Κώστας Θεριανός
Μετά από δύο εκλογικές αναμετρήσεις εντός του 1989, μια κυβέρνηση συνεργασίας Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου με πρωθυπουργό τον Τζανή Τζανετάκη και μια Οικουμενική Κυβέρνηση, στις 8 Απριλίου του 1990 η Νέα Δημοκρατία κατάφερε να σχηματίσει αυτοδύναμη στην ουσία κυβέρνηση με 150 βουλευτές και τον βουλευτή της ΔΗΑΝΑ Κ. Κατσίκη με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Το υπουργείο παιδείας ανέλαβε ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος. Όμως, η δυναμική των αγώνων των εκπαιδευτικών που είχε αναπτυχθεί το προηγούμενο διάστημα παρέμενε ακόμη ζωντανή. Τον Μάιο του 1990 ξέσπασε μια από τις μεγαλύτερες αναταράξεις στο χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (απεργίες, συγκεντρώσεις διαδηλώσεις εκπαιδευτικών, απειλή καταλήψεων εξεταστικών κέντρων, αναβολή για ένα μήνα των Γενικών εξετάσεων) με φόντο «την εκφρασμένη διάθεση του κυβερνώντος κόμματος για επιβολή λιτότητας στη δημόσια εκπαίδευση και ιδεολογική χειραγώγηση εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων» (Ανακοίνωση ΟΛΜΕ 16/5/1990). Η Γ.Σ. των Προέδρων ΕΛΜΕ (Οργανωτική ΙΙ 17-2-1990) εκτίμησε ότι «η κατάσταση της Δημόσιας Μέσης Εκπαίδευσης και του Καθηγητή χειροτερεύει συνεχώς. Η Οικουμενική Κυβέρνηση δεν πήρε κανένα μέτρο για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσιμης κατάστασης». Οι διεκδικήσεις επικεντρώθηκαν στην αύξηση των μισθών, στη μείωση του ορίου συνταξιοδότησης και στην αύξηση των διορισμών. Οι καθηγητές διεκδικούσαν: αύξηση 18.000 δρχ. στους μισθούς, γνήσια ΑΤΑ, νομοθετικά κατοχυρωμένη, συντάξιμες αποδοχές στο 80% των εν ενεργεία αποδοχών, άμεση δημιουργία 4000 νέων οργανικών θέσεων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία, 6000 νέες αίθουσες, πρωινό και μειωμένο ωράριο. Η αθέτηση της Κυβέρνησης «των δεσμεύσεων και αντιμετώπιση των αιτημάτων του κλάδου, οδήγησε στην ομόφωνη απόφαση του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ για απεργιακές κινητοποιήσεις μετά το Πάσχα μέχρι και την περίοδο των εξετάσεων, ανεξάρτητα από την κυβέρνηση που θα εκλεγόταν από τις εκλογές της 8ης Απριλίου».
Στις 16-5-1990, η ΟΛΜΕ αποφάσισε 48ωρη απεργία και απεργία την περίοδο των πανελλαδικών εξετάσεων οι οποίες είχαν προγραμματιστεί να ξεκινήσουν στις 14 Ιουνίου. Στις 22 και 23 Μαΐου 1990 πραγματοποιήθηκε η 48ωρη απεργία των καθηγητών και στις 6 Ιουνίου ακολούθησε νέα μονοήμερη απεργία. Από το δεύτερο 15νθήμερο του Μαΐου μέχρι και για δύο περίπου μήνες πραγματοποιούνται 10 συλλαλητήρια στην Αττική και αντίστοιχα σε όλες σχεδόν τις πρωτεύουσες νομών. Το Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε την αναβολή των Γενικών Εξετάσεων και παράταση του διδακτικού έτους μέχρι 31 Ιουλίου 1990. Στις 10 Ιουνίου η απεργία κρίθηκε, με δικαστική απόφαση, παράνομη και καταχρηστικά και το Υπουργείο απέστειλε φύλλα ατομικής προειδοποίησης στους εκπαιδευτικούς που είχαν οριστεί επιτηρητές στις εξετάσεις για τις συνέπειες της ανυπακοής τους στη δικαστική απόφαση. Τελικά, στις 16 Ιουλίου 1990 ξεκίνησαν οι Γενικές Εξετάσεις «σε βαριά ατμόσφαιρα και με συλλαλητήρια των εκπαιδευτικών έξω από τα εξεταστικά κέντρα πραγματοποιούνται τελικά οι εξετάσεις» .
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν ανακοίνωσε κάποιο διαφορετικό πρόγραμμα για την εκπαίδευση. Κεντρικό ιδεολογικό μότο της περιόδου της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας ήταν το πως η εκπαίδευση θα ξεφύγει από τη «χαλαρότητα», τον «εξισωτισμό» και την ισοπέδωση» που είχε επιφέρει η πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Μόνιμη επωδός ήταν ότι το ελληνικό σχολείο είναι σχολείο της «ήσσονος προσπάθειας». Ουσιαστικά αυτό που έκανε ο υπουργός παιδείας κ. Κοντογιαννόπουλος ήταν να προβεί σε κωδικοποίηση παλαιότερων ρυθμίσεων στη νομοθεσία, οι οποίες τυπικά ίσχυαν αλλά ήταν ανενεργές. Οι διατάξεις αυτές, μερικές χρονολογούνται από το 1955, αφορούσαν νόρμες της σχολικής ζωής σε μια ξεκάθαρη συντηρητική κατεύθυνση. Στις 22-11-1990 δημοσιεύτηκαν σε ΦΕΚ τα Π.Δ. που αναφέρονται στην οργάνωση και λειτουργία των σχολείων της Α/βάθμιας και Β/βάθμιας εκπαίδευσης. Τα Π.Δ. επαναφέρουν τις εξετάσεις και τη βαθμολογία στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο και καθιερώνουν τις «μονάδες παιδαγωγικού ελέγχου» ανάλογα με τις οποίες χαρακτηρίζεται η διαγωγή των μαθητών. Διατάξεις σχετικά με την εμφάνιση των μαθητών, τον εκκλησιασμό, την πρωινή προσευχή, την έπαρση και την υποστολή της σημαίας «κωδικοποιήθηκαν» από την εκπαιδευτική νομοθεσία παλαιότερων εποχών και εισήχθησαν ως «κανονιστική αρχή» της σχολικής πραγματικότητας του τέλους του 20ου αιώνα. Το επόμενο διάστημα ξεσπά μαθητική αντίδραση σε αυτά τα ΠΔ. Μαθητές Γυμνασίων και Λυκείων του Ηρακλείου Κρήτης, της Κέρκυρας, της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης καταλαμβάνουν τα σχολεία τους. Ακολουθεί η Αθήνα και μέχρι 10/12/1990 καταλαμβάνονται εκατοντάδες Γυμνάσια και Λύκεια σε όλη τη χώρα. Η κυβέρνηση ανέμενε ότι μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων το κίνημα των καταλήψεων θα σταματούσε. Όμως, με το νέο έτος οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται τόσο στα σχολεία όσο και στα ΑΕΙ και ΤΕΙ με καταλήψεις και μαζικές διαδηλώσεις. Η ΟΛΜΕ στις 7 Ιανουαρίου 1991 κηρύσσει στάση εργασίας και καλεί τους καθηγητές να βρίσκονται έξω από τα σχολεία «για να συμβάλουν στην αποτροπή προκλήσεων που ίσως επιχειρηθεί να δημιουργηθούν». Το κάλεσμα της ΟΛΜΕ οφείλεται στο ότι είχαν ήδη γίνει κινήσεις για το σχηματισμό ομάδων «σπασίματος» των καταλήψεων. Έτσι, με την πρώτη ημέρα λειτουργίας των σχολείων σημειώνονται επεισόδια έξω από αυτά ανάμεσα σε οπαδούς και αντιπάλους των καταλήψεων. Αποτέλεσμα του κλίματος έντασης ήταν η δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα στο Γ΄ Λύκειο Πατρών, στο σχολικό συγκρότημα Βουδ. Η δολοφονία του Τεμπονέρα ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων σε ολόκληρη την Ελλάδα. Γίνονται μαζικές διαδηλώσεις και στις 10 Ιανουαρίου 1991 σε μια μαζική διαδήλωση στην Αθήνα προκλήθηκε πυρκαγιά στο κατάστημα Κάπα Μαρούσης με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό και τον θάνατο 4 ατόμων που βρίσκονταν στο κτήριο της συμβολής των οδών Θεμιστοκλέους και Πανεπιστημίου, στο ισόγειο του οποίου στεγαζόταν το κατάστημα. Η παραίτηση του Υπουργού Παιδείας Β. Κοντογιαννόπουλου, η ανακοίνωση από το νέο Υπουργό Γιώργο Σουφλιά ότι τα Π.Δ. δεν θα ισχύσουν και θα «συζητηθούν εξ αρχής ως προς το περιεχόμενό τους», η εξαγγελία για επιπλέον δημόσια χρηματοδότηση στην εκπαίδευση 15 δις και κυρίως ο «πόλεμος του Κόλπου» (18/1/91) «ξεθύμαναν» τις μαθητικές αντιδράσεις. Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΟΛΜΕ «η έκρηξη του μαθητικού κινήματος ήταν το κορυφαίο γεγονός της χρονιάς αυτής. Εξέφρασε με αυτόνομο τρόπο και με άμεσες μορφές δημοκρατίας την αντίδραση στις κυβερνητικές αυτές επιλογές. Αναπτύχθηκε στο γόνιμο έδαφος των μεγάλων αγώνων για καλύτερη Παιδεία και μόρφωση. Αφομοίωσε και συνδέθηκε με τους αγώνες, τα αιτήματα και τις προσδοκίες των δικών μας αγώνων». Όπως επισημαίνει και ο Δημήτρης Σκλαβενίτης το μαθητικό κίνημα ήταν νικηφόρο αφού οδήγησε τον υπουργό παιδείας σε παραίτηση και τις νομοθετικές ρυθμίσεις σε απόσυρση.
Ο Γ. Σουφλιάς θα προσπαθήσει με νομοθετικές παρεμβάσεις να διαμορφώσει το σύστημα μεταλυκειακής κατάρτισης (ΙΕΚ), την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών (ΠΕΚ) και την αξιολόγηση τους. Την ίδια περίοδο ξεκινά η προσπάθεια εφαρμογής των Προαιρετικών Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων (περιβαλλοντική αγωγή, αγωγή υγείας, αγωγή καταναλωτή) αλλά και η εισαγωγή της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο. Επίσης, καταργήθηκαν τα Μεταλυκειακά Προπαρασκευαστικά Κέντρα.
Η περίοδος αυτή συμπίπτει με την πτώση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (1989) και την Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992). Η πτώση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού συνέβαλε καθοριστικά στην ενδυνάμωση της ηγεμονίας του νεοφιλελεύθερου λόγου. Παράλληλα, η Συνθήκη του Μάαστριχτ μετέβαλε καθοριστικά το πλαίσιο συγκρότησης της Ε.Ο.Κ., η οποία από πεδίο οικονομικής συνεργασίας των κρατών μελών της άρχισε να μετασχηματίζεται σε έναν υπερεθνικό οργανισμό, ο οποίος ασκεί επικαθοριστικό ρόλο σε μια σειρά από πτυχές της πολιτικής των κρατών μελών σχετικά με το περιβάλλον, την εκπαίδευση, την ασφάλεια κτλ.
Η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, σε συνδυασμό με τις μεταβολές στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, ασκεί τεράστια πίεση προς τις κυβερνήσεις των κρατών μελών της Ε.Ε. αλλά και προς όλες τις πολιτικές τους δυνάμεις να κινηθούν στο πλαίσιο μιας νέας ΤΙΝΑ (There Is Not Alternative, σύμφωνα με τη ρήση της Μάργκαρετ Θάτσερ). Τα κόμματα της αριστεράς, εξαιτίας της έλλειψης ενός ορατού κοινωνικού και πολιτικού σχεδίου εναλλακτικού στον καπιταλισμό, πιέζονται να υιοθετήσουν τμήματα του συστημικού λόγου και να προσαρμόσουν τις όποιες προτάσεις τους στο πλαίσιο του. Όλες οι μέχρι τότε επιμέρους πολιτικές του κράτους πρόνοιας γίνονται, την περίοδο αυτή, αντικείμενο αναστοχασμού με μια συντηρητική λογική. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, μετά και την πτώση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, εμφανίζεται σαν το «σιδερένιο κλουβί» του Μαξ Βέμπερ από το οποίο δεν υπάρχει ελπίδα διαφυγής. Την ίδια περίοδο μορφοποιείται εντός του ΠΑΣΟΚ το εκσυγχρονιστικό ρεύμα, το οποίο κινείται σε αυτή τη λογική. Μετά το 1996, το εκσυγχρονιστικό ρεύμα θα γίνει κυρίαρχο και θα καθορίσει και την εκπαιδευτική πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Αλλά και στην ανανεωτική αριστερά εμφανίζεται ένα ρεύμα πολιτικής διανόησης, το οποίο αντίκειται στο νεοφιλελευθερισμό, θεωρώντας, όμως, ότι οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις είναι πλέον αδύνατες και ότι χρειάζεται ένα μετακεϋνσιανό μοντέλο, το οποίο να αξιοποιεί στο μέγιστο τις όλο και μικρότερες κοινωνικές δαπάνες προς όφελος των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων. Έτσι, το ρεύμα αυτό αποδέχεται στην ουσία της την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και στην πορεία στελέχη του ενσωματώνονται στο εκσυγχρονιστικό μπλοκ που θα αναδειχθεί τα επόμενα χρόνια ως διακριτός ιδεολογικός χώρος που τέμνει οριζόντια τις πολιτικές δυνάμεις. [Απόσπασμα από το Κ. Θεριανός, Η εκπαιδευτική πολιτική του ΠΑΣΟΚ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (1976-2004) στο Βασίλης Ασημακόπουλος - Χρύσανθος Δ. Τάσσης, ΠΑΣΟΚ 1974-2018. Πολιτική οργάνωση - Ιδεολογικές μετατοπίσεις - Κυβερνητικές πολιτικές (πρόλογος Μιχάλης Σπουρδαλάκης), Gutenberg, Αθήνα 2018].
ΦΕΚ 154Α, 155Α και 156 Α / 21-11-1990, το Π.Δ. 390/90 «Οργάνωση και Λειτουργία των Δημοτικών Σχολείων», το Π.Δ. 392/90 «Οργάνωση και Λειτουργία Λυκείων» και το Π.Δ. 393/90 «Οργάνωση και Λειτουργία Γυμνασίων».
Εξαιρετικά αναλυτική παρουσίαση του μαθητικού κινήματος αυτής της περιόδου στο Δ. Σκλαβενίτης, Κάτσε καλά, Γεράσιμε... Μαθητικό κίνημα και καταλήψεις 1974-2000, Ασίνη, Αθήνα, 2016.
Ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος μετά το 1998 προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ με το οποίο εκλέχθηκε βουλευτής της Β΄ Αθήνας στις εκλογές του 2000. Χαρακτηριστικά της εσωκομματικής αντίδρασης στο ΠΑΣΟΚ για αυτή την πολιτική επιλογή είναι η ανακοίνωση της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ Νομαρχιακή Επιτροπή Β2 Αθήνας, η οποία καλούσε τα μέλη της να μην παρευρίσκονται σε συγκεντρώσεις στις οποίες ομιλητής ήταν ο Β. Κοντογιαννόπουλος (η πληροφορία προέρχεται από συνέντευξη του Χρύσανθου Δ. Τάσση στον γράφοντα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου