Σελίδες

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

«…στους ρομαντικούς και ποιητικούς δρομίσκους των Κάτω Πατησίων…»[1]


 


της Μαριάνθης Μπέλλα


 

Τον 19ο αιώνα τα Πατήσια ήταν αγροτικός οικισμός με ελάχιστα σπίτια, απομακρυσμένος από την πόλη των Αθηνών. Επρόκειτο για μια περιοχή κατάφυτη, γεμάτη ελαιώνες, κυπαρισσώνες, περιβόλια, ανθόκηπους και λαχανόκηπους, φημισμένους για τις πατησιώτικες πατάτες. Ωστόσο, δεν έλειπαν και οι εξοχικές επαύλεις εύπορων Αθηναίων. Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα με την επέκταση του σχεδίου πόλεως, ο αγροτικός οικισμός εξελίχτηκε σε  εξοχικό προάστιο, αποτελούμενο από δύο περιοχές: τα Άνω και τα Κάτω Πατήσια. Οι Αθηναίοι έκαναν εκεί περιπάτους και ημερήσιες εκδρομές, αλλά τα επέλεγαν και σαν τόπο παραθερισμού τα καλοκαίρια (Γιοχάλας-Καφετζάκη, 20144: 588-589).

Την εποχή εκείνη οι περισσότεροι Αθηναίοι δεν διέθεταν ιδιόκτητα σπίτια. Έτσι, κάθε καλοκαίρι άφηναν τα σπίτια που νοίκιαζαν στην πόλη και μετακόμιζαν στις εξοχές της Αθήνας, όπου νοίκιαζαν σπίτια από την 1η Ιουνίου μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου. Συνήθως επέλεγαν τις πλησιέστερες στην πόλη εξοχές, όπως τα Πατήσια και τον Πειραιά, λόγω της δυσκολίας της συγκοινωνίας και των μετακινήσεων. Από τις μακρινότερες εξοχές, τις περισσότερες προτιμήσεις συγκέντρωναν η Πεντέλη, η Καισαριανή και η Αίγινα.

Η οικογένεια του Δημητρίου Καμπούρογλου προτιμούσε να περνάει τις διακοπές της στα Πατήσια, όπου βρισκόταν και το σπίτι της συγγενικής οικογένειας Καλλιφρονά. Στα απομνημονεύματά του περιγράφει με λεπτομέρειες την αναχώρηση της  οικογένειάς του για τις θερινές διακοπές: «Πρωί-πρωί ήρχετο το κάρρο, στο οποίον ετοποθετούντο τα προς μεταφοράν χρειώδη, δια τροφήν, ύπνον και διαμονήν εν γένει επί τρίμηνον και πλέον. Απαραίτητον δε ήτο το περιώνυμον και μεγαλοπρεπεστάτης εμφανίσεως «τεμπιλίκι». Ήτο δε τούτο μέγας όγκος αποτελούμενος από τα ασπρόρουχα, τα σινδόνια, τα μαξιλάρια και τας ενδυμασίας, εξαιρουμένων των υποδημάτων και των καπέλλων». Κάθε χρόνο η οικογένειά του νοίκιαζε διαφορετικά σπίτια στα Πατήσια, όπως το σπίτι του Πλατή, της Μπεντενιά, του Κοπίδη ή φιλοξενούνταν στο σπίτι της θείας του Πηγίτσας Καλλιφρονά, που βρισκόταν «εις ολίγον βάθος από την οδόν Πατησίων» (σημερινή περιοχή γύρω από τη στάση «Καλλιφρονά»). Βέβαια οι συνθήκες στην εξοχή δεν ήταν ιδανικές αφού «εύρισκον και ζέστην μεγαλυτέραν και μυίγας επιθετικωτέρας και κορέους πειναλέους». Ο πατέρας του συγγραφέα Γρηγόριος (εκδότης εφημερίδων, δημοσιογράφος και ιδρυτής της Εθνικής Σκηνής) για να αντιμετωπίσει τη ζέστη ζητούσε πάντα το δωμάτιό του να έχει δύο παράθυρα, ένα βορεινό και ένα μεσημβρινό. Ανάμεσά τους  τοποθετούσε το τραπέζι εργασίας του και δίπλα σε αυτό μια λεκάνη με νερό και μια βούρτσα με την οποία δρόσιζε κάθε λίγο το κεφάλι του  (Καμπούρογλου MCMLXXXV: 207).

Ωστόσο, το καλοκαίρι του 1857 επεφύλασσε μια οδυνηρή περιπέτεια στην οικογένειά Καμπούρογλου, καθώς η μικρή αδελφή του Δημήτριου προσβλήθηκε ξαφνικά από εγκεφαλική νόσο και πέθανε. Η οικογένεια την έθαψε έξω από την κόγχη του Ιερού του Οσίου Λουκά (της μονής που υπήρχε πριν κτιστεί ο Ι.Ν. Αγίου Λουκά Πατησίων από τον Ερνέστο Τσίλλερ το 1864). Οι γονείς του περίλυποι από την απώλεια αποφάσισαν να μην ξαναπαραθερίσουν στα Πατήσια. Μην έχοντας αδέλφια, ο μικρός Δημήτριος περνούσε το χρόνο του διαβάζοντας. Στο πατρικό του σπίτι, λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, σύχναζαν αγωνιστές της Επανάστασης του 1821, που αφηγούνταν διάφορες ιστορίες από τον αγώνα της Ανεξαρτησίας, καθώς και διανοούμενοι, λογοτέχνες και πολιτικοί. Έτσι, ο Δημήτριος μεγάλωνε σε ένα περιβάλλον γεμάτο ερεθίσματα και σύντομα ανέπτυξε μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία και την λαογραφία της Αθήνας. Ήταν ιδιαίτερα μοναχικός χαρακτήρας και όπως ανέφερε ο ίδιος: «Ούτε ένα παιδάκι δεν ενθυμούμαι να εγνώρισα εις την μικράν μου ηλικίαν. Έπαιζα μόνος μου, αλλά και όλοι του σπιτιού, συγγενείς και φίλοι και οι της υπηρεσίας, με την μητέρα μου επί κεφαλής, έκαναν ό,τι ημπορούσαν δια να με διασκεδάσουν» (Καμπούρογλου MCMLXXXV: 26-27, 34).

Όμως, ο χρόνος απάλυνε την πληγή των γονιών του και το καλοκαίρι του 1863 νοίκιασαν πάλι εξοχικό σπίτι στα «Απάνω Πατήσια», κοντά στην εκκλησία Παναγία Ζώνη. Η περιοχή ήταν μια ήσυχη βουνοπλαγιά γεμάτη πεύκα, μυρτιές και σκίνα με λίγα σπίτια και επαύλεις. Στη μικρή εκκλησία της Παναγίας Ζώνης ο νεαρός Δημήτριος γνώρισε τον μοναχό και αγιογράφο Γεννάδιο Παπαδόπουλο, μαθήτευσε δίπλα του στην τέχνη της αγιογραφίας και εργάστηκε για ένα διάστημα σαν βοηθός του. Ο Παπαδόπουλος ήταν σημαντικός καλλιτέχνης με σπουδές ζωγραφικής στη Μόσχα. Μετά τις σπουδές του πήγε στο Άγιο Όρος όπου τελειοποιήθηκε στην τεχνοτροπία της βυζαντινής αγιογραφίας. Στην Αθήνα άρχισε να εργάζεται στην εκκλησία της Παναγίας Ζώνης, μετά από πρόσκληση του Ρώσου πρέσβη Αλέξανδρου Π. Οζερώφ. Αυτός έμενε στην περιοχή, στην έπαυλη Μάλκολμ (μετέπειτα Άσυλο Ανιάτων), και είχε κτίσει την εκκλησία πάνω στο σημείο που είχε βρει την εικόνα της Παναγίας, που έφερε ζώνη με δύο αγγέλους (γι’αυτό και η εκκλησία ονομάστηκε Παναγία Ζώνη). Ενδιαφέρθηκε για την ανακαίνισή της και ανέθεσε στον Παπαδόπουλο να φιλοτεχνήσει τις τέσσερις εικόνες του τέμπλου της. Με την εργασία αυτή θα ολοκληρωνόταν ο εσωτερικός διάκοσμός της, που είχε γίνει με την επίβλεψη του γνωστού Ρώσου αρχιμανδρίτη Αντωνίνου. Ο Οζερώφ εκτίμησε την πνευματικότητα και την ποιότητα της εργασίας του Γεννάδιου και τον διόρισε εφημέριο του ναού, μισθοδοτούμενο από τον ίδιο. Όταν όμως αργότερα ο ναός έγινε ενοριακός, η εκκλησιαστική αρχή διόρισε άλλον εφημέριο. Τότε ο Γεννάδιος αφιερώθηκε στην τέχνη του και μάλιστα ίδρυσε ιδιωτική σχολή αγιογραφίας στα Άνω Πατήσια, όπου και έκτισε το σπίτι του. Το 1864 προσβλήθηκε από ευρυσίπελας (λοίμωξη του δέρματος) και πέθανε. Τον έθαψαν στο προαύλιο του ναού της Παναγίας Ζώνης σε θέση «κατά παράδοσιν γνωστήν», αφού δεν υπήρχε ούτε σταυρός ούτε μνήμα (Καμπούρογλου, MCMLXXXV: 208-211).

Το καλοκαίρι του 1864  η οικογένεια Καμπούρογλου φιλοξενήθηκε στο σπίτι της Πηγίτσας Καλλιφρονά στα Πατήσια, στο περιβόλι του οποίου υπήρχαν τρεις αιωνόβιες και πανύψηλες καρυδιές. Μια από αυτές έριχνε τη σκιά της πάνω στο πανάρχαιο πηγάδι. Ο Δημήτριος προσκαλούσε τους συμμαθητές του στο κτήμα και τα μεσημέρια κοιμούνταν όλοι μαζί κάτω από τον ίσκιο των καρυδιών. Συχνά ανέβαινε στα κλαδιά τους για να κόψει καρύδια μαζί με τον ξάδελφό του Δημητράκη Καλλιφρονά. Ένας μεγάλος τοίχος χώριζε το κτήμα Καλλιφρονά από εκείνο του Μαυροκορδάτου (έπαυλη Μάλκολμ και μετέπειτα Άσυλο Ανιάτων). Μέσα από τον κήπο του περνούσε το νερό από τις στέρνες του Γάσπαρη, το οποίο παρεχόταν στους ιδιοκτήτες και τους κατοίκους των γύρω σπιτιών ορισμένες ώρες της ημέρας αλλά και της νύχτας[2]. Δίπλα στο ποτιστικό αυλάκι και στην ανατολική πλευρά του σπιτιού είχε φυτρώσει πυκνό μελισσόχορτο και άγρια μέντα (Καμπούρογλου, MCMLXXXV: 282-284).

Το καλοκαίρι του 1865 η οικογένεια του συγγραφέα νοίκιασε το σπίτι του Πλατή στα Κάτω Πατήσια. Η μητέρα του δυσκολεύτηκε να πάρει αυτή την απόφαση γιατί εκεί κοντά είχε πεθάνει πριν λίγα χρόνια η μικρή του αδελφή, αλλά στο τέλος κάμφθηκε και η οικογένεια αναχώρησε για τις διακοπές της. Στον κήπο του σπιτιού υπήρχαν διάφορα οπωροφόρα δέντρα, όπως τζανεριές και τζιτζιφιές, πάνω στις οποίες ο συγγραφέας σκαρφάλωνε και μάζευε καρπούς. Κάτω από μια τζιτζιφιά είχε τοποθετήσει το τραπέζι μελέτης του, πάνω στο οποίο διάβαζε γιατί είχε μείνει μετεξεταστέος στα ελληνικά, λόγω της φοβερής ανορθογραφίας του. Επίσης, στον κήπο υπήρχαν μια φουντωτή μουριά και μια μεγάλη κληματαριά. Κάτω από τη σκιά τους κάθονταν ο ξάδελφός του Δημητράκης Καλλιφρονάς με τον φίλο του κόντε Καμήλο, έναν γραφικό και παράδοξο τύπο εκείνων των χρόνων (Καμπούρογλου, MCMLXXXV: 285-288).

Το καλοκαίρι του 1866 η οικογένεια Καμπούρογλου παραθέρισε πάλι στα Κάτω Πατήσια στο σπίτι του κτηματία Κοπίδη, που καταγόταν από μια παλαιά οικογένεια των Αθηνών. Σε αυτήν ανήκε η κτητορική εκκλησία του Χριστού, η επονομαζόμενη Χριστοκοπίδη. Το σπίτι ήταν ένα ψηλό τετραγωνικό οικοδόμημα, από τα εξοχικά των Αθηναίων που ονομάζονταν πυργάκια. Επρόκειτο για κτίσματα τα οποία υπήρχαν από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και είχαν μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, με μικρά παράθυρα, στενή είσοδο και αμυντικά οχυρώματα για την αντιμετώπιση των ληστών και των μικροεπιδρομέων της εποχής εκείνης. Ωστόσο, ο ιδιοκτήτης του το είχε ανακαινίσει προσθέτοντας σύγχρονα παράθυρα και πόρτα. Το σπίτι είχε μεγάλο κήπο με οπωροφόρα δέντρα, στο βάθος του οποίου ο ιδιοκτήτης διατηρούσε ένα μικρό μαγαζί, ένα είδος εξοχικού καφενείου για να βγάζει τα έξοδά του. Αυτό που έκανε εντύπωση στον συγγραφέα ήταν δύο πελώρια δέντρα με χονδροειδείς κορμούς, πυκνό φύλλωμα και σταφυλόσχημους καρπούς, που ονομάζονταν «αμερικανικά σταφυλόδεντρα». Πίσω από την ανατολική πλευρά του σπιτιού υπήρχε μια μεγάλη μουριά από την οποία μάζευαν μούρα. Απέναντι τους βρισκόταν το εξοχικό σπίτι του Σταύρου Βλάχου, όπου έμενε ο λόγιος Άγγελος Βλάχος με τη μητέρα του, τον αδελφό του Γιαννάκη και τις δύο αδελφές του. Μέσα στον κήπο του σπιτιού υπήρχε μια μεγάλη στέρνα γεμάτη νερό, στην οποία ο ρομαντικός ποιητής Δημήτρης Παπαρρηγόπουλος (γιος του καθηγητή και ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου) με την φιλόμουση συντροφιά του πέρασε την Πρωτομαγιά του 1867, κάνοντας πικ-νικ και παίζοντας μουσική. Τα επόμενα χρόνια η οικογένεια Καμπούρογλου παραθέρισε αρχικά στον Πειραιά και αργότερα στην Αίγινα, όπου πέθανε ο πατέρας του συγγραφέα Γρηγόριος, τον Ιούνιο του 1868 (Καμπούρογλου, MCMLXXXV: 288-293).

Από τις διηγήσεις αυτές μας κάνει εντύπωση η επαφή του συγγραφέα με την φύση και η οικειότητα που αναπτύσσει με τα στοιχεία της. Η ζωή στη φύση του προσφέρει γνώσεις, εμπειρίες, ξεκούραση και αίσθηση ελευθερίας. Εξαιρετικές είναι οι περιγραφές του για τα σπίτια, τα περιβόλια και τους κήπους των Πατησίων και κυρίως για τα φυτά και τα δέντρα, των οποίων γνώριζε την ονομασία και τους καρπούς, σκαρφάλωνε στα κλαδιά τους, κοιμόταν ή διάβαζε κάτω από τη σκιά τους. Η φυσική ομορφιά, η ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική, ο τρόπος ζωής των κατοίκων της Αθήνας και τα ερεθίσματα που δέχτηκε από το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον τον ώθησαν να ασχοληθεί συστηματικά με την ιστορία και τη λαογραφία της.

  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γιοχάλας Θ. & Καφετζάκη Τ. (20144), Αθήνα. Ιχνηλατώντας ταην πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα.

 

Καμπούρογλου Δ. Γρ. (MCMLXXXV), Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής (1852-1932), Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα.

 

Μπέλλα, Μ. (2016), «Τοπωνύμια των Πατησίων και της Κυψέλης σχετικά με το νερό», ανακτημένο στις 20/7/2016 από τον διαδικτυακό τόπο http://criticeduc.blogspot.gr/2016/06/blog-post_12.html.

 

Μπίρης, Κ. Η. (2005), Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα, εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήνα.

 

 

 

 

 

 



[1] Καμπούρογλου, Δ. Γρ. (MCMLXXXV), Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής 1852-1932, Βιβλιοπωλείο Δ.Ν. Καραβία, Αθήνα.

[2] Την εποχή εκείνη η Αθήνα υπέφερε από λειψυδρία. Παρά τους αλλεπάλληλους καθαρισμούς και τις επισκευές του Αδριάνειου υδραγωγείου το νερό ήταν ελάχιστο για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού πρωτεύουσας, ο οποίος συνεχώς αυξανόταν. Μόνο η περιοχή του Συντάγματος υδρευόταν κανονικά ενώ στις συνοικίες παρεχόταν νερό με μεγάλη οικονομία και όχι καθημερινά. Σε διάφορα σημεία υπήρχαν κρήνες, που διέθεταν γούρνα μπροστά για το πότισμα των ζώων. Σε περιόδους λειψυδρίας μόνο σε αυτές τις βρύσες και μόνο σε ορισμένες ημέρες και ώρες παρεχόταν νερό για όλους τους κατοίκους των συνοικιών. Πλήθος κόσμου μαζευόταν από την προηγούμενη μέρα στο πεζοδρόμιο, με στάμνες και  τενεκέδες περιμένοντας σε ατελείωτη ουρά να έρθει το νερό. Αξιόλογη υπηρεσία πρόσφεραν και οι υδροπωλητές, που με βαρέλια ή στάμνες φορτωμένες στα κάρα τους μετέφεραν και πουλούσαν νερό, που προμηθεύονταν από τα χωριά της Αττικής (Μαρούσι, Πεντέλη, Καισαριανή), από τη στέρνα Γάσπαρη της περιοχής Αγίας Ζώνης, τη Μεγάλη Βρύση της Κυψέλης ή από τα πηγάδια Βεζανή και Ασπρογέρακα των Άνω Πατησίων. (Μπίρης, 2005: 255-256. Μπέλλα, 2016).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου