Κώστας Θεριανός
Οι εικόνες των παλαιών αναγνωστικών, συχνά φιλοτεχνημένες από καταξιωμένους ζωγράφους και εικονογράφους (όπως ο Σπύρος Βασιλείου ή ο Κώστας Γραμματόπουλος), δεν ήταν απλώς «εικόνες επεξήγησης κειμένου», αλλά αυθύπαρκτα έργα τέχνης με αισθητική, συμβολισμό και εικαστική παιδεία. Αυτό αποτελεί ένα βασικό προτέρημα σε σύγκριση με την τυποποιημένη, συχνά ψηφιακά επεξεργασμένη ή «clip-art» αισθητική των σύγχρονων σχολικών βιβλίων.
Οι παλαιές εικονογραφήσεις δημιουργούσαν εμπειρίες θέασης. Ο μαθητής δεν «διάβαζε» απλώς την εικόνα ως εργαλείο κατανόησης, αλλά καλλιεργούσε το βλέμμα του μέσα από τη σύνθεση, το χρώμα, την υφή, την προοπτική. Οι εικόνες λειτουργούσαν παιδαγωγικά και μέσω της τέχνης – ενίσχυαν την παρατήρηση, τη φαντασία, το συναίσθημα.
Αυτό αντιπαρατίθεται με την εργαλειακή χρήση της εικόνας στα σύγχρονα εγχειρίδια, όπου η εικόνα έχει καταστεί πληροφοριακό παράρτημα και όχι εικαστική πρόταση.
Η επιλογή να ανατεθεί η εικονογράφηση σε καλλιτέχνες συνδεόταν με μια ευρύτερη αντίληψη για την πολιτισμική αποστολή του σχολείου. Η εικονογράφηση δεν ήταν "ουδέτερη", αλλά διαποτισμένη από την ιδεολογία της εποχής, μέσα από ένα αισθητικό φίλτρο που ενίσχυε την αποδοχή του περιεχομένου.
Για παράδειγμα, η απεικόνιση του χωριού, της εκκλησίας, της οικογένειας και της φύσης μέσα από χρώματα γήινα, ήπιες γραμμές και ρεαλιστική απλότητα, συνέβαλλε στην κατασκευή ενός οικείου και επιθυμητού κόσμου.
Αν και η τέχνη χρησιμοποιήθηκε για να ενισχύσει τον κυρίαρχο ιδεολογικό λόγο (π.χ. ελληνοχριστιανικό ήθος, εθνοκεντρισμός), ταυτόχρονα έδινε χώρο στην πολυσημία και την προσωπική ερμηνεία. Ο καλλιτέχνης άφηνε ίχνη του προσωπικού του ύφους και της εποχής του. Έτσι, πολλές φορές οι εικόνες απέκτησαν μια διαχρονικότητα που ξεπερνούσε την πολιτική χρηστικότητά τους.
Σήμερα, σε έναν βαθμό, αυτές οι εικόνες λειτουργούν ως πολιτισμικά τεκμήρια, αλλά και ως μορφές σιωπηλής αισθητικής αντίστασης στην ομοιογένεια της σύγχρονης εκπαιδευτικής παραγωγής.
Στα σημερινά σχολικά βιβλία, η εικόνα είναι κατά κανόνα:
- ψηφιακή και απρόσωπη
- αποσπασματική και χωρίς ενιαία αισθητική
- προσαρμοσμένη σε προδιαγραφές ύλης και όχι δημιουργίας
Το αποτέλεσμα είναι μια αντι-αισθητική προσέγγιση, που υποτιμά την εμπλοκή του μαθητή με την εικόνα ως φορέα πολιτισμού και τέχνης. Η εμπειρική παιδεία του βλέμματος υποβαθμίζεται.
Η επιλογή εικαστικών καλλιτεχνών για τα παλιά αναγνωστικά ενίσχυε μια ολιστική παιδεία: γλωσσική, κοινωνική, αισθητική. Δεν ήταν μια απλή αναπαράσταση του κόσμου αλλά μια αφήγηση με καλλιτεχνική ψυχή.
Αντίθετα, σήμερα επικρατεί μια λειτουργιστική λογική, όπου η εικόνα είναι μέσο κατανάλωσης πληροφορίας – όχι δημιουργικής σκέψης και σε καμία περίπτωση δεν αποσκοπεί στην αισθητική καλλιέργεια.
Όμως, τα παλιά σχολικά βιβλία είχαν ιδεολογία και ενδεχομένως πλευρές αυτής της ιδεολογίας να είναι η αιτία που προσελκύουν σήμερα το βλέμμα πολλών. Η σκηνή της εικόνας που βρίσκεται στην αρχή του κειμένου παρουσιάζει μια «τυπική ελληνική οικογένεια» - με τα κυρίαρχα ιδεολογικά μέτρα της εποχής - (πατέρας με καπέλο, μητέρα ντυμένη παραδοσιακά, παιδί καλοντυμένο) που κατευθύνεται στην εκκλησία. Το ντύσιμο, οι κινήσεις, η διάταξη των προσώπων, ακόμα και ο τρόπος που ο άντρας βγάζει το καπέλο του στην είσοδο, συγκροτούν ένα υπόδειγμα «καλής συμπεριφοράς» και πολιτισμικής κανονικότητας. Η εκκλησία, στο κέντρο της σκηνής, δεν είναι απλώς τόπος λατρείας, αλλά χώρος συλλογικής επιτέλεσης ταυτότητας.
Αυτό που μαγνητίζει το βλέμμα μας σήμερα δεν είναι μόνο το «ρετρό» ύφος, αλλά η προβολή μιας αρμονικής και «αγνής» ελληνικότητας – ένα φαντασιακό παρελθόν όπου η κοινότητα ήταν ενωμένη, η παράδοση αδιατάρακτη, και η θρησκεία πανταχού παρούσα.
Το αναγνωστικό ως σχολικό εγχειρίδιο αναπαράγει κανονιστικές αφηγήσεις για την οικογένεια, το έθνος και τη θρησκεία. Η οικογένεια παρουσιάζεται ως ηθικός πυρήνας της κοινωνίας, η εκκλησία ως πηγή αξιών, και το παιδί ως αποδέκτης και συνεχιστής αυτής της πολιτισμικής κληρονομιάς.
Η εικόνα λειτουργεί με παιδαγωγικό και κανονιστικό τρόπο: τι είναι καλό, τι είναι σωστό, τι σημαίνει να είσαι «σωστός Έλληνας». Είναι εικόνες που εκπαιδεύουν το βλέμμα και συναισθηματοποιούν την ιδεολογία.
Από κριτική σκοπιά, αυτές οι εικόνες αποτελούν μηχανισμούς κατασκευής του «εθνικού εαυτού»
Δεν υπάρχουν «αποκλίνοντες τύποι» από αυτή την «κανονικότητα», δεν υπάρχουν κοινωνικές τάξεις, δεν υπάρχουν μειονότητες, δεν υπάρχουν πολιτικές αντιπαραθέσεις σε μια χώρα που πριν λίγα χρόνια είχε ζήσει τον εμφύλιο και την εποχή της εικόνας των αναγνωστικών ζούσε το μετεμφυλιακό κράτος των διώξεων των αριστερών. Η Ελλάδα παρουσιάζεται ενιαία και θρησκευόμενη. Είναι ένας ομοιογενής κόσμος φτιαγμένος για να κοινωνικοποιεί μέσα από τη νοσταλγία.
Αυτό που σήμερα μας συγκινεί, είναι αυτό ακριβώς που κάποτε μας κοινωνικοποίησε. Η συγκίνηση δεν είναι αθώα: είναι η δύναμη της ιδεολογίας που αναγνωρίζουμε (έστω και ασυνείδητα) ως κομμάτι της δικής μας διαμόρφωσης.
Η συγκίνηση που προκαλούν αυτές οι εικόνες δεν είναι μόνο μνήμη της κοινωνικοποίησης, αλλά και μηχανισμός ψυχικής ασφάλειας σε έναν ρευστό, αβέβαιο κόσμο. Δεν ανατρέχουμε απλώς σε κάτι που γνωρίσαμε – ανατρέχουμε σε κάτι που μας υπόσχεται σταθερότητα, νόημα και τάξη μέσα στο χάος του παρόντος.
Πρόκειται για ένα σχήμα αναδρομικής ασφάλειας. Όταν η καθημερινότητα χαρακτηρίζεται από επισφάλεια (οικονομική, εργασιακή, πολιτισμική, τεχνολογική), το υποκείμενο στρέφεται στο παρελθόν όχι μόνο από ρομαντισμό, αλλά επειδή εκεί νιώθει πως υπήρχε νόημα, ρόλοι, κανόνες, κοινότητα. Η εικόνα της οικογένειας μπροστά στην εκκλησία δεν είναι μόνο «παλιό αναγνωστικό» – είναι μια ψυχική αγκαλιά σε εποχές που νιώθουμε ότι καταρρέουν όλα γύρω μας.
Τα έθνη είναι «φαντασιακές κοινότητες» (Άντερσον), αλλά και το παρελθόν λειτουργεί σαν φαντασιακή σταθερότητα. Δεν νοσταλγούμε αυτό που πραγματικά ήταν, αλλά αυτό που φανταζόμαστε ότι ήταν: μια Ελλάδα με συνοχή, αξίες, κοινοτικότητα. Οι εικόνες αυτές μετατρέπονται έτσι σε συμβολικά καταφύγια απέναντι στο τραύμα του σύγχρονου κόσμου.
Έτσι, το σχολικό εγχειρίδιο λειτουργεί συναισθηματικά: δεν διαμορφώνει μόνο γνώμες, αλλά συγκινεί, ενσταλάζει οικειότητα, κάνει τον κόσμο να φαίνεται κατανοητός. Αυτό το στοιχείο επιστρέφει στο σήμερα: η συγκίνηση μπροστά στην παλιά εικόνα δεν είναι για την εκκλησία ή τα ρούχα, αλλά για το συναίσθημα ασφάλειας και προβλεψιμότητας μέσα σε έναν κόσμο νοηματοδοτημένο και «τακτοποιημένο».
Στον «ρευστό μοντερνισμό» του Bauman, όλα είναι προσωρινά: τα επαγγέλματα, οι σχέσεις, οι αξίες, ακόμη και οι ταυτότητες. Η εικόνα του παρελθόντος (οικογένεια, εκκλησία, γειτονιά) λειτουργεί ως συμβολική άγκυρα: ένας κόσμος «πριν γίνουν όλα αβέβαια», όπου το άτομο ήξερε πού ανήκει και ποιος είναι.
Η γοητεία των παλιών αναγνωστικών εικόνων δεν βρίσκεται μόνο στην αισθητική τους απλότητα, αλλά στον τρόπο που αυτές παρήγαγαν και συνεχίζουν να παράγουν πολιτισμικές ταυτότητες. Η κοινωνιολογία μας βοηθά να διαβάσουμε την εικονογράφηση των παλιών αναγνωστικών όχι ως «αθώες εικόνες», αλλά ως πολιτισμικά τεκμήρια ενός παρελθόντος που συνεχίζει να λειτουργεί ιδεολογικά και συναισθηματικά στο παρόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου