρώτη νίκη», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Ε΄, αριθ. 107, 1929, σσ. 1-2.

[16] Α. Γαϊτάνου-Γιαννιού, «Η στάση μας προς την ψήφο», Σοσιαλιστική Ζωή, έτος Β΄, αριθ. 17, 1930.

[17] Ζ. Σαλίμπα, Ο φεμινισμός στην Ελλάδα (19ος-20ός αιώνας), Εφημερίδα των Συντακτών, Αθήνα 2019, σσ. 25-26.

[18] «Η ΙΓ΄ Γενική Συνέλευση του Σ.Ε.Δ.Γ.», Ο Αγώνας της Γυναίκας, έτος Η΄, αριθ. 157, 1932, σ. 1.

[19] Τ. Βερβενιώτη, «Η θεσμοθέτηση του δικαιώματος της ψήφου των γυναικών από το ελληνικό αντιστασιακό κίνημα 1941-1944», Δίνη, τεύχ. 6, 1993, σσ. 180-195. 

[20] Ζ. Σαλίμπα, ό.π., σ. 28.

[21] https://el.wikipedia.org/wiki/Ενιαία_Δημοκρατική_Αριστερά.  Γυναίκες στην Ελληνική Βουλή (1952-2000), Τιμητική έκδοση της Γενικής Γραμματείας Ισότητας, Μάρτιος 2000. Ανακτήθηκε στις 4/11/2022 από τον διαδικτυακό τόπο http://repository.edulll.gr/edulll/bitstream/10795/1465/5/1465_02_Gunaikes_stin_Elliniki_Vouli.pdf .

[22] Πανελλαδική Ένωση Γυναικών, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας.  Ανακτήθηκε στις 4/11/2022 από τον διαδικτυακό τόπο https://greekarchivesinventory.gak.gr/index.php/z7g2-xb4n-rrgw

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου