Σπ. Βασιλείου "Η οδός Πατησίων" (1929) |
Μαριάνθη Μπέλλα
Τα μετεπαναστατικά χρόνια τα Πατήσια ήταν αγροτικός οικισμός, ο οποίος, από
το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, με την επέκταση του σχεδίου της πόλεως εξελίχτηκε
σε εξοχικό προάστιο. Επρόκειτο για μια περιοχή έρημη με ελάχιστα σπίτια, μια
γραφική εξοχή ιδανική για περιπάτους και εκδρομές, γεμάτη ελαιώνες,
κυπαρισσώνες, περιβόλια, ανθόκηπους και λαχανόκηπους, φημισμένους για τις
πατησιώτικες πατάτες. Δεν έλειπαν και οι εξοχικές επαύλεις εύπορων Αθηναίων (Γιοχάλας-Καφετζάκη,
20144: 588-589).
Για την προέλευση του ονόματος Πατήσια υπάρχουν πολλές εκδοχές. Ίσως
προέκυψε από τον αρχαίο δήμο Βατής (Βατήσι), ο οποίος αναφέρεται σε επιγραφή
που βρέθηκε στην Στοά του Αττάλου. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η ονομασία οφείλεται
σε Τούρκο κτηματία της περιοχής τον Πατίς-αγά. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι
προήλθε από τα σουλτανικά κτήματα που κατελάμβαναν μεγάλη έκταση, τα κτήματα
του Πατισάχ. Από παραφθορά της λέξης «Πατισάχ» προέκυψε το τοπωνύμιο Πατήσια.
Κατά τον Δ. Σουρμελή η παλαιά ονομασία ήταν «Κήποι» και αργότερα «Παραδείσια».
Στην τοποθεσία των «Κήπων» κατέλυσε ο Πορθητής όταν επισκέφτηκε την Αθήνα, που
από τότε ονομάστηκε Πατήσια (από το όνομα «Πατισάχ»=μέγας Κύριος, αν βγει το χ
από την λέξη μένει Πατησά=Πατήσια). Ο Θ.Ν. Φιλαδελφεύς υποστηρίζει ότι η
ονομασία αποτελεί παραφθορά του τοπωνυμίου «Παραδείσια». Τέλος υπάρχει μια
ακόμα παράδοση για έναν μέθυσο αγά που κυνηγούσε τρικλίζοντας τα παιδιά της
περιοχής, τα οποία του φώναζαν κοροϊδευτικά «Αγά πάτα ίσια» (Γιοχάλας και
Καφετζάκη, 20144: 588.
Γκαίτλιχ-Σαμαρά 1993: 76).
Το προάστιο Πατήσια βρισκόταν κοντά στο ρέμα του χείμαρρου Ποδονίφτη και γνώρισε
τη μεγαλύτερη του ακμή από το 1908, που άρχισε η συγκοινωνία με το
ηλεκτροκίνητο τραμ, μέχρι περίπου το 1915. Αποτελούσε αγαπημένο τόπο ημερήσιας εκδρομής
για τους Αθηναίους που κατέφθαναν εκεί με κάθε είδους άμαξες, άλογα ή με το
ιπποκίνητο τραμ, ενώ αρκετοί ήταν και αυτοί που προτιμούσαν να πάνε περπατώντας
από την οδό Πατησίων[1].
Μόλις το 1880 τα Πατήσια απέκτησαν φωτισμό με γκάζι, ενώ μέχρι τότε φωτίζονταν
με 45 λαδοφάναρα, τα οποία μόλις έδυε ο ήλιος άναβε και επέβλεπε η αστυνομία. Συνδέθηκαν
με τη
γιορτή της Πρωτομαγιάς, όταν πλήθος Αθηναίων, όλων των τάξεων, συνέρρεε εκεί
για να «πιάσει τον Μάη». Από το απόγευμα της παραμονής, η Πατησίων γέμιζε
άμαξες και περιπατητές, οι οποίοι αγόραζαν
λουλούδια και μαγιάτικα στεφάνια από πλανόδιους αγρότες και κηπουρούς της
Αττικής, ή έκοβαν οι ίδιοι λουλούδια από τους ολάνθιστους κήπους. Ήταν τέτοια η
λεηλασία των πατησιώτικων κήπων, ώστε ο
Τίμος Μωραϊτίνης έγραφε: «Η Παραμονή της
Πρωτομαγιάς ήτο η νυξ του Αγίου Βαρθολομαίου των ρόδων». Όμως η σφαγή των
ρόδων δεν ήταν μόνο έθιμο της Πρωτομαγιάς. Κατά την προεκλογική περίοδο του 1892
«τα Πατήσια» έστειλαν στον Χαρίλαο Τρικούπη μια βοϊδάμαξα φορτωμένη με πέντε
χιλιάδες τριαντάφυλλα για να του εκφράσουν την υποστήριξη και την πολιτική αφοσίωσή
τους Γκαίτλιχ-Σαμαρά, 1993: 39-49).
Μετά την άφιξή του στα Πατήσια, ο κόσμος κάθονταν στα αναψυκτήρια, τα εξοχικά
κέντρα, τα ζυθοπωλεία, τα ζυθεστιατόρια και διασκέδαζε μέχρι τις πρώτες μεταμεσονύκτιες
ώρες. Για όσους διέθεταν μικρότερα βαλάντια υπήρχαν αρκετοί πάγκοι, στους
οποίους μπορούσαν να καθίσουν, να δροσιστούν κάτω από τα πλατάνια και να απολαύσουν
«την ευώδη του Μαΐου αύραν». Ο πιο περιζήτητος ήταν ο
μαρμάρινος πάγκος στη γέφυρα του Ποδονίφτη με εξαιρετική θέα στα περιβόλια. Η
εφημερίδα «Χρόνος» της 1ης Μαΐου 1904 μας μεταφέρει την εορταστική ατμόσφαιρα
που επικρατούσε: «Από την πλατείαν της
Ομονοίας καθ’όλον το μήκος της οδού Πατησίων μέχρι του τελευταίου μαγαζιού του
Ποδονίφτη η κίνησις ήτο ζωηροτάτη κατά τας απογευματινάς και εσπερινάς ώρας·
μηρμυγκιαί ολόκληροι εβάδιζον προς τα Πατήσια, εσκορπίζοντο εις τα εξοχικά
ξενοδοχεία και τα άλλα επίκαιρα μαγαζιά και εώρταζον τον Μάϊον». Δίπλα στο
εργοστάσιο ζυθοποιίας και παγοποιίας Κλωναρίδου, που λειτουργούσε από τις αρχές
του 20ού αιώνα, βρισκόταν το εξοχικό κέντρο «Ουράνιος» με όμορφο κήπο και
πολυτελείς αίθουσες. Όμως τα πιο ονομαστά κέντρα βρίσκονταν στο τέρμα της οδού Πατησίων,
στην Αλυσίδα[2],
όπως ο «Γαλήνιος» του Σκωτίδα, τα «Παναθήναια» με τον ωραίο πευκώνα και ο
«Καρποδίνης», που στεγαζόταν σε ξύλινο περίτεχνο οίκημα, ένα αληθινό
κομψοτέχνημα. Όταν τελείωνε το γλέντι της Πρωτομαγιάς, άρχιζε η επιστροφή του
πλήθους στο «κλεινόν άστυ» από την οδό Πατησίων, που γέμιζε φωνές, τραγούδια
και λουλούδια από τον λουλουδοπόλεμο που γινόταν μέσα από τις άμαξες. Το 1910
άνοιξε στην Αλυσίδα το υπαίθριο θέατρο «Γκρέκα» και ένα χρόνο αργότερα η «Ταραντέλλα»
που πρόσφερε πλούσιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα με Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες
και κωμικά νούμερα. Στα 1920 ξεκίνησε τη λειτουργία του ο υπαίθριος
κινηματογράφος «Κυβέλεια», που πρόβαλε βουβές ταινίες με συνοδεία βιολιού και
πιάνου. Όταν μετά το 1910 κυκλοφόρησαν τα πρώτα αυτοκίνητα και σταδιακά
γενικεύτηκε η χρήση τους, τα Πατήσια έγιναν ένα ακόμα πιο κοντινό σημείο
εκδρομής για τους Αθηναίους (Γκαίτλιχ-Σαμαρά, 1993: 40-49, 77-78).
Λίγο μετά τα Πατήσια έρρεε
ο χείμαρρος Ποδονίφτης, του οποίου το όνομα οφείλεται ή στα γειτονικά κτήματα
της οικογένειας Ποδονίφτη ή πιθανότερα στο λιγοστό νερό που είχε και ήταν
αρκετό για να νίψει μόνο τα πόδια των περαστικών. Περιβαλλόταν από πλούσια
βλάστηση και ήταν ένας πραγματικός υδροβιότοπος. Εκεί το 1902 διεξήχθησαν
ιππικοί αγώνες, ένα μεγάλο κοσμικό γεγονός της Αθήνας και συγκέντρωσε πολύ
κόσμο, ενώ ένα χρόνο αργότερα, το 1903, έλαβε
χώρα μια μονομαχία ανάμεσα στον βουλευτή Ηλείας Δαραλέξη και τον ανθυπολοχαγό
Θεοχάρη. Οι δύο άνδρες διαπληκτίστηκαν, κατά τη διάρκεια δεξίωσης που είχε
παραθέσει στο μέγαρό της η κόμισσα Λουίζα Ριανκούρ, για το ποιος θα χόρευε με μια
νεαρή κοπέλα. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, στην περιοχή δημιουργήθηκε προσφυγικός
συνοικισμός που εξελίχτηκε στον Δήμο Νέας Φιλαδέλφειας (Γιοχάλας-Καφετζάκη,
20144: 590. Πικραμένου, 2015: 183-184).
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), η σύσταση νέων συνοικισμών
προσφυγικών και αστικών, επέδρασε στην πολεοδομική και δημογραφική συγκρότηση
της Αθήνας, η οποία έλαβε τέτοια έκταση και διαμόρφωσε τόσο κακή ρυμοτόμηση
ώστε ποτέ, ίσως, δεν θα μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες της σε έργα υποδομής,
ούτε να αποτελέσει πολεοδομικά οργανωμένο οικισμό (Μπίρης, 2005: 287). Με τον
οικοδομικό οργασμό που ακολούθησε, το προάστιο Πατήσια έπαψε να είναι
απομακρυσμένο, έχασε τον εξοχικό του χαρακτήρα και άρχισε σιγά-σιγά να ενώνεται
με την Ομόνοια και τους γύρω από αυτό οικισμούς.
"Πατήσια" πίνακας του Σπύρου Βασιλείου (1929) |
Την περίοδο του
Μεσοπολέμου, τα Κάτω Πατήσια ήταν μια ήσυχη αραιοκατοικημένη γειτονιά που
εξελίχτηκε σε πόλο έλξης διανοουμένων, καλλιτεχνών και ηθοποιών, που έκτιζαν τα
σπίτια τους στον δρόμο δίπλα στις γραμμές του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου (από το
1938 ήταν υπό κατασκευή και λειτούργησε το 1957). Επρόκειτο για τα σπίτια του
Αργυρόπουλου, των Μυράτ (πατέρα και γιού) κτισμένα σε γερμανικό στυλ με στέγη
και ξύλινα μπαλκόνια, που θύμιζαν εικονογράφηση παραμυθιού. Πολύ κοντά βρισκόταν
και το σπίτι του κωμικού Λογοθετίδη, ένα όμορφο διώροφο κτισμένο την δεκαετία
του 1930. Στην οδό Ιακωβίδου και Ζερβού έμενε η μεγάλη ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη
που θα είχε τραγικό τέλος στα Δεκεμβριανά. Ο Άγιος Ελευθέριος ήταν μια μικρή
εκκλησία που την είχε κτίσει ο εργοστασιάρχης Ναθαναήλ, απέναντι από το
εργοστάσιό του κατασκευής μεταξωτών, και την αφιέρωσε στον Άγιο Ελευθέριο, από θαυμασμό
για τον Ελευθέριο Βενιζέλο (Σεϊζάνη, 2007: 120-121).
Μεταπολεμικά, η πόλη κτίστηκε χωρίς διαπλατύνσεις και χωρίς διάνοιξη νέων
αρτηριών με βασικά χαρακτηριστικά την ακαλαισθησία και την επίδειξη έμφασης το
πολυώροφο ύψος. Τα Πατήσια δεν αποτέλεσαν εξαίρεση αυτού του κανόνα, καθώς άλλαξαν
όψη με την αντιπαροχή και την πυκνή δόμηση και μετατράπηκαν σε μια από τις πιο
πολυάνθρωπες και προβληματικές συνοικίες της Αθήνας, πνιγμένα στο τσιμέντο, την
άσφαλτο και την ατμοσφαιρική ρύπανση. Τα «Παραδείσια» όπως τα ονόμαζε ο
Φιλαδελφεύς δεν υπάρχουν πια. Το μόνο που απέμεινε είναι λίγα μονώροφα και
διώροφα σπίτια με πρασιές και κήπους, κυρίως στην κηπούπολη Κυπριάδου, που
ασφυκτιούν δίπλα στις απρόσωπες πολυώροφες πολυκατοικίες θυμίζοντας μας μια
εποχή που χάθηκε ανεπιστρεπτί (Μπέλλα, 2013).
Τα Άνω και τα Κάτω Πατήσια
Τον Σεπτέμβριο του 1869 μετά το κτίσιμο του Πολυτεχνείου η ρυμοτομία της
πόλης επεκτάθηκε μέχρι τις οδούς Αχαρνών, Μαυρομματαίων και Πιπίνου. Δύο χρόνια
αργότερα, εγκρίθηκε σχέδιο αυτοτελούς προαστίου μεταξύ των οδών Τσίλλερ, Σπ.
Λάμπρου, Νάξου και Ανάφης. Αυτά ήταν τα Άνω
Πατήσια. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1879, εγκρίθηκε στα νότια, μεταξύ της
πόλης των Αθηνών και των Άνω Πατησίων, σχέδιο άλλου προαστίου που
περιλαμβανόταν από τις οδούς Πατησίων, Αγίου Μελετίου και Κνωσού και έλαβε το
όνομα Κάτω Πατήσια. Χαρακτηριστικό
της έλλειψης πρόβλεψης για το μέλλον της πρωτεύουσας είναι το γεγονός ότι κατά
την έγκριση του προαστίου των Κάτω Πατησίων, δεν εξασφαλίστηκε η συνέχεια της
οδού Γ΄Σεπτεμβρίου και των παραλλήλων της, οι οποίες διακόπηκαν στην οδό Αγίου
Μελετίου. Αυτό αποτέλεσε μια σοβαρή παράλειψη της οποίας τα αποτελέσματα θα
φαίνονταν αργότερα (Μπίρης, 1966: 163-164).
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 η Επιτροπή Καλλιγά συνέταξε νέο
σχέδιο των Αθηνών, στο οποίο περιέλαβε ως εκτάσεις της υπάρχουσας ρυμοτομίας
και ορισμένους προσφυγικούς συνοικισμούς (Βύρωνα και Ν. Σμύρνης), αλλά και έναν
ιδιωτικό συνοικισμό, τον συνοικισμό Κυπριάδου, της εταιρείας Κυπριάδη-Κυριαζή,
κοντά στην Αλυσίδα. Τον Μάρτιο του 1924 εγκρίθηκε το μεταρρυθμιστικό σχέδιο της
περιοχής των Πατησίων και τους επόμενους μήνες άρχισε η έκδοση αδειών οικοδομής
πάνω στις γραμμές του. Όσο όμως γίνονταν γνωστές οι θυσίες που επέβαλε η νέα
ρυμοτομία σε βάρος των μικροϊδιοκτητών γης στα Πατήσια, χωρίς καμία πρόβλεψη
για την καταβολή αποζημιώσεων, τόσο αυξανόταν
η δυσφορία και η αγανάκτησή τους. Τελικά, οι Πατησιώτες ιδιοκτήτες οργανώθηκαν
σε σύλλογο με πρόεδρο τον δικηγόρο Λεόντιο Λεοντίου και εξέδωσαν φυλλάδιο
διαμαρτυρίας κατά της Επιτροπής Καλλιγά και του σχεδίου της, το οποίο
προσυπέγραφε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αντ. Χρηστομάνος, ως πρόεδρος της
Γενικής Ενώσεως Ιδιοκτησίας. Στο κείμενο του φυλλαδίου καταλόγιζαν στον Π. Καλλιγά
το γεγονός ότι πρότεινε την επέκταση της οδού Γ΄Σεπτεμβρίου μέσω των οδών
Ιεροσολύμων και Λευκωσίας επιβάλλοντας σοβαρές θυσίες στους ιδιοκτήτες γης, ενώ
ο σχεδιασμός άφηνε ανέπαφο το δικό του κτήμα διατηρώντας την καμπύλη την οποία
σχηματίζει η οδός Πατησίων μεταξύ των οδών Κύπρου και Μιχαήλ Νομικού. Τελικά η
κυβέρνηση Πάγκαλου υπέκυψε στις αξιώσεις των ιδιοκτητών και κατάργησε το σχέδιο
Καλλιγά με προεδρικό διάταγμα που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1926 (Μπίρης 2005:
284-286). Από τη δεκαετία του 1930, το κτήμα Καλλιγά χωρίστηκε σε διάφορα τμήματα
και ένα από αυτά παραχωρήθηκε στο Δημόσιο για τη δημιουργία πάρκου (σημερινή
πλατεία Καλλιγά).
Στην οριοθέτηση των Άνω και Κάτω Πατησίων, σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι
ονομασίες των στάσεων του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου (Κάτω Πατήσια και Άνω
Πατήσια). Τα
Κάτω Πατήσια, περιέλαβαν την περιοχή από την πλατεία Αμερικής μέχρι τον Άγιο
Λουκά και μεγάλη έκταση κάτω από τις οδούς Πατησίων και Αχαρνών (σχεδόν μέχρι
τον Κηφισό). Τα Άνω Πατήσια περιέλαβαν τις περιοχές που εκτείνονται από τον
Άγιο Λουκά μέχρι το τέρμα Πατησίων (Αλυσίδα) και την κηπούπολη Κυπριάδου, με
όρια τον συνοικισμό Προμπονά και το ρέμα του Ποδονίφτη. Στις μέρες μας η διάκριση σε Άνω και Κάτω Πατήσια δεν χρησιμοποιείται τόσο
πολύ και οι δύο ονομασίες παρέμειναν κυρίως στις στάσεις του ηλεκτρικού (Μπέλλα,
2013).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γιοχάλας Θ. και
Καφετζάκη Τ. (20144), Αθήνα.
Ιχνηλατώντας ταην πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία, Βιβλιοπωλείο
της Εστίας, Αθήνα.
Σαμαρά-Γκαίτλιχ, Ν., (1993), Ιχνογραφία Πατησίων (Τα Πατήσια κάποτε…), Λύχνος
ΕΠΕ, Αθήνα.
Καιροφύλας, Γ.
(2001), Η Αθήνα της Μπελ Επόκ,
εκδόσεις Ίρις, Αθήνα.
Μπέλλα, Μ.
(2013), «Ιστορικά σχολεία των Πατησίων», ανακτημένο στις 26/07/2016 από τον
διαδικτυακό τόπο http://criticeduc.blogspot.gr/2013/02/blog-post_6954.html.
Μπίρης, Κ. Η.
(1966), Αι Αθήναι από του 19ου εις τον
20όν αιώνα, εκδόσεις του καθιδρύματος πολεοδομίας και ιστορίας των Αθηνών,
Αθήναι.
Μπίρης, Κ. Η.
(2005), Αι Αθήναι από του 19ου εις τον
20όν αιώνα, εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήνα.
Πικραμένου, Μ.
Σκ. (2015), … πεθαίνουμε εκεί που
αγαπάμε! Η βιογραφία της Λουΐζας Ριανκούρ. Βασισμένη στο ερευνητικό έργο του
Νίκου Νικολαΐδη, εκδόσεις Πικραμένος, Αθήνα.
Σεϊζάνη, Ρ.
(2007), Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τα
Πατήσια, Μαΐστρος, Αθήνα.
ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ
http://www.iranon.gr/PENTELI/PENTELI5baddendum.htm
http://www.stasy.gr/index.php?id=407
[1] Η οδός Πατησίων ήταν ένας αγροτικός δρόμος που συνέδεε την Ομόνοια με το
χωριό Πατήσια και συνέχιζε μέχρι τους πρόποδες της Πάρνηθας. Το 1841 άρχισε η
διαμόρφωση και κατασκευή της οδού, που σχεδιάστηκε ως συνέχεια της οδού Αιόλου
και ακολουθούσε την πορεία του παλαιού αγροτικού δρόμου. Παρά τον εξοχικό
χαρακτήρα του συμπεριλήφθηκε στις δενδροφυτεύσεις οδών και λεωφόρων που
πραγματοποίησε η βασίλισσα Αμαλία. Στην οδό Πατησίων γεννήθηκε ο αθηναϊκός περίπατος, ο οποίος αποτελούσε
καθιερωμένη συνήθεια των Αθηναίων όλων των κοινωνικών τάξεων. Μέχρι το 1883 η
Πατησίων πλημμύριζε κάθε Πέμπτη και Κυριακή από ένα ετερόκλητο κοινό:
τμηματάρχες υπουργείων με λευκό γιλέκο και χοντρή χρυσή καδένα, καθηγητές
γυμνασίων με ψάθινο καπέλο, νεαρούς ποιητές που μιμούνταν τους στίχους των
ρομαντικών Σούτσου και Παράσχου, στρατιωτικούς, κυρίες με κρινολίνα,
φουστανελοφόρους, δανδήδες με κοντά σακάκια και αμαζόνες με ψηλά καπέλα. Ο
περίπατος οδηγούσε στο Πεδίο του Άρεως όπου η στρατιωτική μπάντα έπαιζε
ευρωπαϊκούς ρυθμούς πάνω σε μια ξύλινη πολυγωνική εξέδρα. Η μετάβαση γινόταν με
τα πόδια, με άλογα ή με άμαξες και αποτελούσε την κυριότερη ψυχαγωγία των
κατοίκων της πόλης. Δεν έλειπε ούτε το βασιλικό ζεύγος, το οποίο κατέφθανε έφιππο
και τότε με το σύνθημα του φρούραρχου Αθηνών άρχιζε η εκδήλωση. Η πατησίων
θεωρούνταν τα Ηλύσια Πεδία της Αθήνας διαθέτοντας διπλές δενδροστοιχίες και
επιβλητικές επαύλεις με μεγάλους κήπους (Καιροφύλας, 2001: 80. Γκαίτλιχ-Σαμαρά,
1993: 28-30).
[2] Την ονομασία αυτή είχε πάρει η
περιοχή από το 1900, όταν είχε τοποθετηθεί μια μεγάλη σιδερένια αλυσίδα, για να
σταματά την διέλευση των πεζών όταν περνούσε το τραίνο που ξεκινούσε από την Πλατεία
Αττικής και έφθανε μέχρι την Κηφισιά, με διακλάδωση από Ν. Ηράκλειο μέχρι
Λαύριο (ονομάστηκε «θηρίο»
για τη φασαρία που έκαναν οι μηχανές του που σκόρπιζαν σπίθες και αναμμένα
κάρβουνα, λειτούργησε δε μέχρι το 1938). Όταν πλησίαζε το τραίνο στην περιοχή,
ένας σιδηροδρομικός υπάλληλος έφραζε τον δρόμο με μια αλυσίδα
διακόπτοντας την κίνηση των οχημάτων. Από το 1930 η αλυσίδα αντικαταστάθηκε από
δυο σιδερένιες μπάρες. Με την πάροδο του χρόνου η περιοχή της αλυσίδας γνώρισε
μεγάλη άνθηση με την γραμμή του τραμ και την λειτουργία κέντρων αναψυχής
(Γκαίτλιχ-Σαμαρά, 1993: 36-37).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου