Σελίδες

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

Η συνοικία της Κυψέλης μέσα από την πέννα των συγγραφέων

 



19ος αιώνας

«Στις 16 Ιουλίου 1826 όταν ο Κιουταχής ή Κιτάγιας, όπως τον λέει ο Μακρυγιάννης, έφτασε στην Αθήνα με σκοπό την εκπόρθηση της Ακρόπολης, κατασκήνωσε στα Πατήσια στον κήπο του γιατρού Δημ. Γάσπαρη. (Σημερινή περιοχή Αγίας Ζώνης-Καλλιφρονά). Έστησε εκεί το κεντρικό του στρατόπεδο κι έχτισε έναν πύργο για πολεμικό παρατηρητήριο. Τον πύργο γκρέμισε ο Γάσπαρης όταν επέστρεψε στην Αθήνα μετά τη λήξη του αγώνα της Ανεξαρτησίας» (Ναταλία Σαμαρά-Γκαίτλιχ, Ιχνογραφία Πατησίων, Τα Πατήσια κάποτε…, Αθήνα 1993, σ. 24). 

«Στέρνα Γάσπαρη: Παλαιά τοπωνυμία, προκύψασα από στέρναν, η οποία υπήρχε εις την ΒΔ. γωνίαν των οδών Καλλιφρονά και Αγίας Ζώνης. Συνεκέντρωνεν αύτη το νερό της αυτόθι πηγής, με το οποίον εποτίζετο το παρακείμενον περιβόλι του Αθηναίου ιατρού και προξένου της Γαλλίας Δημ. Γάσπαρη, περί το τέλος της Τουρκοκροκρατίας. Εις το περιβόλι εκείνο εφυτεύθησαν δια πρώτην φοράν εις τας Αθήνας του 1818 ντομάτα και μενεξές, με σπόρους τους οποίου έδωσαν εις τον Κόνσολαν Δ. Γάσπαρην οι Καπουκίνοι του ΜΝημείου του Λυσικράτους. Εσώζετο η Στέρνα του Γάσπαρη ακόμη περί το 1920» (Λάμπρος Γ. Κορομηλάς, Το Αθηναϊκό κελάρυσμα, Ε.Ε.Υ. 1977, σ.158).

«Γεγονός πάντως είναι ότι ο πρώτος που "έκτισε μεγάλο σπίτι" ήταν ο Άγγλος ναύαρχος διοικητής της μεγάλης Βρεταννικής μοίρας της Μάλτας σερ Pulteney Malcolm. Ο "οίκος Μάλκωμ" -πρόκειται για εξοχική έπαυλη-  θεμελιώθηκε μακρυά από την πόλη, στα χωράφια, εκεί που κάποτε  είχε στήσει τη σκηνή του ο στρατάρχης Ρεσίτ πασάς Κιουταχής. Το χτίριο Μάλκωμ το αγόρασε αργότερα ο Σπυρίδων Τρικούπης και τέλος μετετράπη και ακόμα στεγάζεται το 'Ασυλο Ανιάτων (οδός Αγίας Ζώνης 28). Αρχιτέκτονες ήσαν οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ.  Στοίχισε 3.000 λίρες, τα δε οικοδομικά υλικά μετεφέρθησαν με δίτροχα κάρρα "εισαχθέντα εκ Μάλτας" και τα οποία για πρώτη φορά έβλεπαν οι Αθηναίοι. "Δύο έτη παρήλθον ακόμη ίνα το πρώτον τετράτροχον εισαχθή εις Αθήνας, εις τας  οποίας σήμερον 7.000 αυτοκινήτων κυκλοφορούσιν, ως λέγεται". Αυτά έγραφε το 1925 ο ιστορικός της Τουρκοκρατίας Ουίλιαμ Μύλλερ» (Λάμπρος Γ. Κορομηλάς, Το Αθηναϊκό κελάρυσμα, Ε.Ε.Υ. 1977, σ. 78).

«Κατά το έτος 1863 εβραδύναμεν να μεταβώμεν στην εξοχήν και μόνον τον Ιούλιον, όταν πλέον είχον καταπαύσει αι εμφύλιαι ανωμαλίαι, κατορθώσαμε τούτο. Ενοικιάσαμε δε ένα μεγάλο σχετικώς σπίτι στα Απάνω Πατήσια και πλησίον της Παναγίας Ζώνης, το οποίον και σώζεται νομίζω ακόμη. Το σπίτι αυτό είχε δύο πατώματα: στο κάτω διέμενε μια πενηντάρα χήρα - Υδραιοσπετσιώτισσα ήτο – η οποία εκαμάρωνε δια το αξίωμα της νοικοκυράς του σπιτιού» (Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου,  Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής 1852-1932, Αθήνα MCMLXXXV, σσ. 207-208).

«Ένας μεγάλος τοίχος εχώριζε το κτήμα του θείου μου από εκείνο του Μαυροκορδάτου (μετέπειτα Τρικούπη και αργότερα Άσυλον Ανιάτων). Μιας συνοριακής ξυνομουριάς τα ξυνόμουρα δεν τα ελησμόνησα ούτε και την επίπληξιν της μητέρας μου, που μ’ έβλεπε με μαυρισμένα χείλη. 

Δια μέσου του κήπου διήρχετο το νερόν από τις στέρνες του Γάσπαρη, που παρείχετο στους διαφόρους ιδιοκτήτας, ωρισμένας ώρας της ημέρας και της νυκτός. Δίπλα και κατά μήκος της αμπολής, που ήτο στην ανατολική πλευρά του σπιτιού, είχε φυτρώσει πυκνό μελισσόχορτο και γλυφονάκι (αγριομέντα της σήμερον), στα ελαφρώς δε κυανώδη άνθη του περιίπτατο ομοιομόρφως πεταλουδίτσα, την οποίαν από τότε εκαμάρωνα και κατόπιν έγραψα κάτι δι’ αυτήν» (Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου, Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής 1852-1932, Αθήνα MCMLXXXV, σ. 284).

«Ο Κανάρης μπαίνει στο σαλόνι, δίνοντας μας χειραψία. άντρας μικροκαμωμένος, κοντόχοντρος σταχτερός, ασπρομάλλης, μύτη ζουπηγμένη και λοξή στην άκρη, πρόσωπο τετράγωνο ύφος βίαιο γλυκό, δίχως μέτωπο. Παραμένει με τη δεξιά γάμπα απλωμένη στο πλάι, το γόνατο γυρισμένο, το πόδι έξω, καθώς κάθεται στην πολυθρόνα του. [...} Πραγματικός αστός! Θλιβερή επίσκεψη! Να ωστόσο ένας άνθρωπος αιώνιος απαθανατισμένος!» (Γουσταύος Φλωμπέρ, Το ταξίδι στην Ελλάδα, Δεκέμβριος 1850 - Φεβρουάριος 1851, μτφρ. Π.Α. Ζάννας, εκδ. Ολκός, Αθήνα 2007, σ. 88-89).



20ός αιώνας

«Το πατρογονικό σπίτι με τα ζωγραφιστά ταβάνια του και φωτιζόμενο από πολύφωτα με «γκαζ» οικοδομήθηκε στις αρχές του 20ού αι. (1912) από τον εργολάβο Π. Κωνσταντίνου, του οποίου οι κόρες μένουν και σήμερα σε παρακείμενο δρόμο.  

Τα χρόνια εκείνα ήταν χωμένο ανάμεσα σε πεύκα, ελιές, λεμονιές, πορτοκαλιές, πασχαλιές, συκές, μουριές, γαζίες και λογής –λογής άλλα λουλούδια, όπως και οι όμορφες επαύλεις του Καλλιφρονά, του Πολυζώη και του Καλλιγά, των οποίων οι κήποι ήταν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. 

Σήμερα το πατρογονικό υψώνεται ακόμα, γιατί το «ΥΠΕΧΩΔΕ» λες κι ήταν το ανάκτορο της Σλήμαν! Το κήρυξε «Διατηρητέο»! 

Έτσι σήμερα το πατρογονικό μας σπίτι υψώνεται ακόμα, όμως ερειπωμένο στο κύλισμα του χρόνου ανάμεσα σε «μπετένια» κυπαρίσσια, δηλαδή πολυκατοικίες, …» (Αντώνιος Μοσχωνάς, Η συνοικία “Αγίας Ζώνης” της Αθήνας κάποτε. Παραδεισένιες ομορφιές που χάθηκαν, Αθήνα 2008, σσ. 42-43). 




Μεσοπόλεμος

«Τη Φωκίωνος Νέγρη τη ζούσαμε από τα χρόνια που ήταν ρέμα. Ρέμα που κατέβαζε όταν έβρεχε τα νερά από τα Τουρκοβούνια. Πέρναγαν κάτω από την Πατησίων στην Αγίου Μελετίου και συνέχιζαν προς Κηφισό. Αμέσως πάνω από την πλατεία Κυψέλης ήταν το πεδίο βολής της Σχολής Ευελπίδων.
Ύστερα ήρθε σαν δήμαρχος ο Κώστας Κοτζιάς. Έκλεισε το ρέμα, φύτεψε δένδρα, έκανε ρυάκια και λίμνη, έκτισε τη Δημοτική Αγορά. Ομόρφηνε ο τόπος.
Και αρχίσαμε να λιώνουμε τις σόλες των παπουτσιών μας στις βόλτες. Όταν υπήρχε δίφραγκο καθόμαστε στο καφενείο του Πέτρου Λαμέρα. Το πιο συνηθισμένο όμως ήταν να ανοίγουμε πηγαδάκι, στα όρθια, δίπλα στο περίπτερο του Καλιακούδα.
Υπήρχαν και οι μεγάλες γιορτές όταν υπήρχε τάληρο στην τσέπη. Τότε στρογγυλοκαθόμαστε στην ουζερί του Δρίτσα για μπύρα. Αυτό σπάνια, πολύ σπάνια» (Π. Μ. Μιχαηλίδης, Αγαθουπόλεως 7. Μικρές ιστορίες από την μεγάλη Κατοχή, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1991, σ. 28). 

«Το κτίριο λοιπόν, που θεώρησαν κατάλληλο να ενοικιάσουν ήταν δύο γειτονικές μονοκατοικίες στην οδό Μηθύμνης 35 και 35Α. Είχαν το όνομα «Βίλλα Μπέλλα Βίστα» και ήταν ιδιοκτησία του Σιμόν Σιμονιάν, Αρμενικής καταγωγής. Εκεί σήμερα στεγάζεται το Ταχυδρομείο της περιοχής. Τα δωμάτια ήταν ψηλοτάβανα με μεγάλα παράθυρα και πόρτες. Στο πίσω μέρος υπήρχε σχετικά μεγάλη αυλή και έτσι θα λυνόταν το πρόβλημα του διαλείμματος. Φυσικά θα έπρεπε να γίνουν οι κατάλληλες εργασίες, ώστε να μετατραπούν σε σχολικές αίθουσες» (Γρηγόριος Α. Τυχόπουλος, Αυξέντιος Γ. Τυχόπουλος  «Ο Δάσκαλος», μια ζωή, ένα όραμα, ένα έργο, Αθήνα χ.χ., σσ. 61-62).

«Η πλατεία Αμερικής την εποχή εκείνη, λεγόταν πλατεία Αγάμων. Το όνομα είχε δοθεί από το λαό, επειδή τότε ήταν ερημική και αποτελούσε κέντρο ερωτικών συναντήσεων, «άθλημα» στο οποίο πρωτοστατούσαν τότε περισσότερο οι άγαμοι. Ακόμη παλιότερα λεγόταν ανεπίσημα πλατεία Ανθεστηρίων, γιατί οι Αθηναίοι έρχονταν από το κέντρο στην εξοχή να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά. Εκεί που είναι σήμερα ο κινηματογράφος Άττικα υπήρχε το μέγαρο του καπνοβιομήχανου Παπαστράτου. Ήταν ένα καλλιμάρμαρο κτίριο, με ένα τεράστιο κήπο, που έφθανε μέχρι το σημερινό πρατήριο βενζίνης Texaco. Αυτή η βίλλα ήταν το εξοχικό σπίτι της οικογένειας. Στην απέναντι γωνία βρισκόταν το αριστοκρατικό ζαχαροπλαστείο του Κανδηλώρου που ερχόντουσαν οι Αθηναίοι με το τραμ να απολαύσουν τις καταπληκτικές πάστες του» (Γρηγόριος Α. Τυχόπουλος, Αυξέντιος Γ. Τυχόπουλος  «Ο Δάσκαλος» μια ζωή, ένα όραμα, ένα έργο, Αθήνα χ.χ., σσ. 61-62).

«Η οικογένεια Καραγιάννη, με τα επτά παιδιά, ήταν εγκατεστημένη πριν απ' τον πόλεμο του '40 σε μια διώροφη μονοκατοικία, όπως ήδη αναφέραμε, στην οδό Λήμνου 1. Η περιοχή αυτή εθεωρείτο μια "καλή γειτονιά", με την ευρύτερη έννοια, της Πλατείας Αμερικής, την οποία οι τότε Αθηναίοι ονόμαζαν "Πλατεία Αγάμων". Οι οικογένειες οι οποίες κατοικούσαν εκεί ανήκαν στη λεγόμενη μεσοαστική τάξη, και μάλιστα στην αρκετά ευκατάστατη κλίμακά της. Υπήρχαν φυσικά και πτωχότερες μικροαστικές οικογένειες που ζούσαν σε μικρές μονοκατοικίες» (Αλέξανδρος Ζαούσης, Λέλα Καραγιάννη. Η Μπουμπουλίνα της Κατοχής (1941-1944), εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2004, σ. 27).


Κατοχή- Αντίσταση-Εμφύλιος

«Στην πλατεία Αμερικής καθόταν και η οικογένεια Καραγιάννη. Με τρία αγόρια, τον Γιώργο, τον Βύρωνα και τον Νέλσονα, μαζί στους προσκόπους από πολλά χρόνια. Κάποιος μου είπε ότι η Λέλα Καραγιάννη κρύβει Εγγλέζους αιχμαλώτους και έχει ανάγκη από βοήθεια» (Π. Μ. Μιχαηλίδης, Αγαθουπόλεως 7. Μικρές ιστορίες από την μεγάλη Κατοχή, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1991, σ. 18).

«Το καλοκαίρι του 1941 ήταν πια προς το τέλος όταν η γειτονιά μας, η Κυψέλη, άρχισε να αδειάζει από νιάτα. Σχεδόν κάθε μέρα κάποιο από τα γνωστά παιδιά, και ήμαστε τότε όλοι γνωστοί μεταξύ  μας, δεν εμφανιζόταν στη βόλτα της Φωκίωνος Νέγρη ή για πρέφα στο καφενείο του Πέτρου Λαμέρα. Και ύστερα μαθαίναμε ότι έφυγε και αυτός. Για κάτω. Για Μέση Ανατολή, για την Αίγυπτο. Εκεί είχαν μεταναστεύσει οι ελπίδες μας και τα όνειρά μας» (Π. Μ. Μιχαηλίδης, Αγαθουπόλεως 7. Μικρές ιστορίες από την μεγάλη Κατοχή, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1991, σ. 68).

«Στην πλατεία Θάσου. Γωνία Θάσου και Κελαινούς το σπίτι του. Τριώροφο. Στον απάνω όροφο έμενε ο αδελφός της γιαγιάς του. Στο μεσαίο ο Γιώργος (Σεβαστίκογλου) με την οικογένειά του και στο ισόγειο ένα άσχετο ζευγάρι. Άνοιξε ο Γιώργος με το κλειδί του. Ανεβήκαμε μια μαρμάρινη σκάλα. Μπήκαμε σ’ ένα μεγάλο χολ. Μέσα από μια κλειστή μεγάλη τζαμένια πόρτα ακούγαμε ομιλίες και γέλια» (Άλκη Ζέη, Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, εκδ. Μεταίχμιο, 2013, σ. 270).

«Είχε μάθει πως στην Αγία Ζώνη που ήτανε και ενορία του Γιώργου (Σεβαστίκογλου) ο παπάς δεχόταν να κάνει γάμο με δόσεις. Θα αναλάμβανε η μαμά να τον ξοφλήσει. Θα εξοικονομούσε απ’ αυτά που τις έδινε ο μπαμπάς για τα έξοδα του σπιτιού.  Όσο για φουστάνι, θα έφερνε τη Μόλι τη μοδίστρα που έραβε στο σπίτι και θα μου έφτιαχνε στα μέτρα μου ένα δικό της φόρεμα από κείνα που είχε προπολεμικά» (Άλκη Ζέη, Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, εκδ. Μεταίχμιο, 2013, σ. 371).

«Το σημείωμα του έλεγε να πάει στην πλατεία Αγάμων, οδός Καρπάθου 52 […] Το σπίτι ήταν μια από κείνες τις ευγενικές μονοκατοικίες του μεσοπολέμου, με τα ακροκέραμα, την είσοδο στο κέντρο, τα δυό παράθυρα δεξιά κι αριστερά και το καγκελωτό πορτάκι που σε άφηνε να πας στην πίσω αυλή, απ’ όπου ξεχώριζε το μαυροπράσινο πυροτέχνημα ενός φοίνικα. Στην κύρια είσοδο το λουκέτο με την αλυσίδα σου έλεγε πως το σπίτι είναι ακατοίκητο. Έσπρωξε την καγκελόπορτα και προχώρησε στον κήπο» (Γιώργος Μιχαηλίδης, Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας, βιβλίο 2ο (Ο λαβύρινθος), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 20028, σ. 63).



Οι μεταπολεμικές δεκαετίες

«Η Κυψέλη, που συνδέεται με τα Πατήσια με πολλούς κάθετους δρόμους, βρίθει από οδούς με ονόματα νησιών. Αρχιπέλαγος την ονομάζει ποιητικά ένας δημοσιογράφος που υπογράφει Βοκκάκιος. Στη γειτονιά μας έχουμε μερικά από τα νησιά που περίσσεψαν από εκεί» (Ρίκα Σεϊζάνη, Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τα Πατήσια, εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 2007, σ. 174).

«Πάμε στο πάρκο με τα πόδια· από το πάρκο στο τέρμα Πολυγώνου κι από κει την οδό Φωκίωνος Νέγρη. Η οδός αυτή είναι (δηλ. ήτανε) η ομορφότερη της Αθήνας, μια γωνιά ελβετικού τοπίου. Με τα νερά, που κατεβαίνουν από το Γαλάτσι, μπόρεσε να έχει βρύσες, αναβρυτήρια, στέρνες, δέντρα φουντωμένα, θάμνους και λουλούδια κι επομένως δροσιά και ίσκιο και λήθη των εγκοσμίων. Μια φορά και έναν καιρό. Τώρα, όλα τα κεντρικά πεζοδρόμια, που ανάμεσά τους τρέχει το νερό, είναι πιασμένα από τραπέζια. Και στ’ ακρινά πεζοδρόμια ρεστοράν, ζαχαροπλαστεία και κέντρα υπερπολυτελείας» (Κώστας Βάρναλης Αττικά. 400 χρονογραφήματα (1939-1958) για την Αθήνα και την Αττική, Φιλολογική επιμέλεια–κείμενα Νίκος Σαραντάκος, εκδ. Αρχείο, Αθήνα 2016, σ. 392).

 «…Κυριακή απόγευμα, αρχές καλοκαιριού, αποφάσισαν να μας στείλουν τη Μαίρη, εμένα και τον Ίωνα βόλτα στη Φωκίωνος Νέγρη, όπου είχαν έρθει κούνιες, αλογάκια και παιχνίδια […] Κάποτε φτάσαμε σ’ένα φαρδύ χωματόδρομο, σαν ρεματιά, γεμάτο πυκνά πλατάνια, όπου ανάμεσά τους έτρεχε κελαρύζοντας άφθονο νερό. Κόσμος δροσιζότανε βολτάροντας τριγύρω, ενώ στις βρεγμένες και καλοσκουπισμένες άκρες αυτού του χωματόδρομου υπήρχαν σε συμμετρικές σειρές τραπέζια με λευκά τραπεζομάντιλα τριγυρισμένα από ψάθινες καρέκλες, κι απάνω τους πιάτα, πετσέτες, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα, έτοιμα να παρασύρουν τον κόσμο να καθίσει να φάει τα σουβλιστά κρέατα που ψήνονταν δίπλα. Κανένας όμως δεν καθόταν στα τραπέζια· ίσως γιατί ήταν νωρίς ακόμη· προς το παρόν όλοι όσοι βόλταραν ρουφούσαν και κατάπιναν την τσίκνα της ψησταριάς· γι’ αυτήν δεν πλήρωναν τίποτε» (Μαριέλλη Σφακιανάκη-Μανωλίδου, Τις Κυριακές φορούσαμε τα καλά μας, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1998, σσ. 134-135).

«Ήταν Οκτώβρης, αλλά στην οδό Πατησίων έπαιζαν ακόμη οι θερινοί κινηματογράφοι, στους δρόμους κυκλοφορούσαν οι άνθρωποι με ελαφρά κουστούμια -και μερικοί με πουκάμισα- και τις νύχτες, στα "Νερά" της οδού Φωκίωνος Νέγρη, το "Σελεκτ" άπλωνε στα πεζοδρόμια τα τραπέζια του» (Γιάννης Μαρής, Αύριο και για πάντα,  εκδ. Ατλαντίς, Αθήνα χ.χ., σ. 117).

«Όταν γυρίσαμε από τη Ρόδο νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στην οδό Κυψέλης. Σου έχω πει γι’ αυτό. Ήταν το δώμα μιας παλιάς και πολύ βρόμικης πολυκατοικίας. Ένα δωμάτιο μόνο του, στη μέση μιας βρόμικης ταράτσας. Για μπάνιο και για μαγειρική κατεβαίναμε στο διαμέρισμα των ιδιοκτητών […] Το δώμα δεν είχε παντζούρια και έβραζε από τη ζέστη. Απέναντι ήταν ένα νυχτερινό κέντρο κι ακούγαμε δυνατά τις μουσικές» (Ξένια Καλογεροπούλου, Γράμμα στον Κωστή, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 20157, σ. 130).

«Η Σπάρτης 14 ήταν το δεύτερο σπίτι μου. Είτε καθόμασταν στο μπαλκόνι είτε στο δωμάτιο της Μαρίνας ή στην τραπεζαρία, εκεί θα μ’ έβρισκες. Όταν είχαμε διαγωνισμούς μελετούσαμε στην κουζίνα πίνοντας καφέ […] Τον Καραγάτση τον φοβόμουνα λιγάκι. Όταν δεν ήταν κλεισμένος στο γραφείο του τριγύριζε στο σπίτι σιωπηλός, σαν λιοντάρι στο κλουβί. Κρατούσε πάντα μια πίπα και τσιγάρο, φορούσε τη ρόμπα του και στο κεφάλι εκείνο που έβαζαν παλιά οι άντρες για να κρατάνε τα μαλλιά τους πατημένα» (Ξένια Καλογεροπούλου, Γράμμα στον Κωστή, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 20157, σ. 133).

«Ήταν ένα πρωί δροσερό. Από παράθυρα και μπαλκόνια οι γείτονες τον καλημέριζαν εγκάρδια. Ο Αδριανός κονταστάθηκε μπρος απ’ την πολυκατοικία τους γυροφέροντας το βλέμμα στο βάθος του δρομάκου με τις κεραίες της τηλεόρασης πάνω στις ταράτσες σαν τεράστια έντομα. Την αγαπούσε πολύ αυτή την οδό Εκάτης. Δε θα την άλλαζε με τον πιο αριστοκρατικό δρόμο. Υπήρξε το λίκνο των παιδικών χρόνων του. Τη θυμότανε με τις σειρές από τ’ αραιά λεμονόδεντρα να κατηφορίζουν για την πλατεία Κυψέλης· με τις νοικοκυρεμένες μονοκατοικίες της να συνθέτουν τη συμφωνία μιας φιλικής ζωής μέσα στην ήρεμη εναλλαγή των εποχών, όπου τα γεγονότα κάθε σπιτιού τροφοδοτούσαν τις συζητήσεις στ’ άλλα» (Τάσος Αθανασιάδης, Οι τελευταίοι εγγονοί, τόμ. Α΄, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1984, σ. 67).

«O κόσμος του Σαββατοκύριακου πλημμύριζε τα πεζοδρόμια στη Φωκίωνος Νέγρη. Τ' αμάξια ανεβοκατέβαιναν απ' τις δυό μεριές του δρόμου μ' αδιάκοπη βαβούρα. Μ' όλη την οσμή απ' τα καυσαέρια, στη μύτη τους έφτανε μυρωδιά απ' τις ξεπλυμένες λεμονιές. Στην καφετερία Οριεντάλ βρήκαν το δεξί καρέ με το κρυστάλλινο χώρισμα μισοάδειο. Απομονώθηκαν σε μιάν άκρη και παράγγειλαν τοστ και πορτοκαλάδες» (Τάσος Αθανασιάδης, Οι τελευταίοι εγγονοί, τόμ. Α΄, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1984, σσ. 179-180).

«Κατηφόρισε την Αλεξάνδρας, μπήκε σε μια αλέα του Πάρκου κλοτσώντας όπως άλλοτε πέτρες και σπιρτοκούτια. Το δειλινό έπεφτε φθινοπωρινό, με σκιές που μάκραιναν απότομα και τα φανάρια άναψαν όλα μαζί σαν κουρντισμένα, φέρνοντας ένα ξάφνιασμα στα ζευγάρια. Έφτασε στην πλατεία του Άλσους, το αναψυκτήριο κλειστό, κάτι πιτσιρικάδες ντυμένοι με ριγέ φανέλες είχαν παρατήσει την μπάλα  και ξάπλωναν ξύπνιοι στα παρτέρια [...] Ανηφόρισε τη Δοϊράνης, δεξιά τρίτο στενό ήταν το σπίτι του σε μια μικρή πολυκατοικία τέταρτη στη σειρά [...] Ένα βήμα τον χώριζε απ'το σπίτι που είχε μεγαλώσει, η ίδια είσοδος με τ' αναιμικά φυτά και τα σκαλιά λασπωμένα πάντα» (Μένης Κουμανταρέας, Η φανέλα με το εννιά, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1986, σσ. 147-148).


«...
Στο μεταξύ, η Κυψέλη άνθιζε. Εναλλακτική προς το Κολωνάκι και την «περιοχή Ανακτόρων», μάζευε πιο ζωηρό, πιο ανήσυχο, πιο καλλιτεχνικό κόσμο. Τα ζαχαροπλαστεία στη Φωκίωνος διανυκτέρευαν. Τα τραπεζάκια ενώνονταν, γίνονταν οργιώδεις συζητήσεις επί παντός του επιστητού. Οι κινηματογράφοι πολλαπλασιάζονταν κουνεληδόν. Αντί να δώσεις το οικόπεδό σου αντιπαροχή, έστηνες ένα άσπρο πανί, άπλωνες καμιά εκατοστή καρέκλες κι έπαιζες γουέστερν μα και ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού, κωμωδίες της Φίνος αλλά και τον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου… Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο ύψος του Πεδίου του Άρεως, λειτουργούσαν θερινά θέατρα, το «Παρκ», το «Μετροπόλιταν». Το καλοκαίρι του 1962, στο ένα ανέβηκε η «Όμορφη Πόλη» του Μίκη Θεοδωράκη και στο άλλο η «Οδός Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι. Μέσα στο Πεδίο του Άρεως ήταν το θέατρο τού Μάνου Κατράκη -μετέπειτα της Αλίκης Βουγιουκλάκη- και του Χατζίσκου, μεσοτοιχία με τον Πανελλήνιο Αθλητικό Σύλλογο. Λίγο πιο πάνω, πριν από τη Σχολή Ευελπίδων, το «Άλσος». Εμβληματικό αναψυκτήριο, με οικοδεσπότη τον χαρισματικό κονφερανσιέ Γιώργο Οικονομίδη. Ο Οικονομίδης συνεργάστηκε με τη Χούντα και σπίλωσε το όνομά του. Ειδάλλως θα μνημονευόταν ως θρυλική προσωπικότητα. 
Γεννήθηκα τον Αύγουστο του 1966. Οι πρώτες αχνές εικόνες μου είναι να με σπρώχνουν με το καρότσι στη Φωκίωνος, να μπουσουλάω στη μικρή παιδική χαρά της πλατείας Αγίου Γεωργίου. Η Κυψέλη χτιζόταν οργιωδώς, κάθε τετράγωνο και γιαπί πολυκατοικίας. Οι οικοδόμοι, με τα αυτοσχέδια καπέλα από εφημερίδες στο κεφάλι, σφύριζαν τη χυμώδη νταντά μου, «μπαρμπουνάρα» την έλεγαν και «τι είσαι συ, μάνα’μ;» Κολακευόταν η Ιωάννα, δεν είχε ακόμα ενσκύψει η πολιτική ορθότητα» (Χρήστος Α. Χωμενίδης, "Ο Χωμ στην Κυψέλη", Τα Νέα, 9/4/2022).

 



Φωτογραφίες: Αρχείο φωτογραφιών Μαριάνθης Μπέλλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου